ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΑΓΟΡΑ

Το Πήλιο και ιδίως η ανατολική του πλευρά μνημο­νεύεται σαν κατοικημένο από αυτούς ακόμα τους μυθικούς χρόνους. Ιστορικά είναι γνωστά και τα ονόματα των κυριο­τέρων πόλεων ή χωριών, οι θέσεις των οποίων επισημάνθηκαν από τους νεώτερους βάσει υπολειμμάτων φρουρίων ή πληροφοριών αρχαίων ιστορικών συγγραφέων. Πότε όμως οι πόλεις αυτές καταστράφηκαν και από ποια αιτία δεν είναι ακόμη καθορισμένο. Αυτό όμως που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα τα χωριά που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, ήταν αρχικά παραλιακά και οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με την ναυτιλία και την καλλιέργεια μικρής ακτίνας γης που επεκτείνονταν συν τω χρόνω στα ψηλότερα σημεία του Βουνού. Συχνά όμως αυτά απέβαιναν στόχος ληστοπειρατών οπότε οι κάτοικοι αναγκάζονταν να απομακρύνονται και να μετοικούν ψηλότερα. Προτιμητέες περιοχές κατά τις μετοικήσεις αυτές ήταν κοντά σε μοναστήρια με τα οποία ήταν κατάσπαρτη η προς το Αιγαίο πλευρά του Πηλίου. Σύμφωνα με τον παραπάνω τρόπο φαίνεται να δημιουργήθηκε και το μεγαλύτερο και αξιολογότερο χωριό του Πηλίου, η Ζαγορά.

Ο πρώτος πυρήνας της σημερινής Ζαγοράς ήταν το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σω­τήρoς. Η μονή αυτή που ιδρύθηκε στα 1160 μ.Χ., κτίσμα των Χριστιανών αυτοκρατόρων, ήταν προι­κοδοτημένη με μεγάλη περιουσία και είχε πολλούς μοναχούς, καταστράφηκε δε από τυχαία πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1887. Γύρω από το μοναστήρι αυτό έγινε η πρώτη οίκηση των κατοί­κων της παληάς Ζαγοράς, η οποία όπως φαίνεται για διάκριση ονομάστηκε Σωτήρα-Ζαγορά, και σιγά-σιγά, ιδίως κατά τους μετέπειτα χρόνους της ανάπτυξης και της ακμής της, δημιουργήθηκαν και προστέθηκαν οι υπόλοιπες συνοικίες: του Αγ. Γεωργίου, της Αγ. Κυριακής και της Αγ. Παρα­σκευής.

Η νέα Ζαγορά, που είχε πλέον πάρει την παραπάνω μορφή απ' τα τέλη του 16ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα. Η γεωργία και το εμπόριο άκμαζαν. Κατείχε τα σκήπ­τρα στην μεταξoπαραγωγή (25.000-30.000 οκά­δες το χρόνο) με μέγιστες εξαγωγές στην Βενε­τία, Δαλματία, Γερμανία και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η εγχώ­ριος βιομηχανία. Μεγάλες ήταν οι ποσότητες μαλλιού που εισήγε η αγορά της από διάφορες περιοχές της Ελλάδος (συγκεκριμένα η Λειβαδιά έδινε σχεδόν το σύνολο της παραγωγής της) και αφού τις επεξεργάζονταν μαζί με ντόπιες ποσό­τητες στα ξακουστά «αργαστήρια» της, παρήγαγε τις ονομαστές «καπότες της Ζαγοράς».

Για την ευχερέστερη διεξαγωγή αυτού του εξαγωγικού και εισαγωγικού εμπορίου ήταν φυ­σικό να αποκτήσει και αξιόλογο στόλο, τα περί­φημα Ζαγοριανά καράβια, για τα οποία πάμπολλα ποιήματα και τραγούδια έχει αφήσει η Λαϊκή Μούσα. Διασχίζοντας την Μεσόγειο μετέφεραν τα προϊόντα της κωμόπολης σ' όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης, την Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη. Έτσι δημιουργή­θηκε στην ανατολική πλευρά του Πηλίου ένα σπουδαιότατο και ακμαιότατο εμπορικό κέντρο.

