ελληνική φωνή - κεντρική σελίδα  
επικοινωνία εκτύπωση
 
Εκδότης-Διευθυντής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΤΥΧΙΔΗΣ
Διευθύντρια Σύνταξης: ΑΡΤΕΜΙΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ηλεκτρονική Ενημέρωση για την Ελλάδα και τον Κόσμο - News - Nachrichten
   

Ειδήσεις για όλους

 

Οι Έλληνες που έφεραν τον καπνό, την μπύρα και το ψωμί στην μακρινή Μοζαμβίκη

Θεσσαλονίκη - (Κείμενο Γεωργία Χατζηγεωργίου) - 22/09/15.

  O Πάνος Μακρόπουλος επιβιβάστηκε στο πλοίο από το λιμάνι της κοσμοπολίτικης Σμύρνης το φθινόπωρο του 1919, με προορισμό την Μοζαμβίκη. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, το ταξίδι της μετανάστευσης από την Ελλάδα και τις παρακείμενες μικρασιατικές ακτές, με προορισμό την Μοζαμβίκη αλλά και τις άλλες χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Αφρικής διαρκούσε συνήθως δύο με τρεις μήνες. Τα πλοία αναχωρούσαν συνήθως από τον Πειραιά ή την Κωνσταντινούπολη κι ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι 10 με 15 ημερών, έφταναν στην Αλεξάνδρεια

   "Ημέρα απαίσια! Το πλοίο πηγαίνει σαν κανένας ζαλισμένος μπεκρούλιακας. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, με το κεφάλι σαν μολύβι, μου είναι αδύνατο να σηκωθώ" γράφει στο ημερολόγιό του ο Πάνος Μακρόπουλος και σε άλλο σημείο αναφέρει: "Ο καιρός είναι πανάθλιος, είναι συννεφιά, τα κύματα βουβά σα νεκρωμένα, μα σα βουνά παίζουν το πλοίο μας σαν βάρκα, αλλά είναι μεγάλα"

   Μετά την αποβίβαση ξεκινούσε ο έλεγχος των επιβατών. Έπειτα, οι Έλληνες που κατευθύνονταν στην Ανατολική Αφρική έπαιρναν το τρένο για να καταλήξουν στο Πορτ Σαΐντ, όπου εκεί έπρεπε να περιμένουν, συχνά για πολλές μέρες, μέχρι να φανεί κάποιο πλοίο που είχε προορισμό τα λιμάνια της Μοζαμβίκης. Αυτή η κατάσταση, όμως, έκανε ακόμη πιο δύσκολη την ζωή των μεταναστών, οι οποίοι, με τα λίγα χρήματα που διέθεταν, έπρεπε να βρουν στέγη και τροφή για όσο χρόνο χρειάζονταν μέχρι να βρουν θέση σε κάποιο πλοίο.

   Όπως γράφει ο Πάνος Μακρόπουλος: "...επειδή δεν περίσσευαν πολλά για να τρώγω στο εστιατόριο, πήγαινα κάθε μέρα στο παζάρι και αγόραζα ένα γροσάκι χουρμάδες φρέσκους και ένα γροσάκι ψωμί. Τα έκαμα ένα δεματάκι και τα πήγαινα στο δωμάτιό μου..."

   Από τη στιγμή που βρισκόταν η θέση και εφόσον ο ταξιδιώτης εξασφάλιζε το ποσό για το εισιτήριο το οποίο κόστιζε 35 λίρες Αγγλίας, ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, ξεκινούσε το ταξίδι με προορισμό την Μοζαμβίκη, που διαρκούσε περίπου άλλον ένα μήνα.

   Tην ιστορία του Πάνου Μακρόπουλου και των άλλων Ελλήνων που αποτόλμησαν αυτό το μακρινό ταξίδι καταγράφει ο ο ιστορικός-ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος, στο τελευταίο βιβλίο του "Η ελληνική παροικία της Μοζαμβίκης".

   Όπως δήλωσε  ο κ. Χαλδαίος, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Μοζαμβίκη ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και οι θαρραλέοι μετανάστες ήταν από την Λήμνο, την Κάσο, τη Λακωνία, τη Λέσβο, την Κρήτη, αλλά και αρκετοί Αιγυπτιώτες. Οι λόγοι μπορεί να ήταν οικονομικοί, η ανεργία, η εξαθλίωση, η ισχνή γεωργική παραγωγή ή κοινωνικοί, όπως ο θεσμός της προίκας. Ακόμη, στις περιοχές που βρίσκονταν υπό οθωμανικό ζυγό, πολλοί έφευγαν για να γλυτώσουν την υποχρεωτική στράτευση.

   Από εργάτης... βιομήχανος

   Οι Έλληνες μετανάστες έρχονταν αντιμέτωποι με τη ζέστη και την υγρασία της Μοζαμβίκης, αλλά και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην Αφρική του 19ου αιώνα, οπότε και γίνονταν τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία υποδομών.

   "Η γη έβραζε, η ζέστη είχε γίνει ανυπόφορη και η λαύρα που σκορπιόταν γύρω έκαιγε το πρόσωπό μου" γράφει στο ημερολόγιό του ο Πάνος Μακρόπουλος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην περιοχή Ινχαμπάνε, 100 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης για να εργαστεί στο κτήμα του θείου του Μιχάλη Λυγερού.

   Εκτός από τη ζέστη, "χτυπήθηκε" και από τη μαλάρια. "Η άθλια μαλάρια μπήκε ως τα κόκαλά μου και κάθε μέρα που περνούσε αδυνάτιζα. Δεν είχα όρεξη να φάγω. Τα γόνατά μου λύγιζαν και όλες μου οι κλειδώσεις πονούσαν. Έπαιρνα κινίνο που μου έλεγε ο θείος μου, αλλά κάθε μέρα που περνούσε χειροτέρευα" τονίζει.

   Όσον αφορά τώρα τα καταλύματα, εντός των οποίων διαβιούσαν οι πρωτοπόροι καλλιεργητές, αυτά ήταν συνήθως στρογγυλές καλύβες, διαμέτρου 4-5 μέτρων, σκεπασμένες με χόρτα. Αποτελούνταν από ένα ή δύο δωμάτια, στο εσωτερικό των οποίων υπήρχε ένα κρεβάτι και ένα μικρό τραπέζι, ενώ το δάπεδο τις περισσότερες φορές ήταν χωμάτινο.

   Η μοίρα του Πάνου Μακρόπουλου δεν ήταν να παραμείνει εργάτης γης. Ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε καπνό στη Μοζαμβίκη και η προσπάθεια του στέφθηκε από επιτυχία. Τυποποίησε το προϊόν και έγινε ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας. Ο γιος του, Γιώργος, δημιούργησε βιομηχανία πλαστικών, η οποία ξεκίνησε από προϊόντα καθημερινής χρήσης και σήμερα με τις κόρες του στο "τιμόνι" έχει διευρύνει τη δράση της και κατασκευάζει, μεταξύ άλλων, δεξαμενές νερού και κάδους απορριμμάτων.

   Ο Κρητικός που έφερε την μπύρα στη Μοζαμβίκη

   Αξιόλογη επιχειρηματική δράση ανέπτυξε και ο Μιχάλης Περαντωνάκης, που έμεινε γνωστός ως Κρητικός, λόγω του τόπου καταγωγής του. Όταν έφτασε στη Μοζαμβίκη, πουλούσε λαχανικά και νερό στους δρόμους, ενώ, επειδή δεν είχε που να μείνει, κοιμόταν στο πατάρι ενός μαγαζιού. Κατασκεύασε εργοστάσιο πάγου για να διατηρούνται περισσότερο τα ψάρια και να μπορούν να πωληθούν πιο μακριά από το σημείο αλίευσης. Ήταν ο πρώτος έφερε τη μπύρα στη Μοζαμβίκη, την "Λορεντίνα", που υπάρχει μέχρι σήμερα και παράγεται, πλέον, από πολυεθνική εταιρία.

   Πολλά μέλη της παροικίας δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο της εστίασης, ανοίγοντας εστιατόρια, καφέ και αρτοποιία. Μάλιστα, τα ελληνικά αρτοποιία "σύστησαν" το ψωμί στον ντόπιο πληθυσμό.

   Η Pastelaria Scala, στην πρωτεύουσα Λορέντζο Μάρκες (σημερινό Μαπούτο) ήταν εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, καφενείο και τόπος συγκέντρωσης για την ελληνική παροικία και είναι μέχρι σήμερα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της πόλης.

   Σημαντική ήταν η παρουσία των Ελλήνων ψαράδων. Τον χειμώνα του 1920, οι αλιείς που δραστηριοποιούνταν στο νησί Ινχάκα, απέναντι από το Λορέντζο Μάρκες ζήτησαν αύξηση στις αμοιβές τους από τον μεγαλέμπορο, στον οποίο πουλούσαν τα προϊόντα τους. Επειδή όμως το αίτημά τους δεν εισακούστηκε, οι Έλληνες αλιείς παρότρυναν το σύνολο των αλιέων της περιοχής να απεργήσουν, διεκδικώντας καλύτερες τιμές για τα προϊόντα τους, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε.

   Πρωτεργάτης του συνδικαλιστικού κινήματος

   Ο Δημήτρης Σπανός, νεαρός μεταλλωρύχος από την Αράχωβα. προσπάθησε να συσπειρώσει τους εργάτες στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής προς την κατεύθυνση της δημιουργίας σωματείου προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντά τους. Θεωρείται πρωτεργάτης του συνδικαλιστικού κινήματος Για άγνωστους λόγους έφυγε από το Γιοχάνεσμπουργκ και εγκαταστάθηκε το 1903 στο Λορέντζο Μάρκες. Εκεί, άνοιξε ένα πρακτορείο περιοδικών και εφημερίδων. Συνέχισε από άλλο πόστο την προσπάθεια για την αφύπνιση του εγχώριου εργατικού δυναμικού, διακινώντας την εφημερίδα "International" της Industrial Socialist League, από το 1915 μέχρι και το 1921.