Επί τουρκοκρατίας στην Ζαγορά υπήρχαν δύο σχολεία. Το πρώτο, άγνωστο πότε ιδρύθηκε, λειτουργούσε σε κελλιά του μοναστηριού του Σωτήρος και λέγονταν απλά «Σχολείο». Σ' αυτό διδάσκονταν τα πρώτα («κοινά») γράμματα. Το δεύτερο, που ονομάσθηκε «Ελληvομουσείο», ιδρύ­θηκε γύρω στα 1702 στο μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου. Στην Σχολή αυτή η οποία έγινε πα­σίγνωστη για τους διαπρεπείς δασκάλους της και τους διαπρέψαντες μαθητές της, διδάσκονταν εκ­τός από την Ελληνική γλώσσα, μαθηματικά, φυ­σικά, αστρονομία, γεωγραφία, φιλοσοφία, ιστορία και ξένες γλώσσες. Με τις φροντίδες του Οικου­μενικού Πατριάρχου που ανέδειξε η Ζαγορά, του Καλλινίκου του Γ' και των δωρεών του Ιωάννου Πρίγκου, Ζαγοριανού έμπορου εγκατεστημένου στο Άμστερνταμ, η Σχολή πλουτίσθηκε με πολλά σπάνια και αξιόλογα βιβλία, απαραίτητα για την λειτουργία της. Κατ' αυτόν τον τρόπο τέθηκαν οι βάσεις της Βιβλιοθήκης της Ζαγοράς στην οποία συνεισέφεραν βιβλία και χρήματα πολλοί άλλοι επώνυμοι Ζαγοριανοί. Σ' αυτούς δε που σπούδα­σαν στην Σχολή συναριθμούνται ο Άvθιμος Γα­ζής, ο Γρηγόριος Κωvσταvτάς, ο Ρήγας Φε­ραίος, ο Φίλιππος Ιωάννου κ.ά..

Η Ζαγορά υπήρξε πατρίδα, τόσο κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας όσο και αργότερα, επιφανών ανδρών που διακρίθηκαν στα γράμματα, στις επιστήμες, στο εμπόριο και στη φιλανρωπία. Εκτός του Πατριάρχου Καλλινίκου του Γ΄, του αδελφού του Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Δημητριάδος-Ζαγοράς και του Ιωάννου Πρίγκου μεγαλέμπορου στο Άμστερνταμ και μεγάλου ευεργέτου της Ζαγοράς, πρέπει να αναφερθούν επίσης οι: αδελφοί Ευστάθιος και Γεώργιος Λαπάται άρχοντες των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, Μωϋσής Κρήτσκης ιδρυτής του Κρητσκείου Σχολείου Ζαγοράς, Νικόλαος Κρήτσκης αντιναύαρχος του Ρωσικού στόλου και κληροδότης μεγάλου ποσού στην Ελληνική Κυβέρνηση για υποτροφίες μαθητών, Ιωάννης Δ. Κασσαβέτης ιδρυτής της Σχολής Θηλέων (Παρθεναγωγείου) της Ζαγοράς (πρώτου Παρθεναγωγείου στο Πήλιο), η πολεμική οικογένεια των οπλαρχηγών Μπασδέκη, ο Φίλιππος Ιωάννου γνωστός σαν «ο από καθέδρας Έλλην Φιλόσοφος του 19ου αιώνος» καθηγητής Ελληνικών της βασίλισσας Αμαλίας και πάνω από σαράντα χρόνια καθηγη­τής της συστηματικής φιλοσοφίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, ο Νικόλαος Κωστής καθηγητής φαρμακολογίας και μαιευτικής στο ίδιο Πανεπι­στήμιο και ιδιαίτερος γιατρός της Αμαλίας και του Όθωνος, ο Θεόδωρος Αφεvτούλης καθηγη­τής φαρμακολογίας και μετέπειτα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Αλέξανδρος Πάντος ιδρυτής της Παντείου Σχολής και πολλοί άλλοι.

Ευεργέτες όμως, και μάλιστα πολλοί απ' αυτούς εθνικοί αναδείχθηκαν και από τους Ζαγο­ριανούς ξενητεμένους στην Αίγυπτο, ένα άλλο μεγάλο και λαμπρό κεφάλαιο της ιστορίας της Ζαγοράς. Φιλόπονοι, ακούραστοι, φιλοπρόοδοι, πρωτοστάτησαν κι' αυτοί σε όλους τους τομείς, στις καλλιέργειες, στις βιομηχανίες, στο εμπόριο, στις επιστήμες, στα γράμματα, προσφέροντας ευεργεσίες όχι μόνον στην ιδιαίτερη πατρίδα τους αλλά και στο Ελληνικό κράτος γενικότερα.