   Ο Έλληνας που δολοφόνησε τον "αρχιτέκτονα" του Απαρτχάιντ

   Πρωταγωνιστής σε ένα γεγονός που άλλαξε την ιστορία της Νότιας Αφρικής, ήταν ο Δημήτρης Τσαφέντας, γεννημένος στο Λορέντζο Μάρκες, το 1918, από πατέρα Έλληνα και μητέρα Μοζαμβικάνα.

   Στην εφηβεία του, δούλεψε ως εργάτης στη Νότια Αφρική, βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα, την μόνη πολιτική παράταξη είναι η μόνη που δέχεται τους μιγάδες, τους «κολοράτους» όπως τους αποκαλούσαν.

   Βρίσκει δουλειά ως ναυτεργάτης και μετά από μακριά περιπλάνηση, μετά τον θάνατο του πατέρα του επιστρέφει στη Νότια Αφρική.

   Πιάνει δουλειά ως κλητήρας στη Βουλή της Νότιας Αφρικής , έχοντας όμως στο μυαλό του να δολοφονήσει τον πρωθυπουργό της χώρας, Χέντρικ Φερβόερντ, υπεύθυνο για τη σύλληψη και εφαρμογή του απεχθούς συστήματος φυλετικών διαχωρισμών. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966 του κατάφερε τέσσερις μαχαιριές και ο Φερβόερντ υπέκυψε τρεις ημέρες αργότερα.

   Στη δίκη που ακολούθησε ο Τσαφέντας καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο. Το καθεστώς προσπαθεί να τον βγάλει τρελό, σε μια προσπάθεια να μην δοθεί πολιτική διάσταση στο θέμα. Πέθανε το 1999, σε ψυχιατρική κλινική νοσοκομείου λησμονημένος από συγγενείς και συμπατριώτες. Σύμφωνα με τον κ. Χαλδαίο, ακόμα και μετά την πτώση του Απαρτχάιντ, επικράτησε η τάση να βγει ο Δημήτρης Τσαφέντας από το κάδρο της ιστορίας.

   Εθνικοποίηση

   Την περίοδο της ακμής της (μεταξύ 1930 και 1940) η ελληνική παροικία στη Μοζαμβίκη αριθμούσε περίπου 1.000 άτομα. Η πρώτη Ελληνική Κοινότητα, ιδρύθηκε το 1909 στη Μπέιρα, ενώ στο Λορένζο Μάρκες λειτούργησε Ελληνικός Φιλανθρωπικός Σύνδεσμος, όπου κατέφευγαν τα μέλη της παροικίας που είχαν ανάγκη.

   Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε γύρω στο 1960, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων για την απελευθέρωση από την πορτογαλική κατοχή. Το 1975, όταν η Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητο κράτος, εθνικοποιήθηκαν οι επιχειρήσεις και οι περιουσίες πολλών Ελλήνων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα μέλη της παροικίας να εγκαταλείψουν τη χώρα.

   Ο Αντώνης Χαλδαίος, σπούδασε, αρχικά, ηλεκτρονικός μηχανικός στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια στράφηκε στις ανθρωπιστικές επιστήμες σπουδάζοντας, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Κοινωνική Ανθρωπολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Είναι υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Γιοχάνεσμπουργκ και μέλος του Hellenic Network of African Studies. Το 2013 τιμήθηκε με εύφημη μνεία από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας για την προβολή των Ελλήνων της Αφρικής. Μελετά την ιστορία των Ελλήνων της Αφρικής και η έρευνα του ξεκίνησε όταν αναζήτησε τις δικές του ρίζες το Μαρόκο, το Σουδάν και σε άλλες χώρες. Το 2012 εκδόθηκε η μελέτη του για την ελληνική παροικία του Μαρόκου με τίτλο "O Ελληνισμός του Μαρόκου. Η ελληνική παροικία (1904-2012)", η οποία σύντομα θα κυκλοφορήσει και στα γαλλικά. Το 2013 εκδόθηκε η δεύτερη μονογραφία του με θέμα την ελληνική παροικία της Τυνησίας και τίτλο "Η ελληνική παροικία της Τυνησίας (16ος-21ος αι.)". Στο τέλος του 2015 ή στις αρχές του 2016 θα κυκλοφορήσει το επόμενο βιβλίο του για τους Έλληνες του Μπουρούντι και της Ρουάντα.

  

<< Πίσω


 
 
Ειδήσεις για όλους | Θέματα | Τουριστικό Ρεπορτάζ | Ιατρικά Θέματα | Παρουσίαση Βιβλίων | Επικοινωνία