Αλλά και σήμερα η Ζαγορά έχει σημαντικό­τατη δραστηριότητα, κυρίως μέσα από την καλλιέργεια του περίφημου Ζαγοριαvού μήλου. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός της, ένας απ' τους πρώ­τους συνεταιρισμούς της Ελλάδος (έτος ίδρυσης 1916) και πρότυπος από το 1982 είναι ο κύριος συντελεστής της σημερινής άνθησης.

Η φυσική ομορφιά του τόπου επίσης, που παρά τις αναπτυσσόμενες τουριστικές δραστηριό­τητες έχει μείνει σχεδόν άθικτη και ο μοναδικός συνδυασμός βουνού και θάλασσας, καθιστούν την Ζαγορά ένα από τα ομορφότερα θέρετρα της Ελλάδος


 

Ξ Ο Υ Ρ Ι Χ Τ Ι (50 χλμ., υψόμ. 500μ.)

Ο δρόμος λίγο πιο πέρα από τη Λαμπινού φιδοσέρνεται μέσα σ' ένα τοπίο που όσο προχωρούμε γίνεται και πιο γυμνό, εφιαλτικά κακοτράχαλο και με αβυσσαλέους γκρεμούς. Λίγο μάλιστα πριν φτάσουμε στο χωριό Ξουρίχτι, ο δρόμος περνάει από ένα πέτρινο φρύδι, δεξιά απ΄το οποίο ανοίγεται το φαράγγι της Κούτρας, ανάμεσα στο Ξουρίχτι και την Τσαγκαράδα, που είναι το βαθύτερο του Πηλίου.
Το Ξουρίχτι βρίσκεται σ' ένα πράσινο πλάτωμα, εκεί που τελειώνει τούτο το κακοτράχαλο τοπίο. Ωστόσο, μικρό μόνο μέρος από την περιοχή γύρω από το χωριό είναι γόνιμο, καθώς κι ένα άλλο μακρύτερα, κοντά στη θάλασσα, όπου βρίσκεται και η ωραία παραλία του Λιμνιώνα, με μια ζώνη φυτεμένη με λιόδεντρα εκεί κοντά. Η γειτνίαση με τους βράχους έκανε πάντα τους Ξουριχτιανούς καλούς λατόμους κι ονομαστούς χτίστες.
Μικρός ποιμενικός οικισμός και μαχαλάς της Τσαγκαράδας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το Ξουρίχτι έχει ένα  όνομα που η προέλευσή του προβλημάτισε κάποιους ερευνητές και γλωσσολόγους. Έτσι ο Κορδάτος έχει την άποψη πως το χωριό πήρε αυτό το όνομα γιατί είναι χτισμένο στους πέντε ανέμους, «όπου ο άνεμος ξουρίζει», ενώ ο Σκουβαράς πιστεύει πως το Ξορίχτι ή Ξουρίχτι, όπως προφέρεται στο Πήλιο, ήταν αρχικά Τσουρίχτι και προήλθε από το σκωπτικό οικογενειακό παρωνύμιο Τσουρίχτης (=αυτός που κλαίει γοερά, που «τσουρίζει»). Ενδεχόμενο, όμως, είναι το τοπωνύμιο να έχει σχέση και με το εξορύσσω>εξόρυξη, μια σχέση που δικαιολογείται και από το γεγονός ότι στον τόπο αυτό η εξόρυξη βράχων ήταν από παλιά κάτι το πολύ συνηθισμένο, ενώ κι αργότερα υπήρχαν εδώ ορυχεία απ΄τα οποία «εξόρυσσαν» σιδηροπυρίτη.
Ανεξάρτητη κοινότητα από το 1914 το Ξουρίχτι αποτελεί από το 1999 δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Μουρεσίου, που έχει έδρα την Τσαγκαράδα.
Ο φιλότεχνος επισκέπτης του χωριού θα πρέπει να επισκεφτεί την εκκλησία Κοίμησης της Θεοτόκου, κτίσμα πιθανότατα του 17ου αιώνα - που βέβαια ανακαινίστηκε κάμποσες φορές στο μεταξύ-, με ενδιαφέρουσες μεταβυζαντινές αγιογραφίες και αρκετά αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο.

Τ Σ Α Γ Κ Α Ρ Α Δ Α (55 χλμ., υψόμ. 450μ.)

Η Τσαγκαράδα, που τη συναντούμε μετά το Ξουρίχτι, είναι ίσως το πιο αραιοκατοικημένο αλλά και το πιο πράσινο χωριό (μια σωστή «πράσινη θάλασσα» ή «χωριό-δάσος») στο Πήλιο- κι όχι μόνο. Απλωμένη κατάντικρυ στο Αιγαίο, σε μια τεράστια έκταση, με τέσσερις αγιώνυμες συνοικίες (Αγίων Αποστόλων-αγίων Ταξιαρχών, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Στεφάνου, και αγίας Κυριακής), που δίνουν την εντύπωση ξεχωριστών οικισμών, η Τσαγκαράδα βουλιάζει μέσα στην οργιαστική βλάστηση ενός χώρου γεμάτου με αμέτρητες φυσικές ομορφιές. Εδώ κυριαρχούν άγριες και ήμερες καστανιές, αλλά και καρποφόρα δέντρα, αγριόδεντρα και αγριόθαμνοι, κηπευτικά και αυτοφυείς πόες, αγριολούλουδα και λουλούδια της αυλής, ανάμεσα στα οποία, πρώτα και καλύτερα, οι φημισμένες γαρδένιες και ορτανσίες που δίνουν, το δικό τους ιδιαίτερο παραδοσιακό χρώμα.
Για το όνομα της Τσαγκαράδας, που σε παλιό πατριαρχικό έγγραφο εμφανίζεται και ως «Τσαγκαρού», αρκετές απόψεις έχουν διατυπωθεί. Η πρώτη απ' αυτές, του ντόπιου λόγιου Γ. Αδραχτά, θέλει το τοπωνύμιο να προέρχεται από τα τσαγκάρια, που στη γλώσσα των πλανόδιων τσιγγάνων σημαίνει «σκηνές, τσαντίρια». Μια άλλη εκδοχή είναι του Κορδάτου, που παρετυμολογεί το τοπωνύμιο από τα τσαγκάδια, που είναι τα «κοπάδια» αλλά και τα ποιμνιοστάσια». Τρίτη εκδοχή, του παλιού καθηγητή στην Εμπορική Σχολή Τσαγκαράδας Ν Δημητριάδη, σχετίζει την Τσαγκαράδα με το σλάβικο τσαγκάρ, που σημαίνει «ωραία τοποθεσία». Και μια τέταρτη, του Σκουβαρά, ο οποίος διαπιστώνει άμεση γλωσσική συνάφεια του τοπωνυμίου με τη σλάβικη επίσης zagrada, που σημαίνει «περίφραξη» και συνεκδοχικά «φρουρημένος και τειχογυρισμένος τόπος».
Η συνοίκηση του χώρου, όπου απλώνονται οι σημερινές συνοικίες της Τσαγκαράδας, πρέπει να έγινε περί το τέλος του 16ου αιώνα από κατοίκους της παραλίας της Καραβοστασιάς, που ανέβηκαν προς τα πάνω κι έκρυψαν τα σπίτια τους μέσα στα καστανωτά για το φόβο των πειρατών, αλλά κι από «φεύγοντας την τυραννίαν των Τούρκων εξ απάσης της Ελλάδος» ραγιάδες. Το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν ένα απ' τα πιο προκομμένα «χάσια» του Πηλίου. Κι αυτό αποδείχνεται απ' το γεγονός ότι στη διάρκεια κυρίως του 18ου αιώνα ανέπτυξε σπουδαία βιοτεχνία μεταξωτών και σκουτιών. Αργότερα και από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, πολλοί Τσαγκαραδιώτες άρχισαν να ξενιτεύονται, κυρίως στην Αίγυπτο, όπου και πλούτισαν ευεργετώντας τη γενέτειρά τους αλλά και το Βόλο. Ανάμεσα σ' αυτούς τους πατριώτες που πλούτισαν την Τσαγκαράδα με εκκλησίες, σχολεία, πλατείες, δρόμους, βρύσες και μ' ένα πλήθος άλλα έργα κοινής ωφελείας, καθώς και με πολλά αξιόλογα νεοκλασικά αρχοντικά, συμπεριλαμβάνονται οι αδελφοί Ευάγγελος και Σοφοκλής Αχιλλόπουλοι, Γεώργιος, Δημήτριος και Αθανάσιος Φοινικόπουλοι, Ιωάννης, Αριστείδης, Γεώργιος, Θεμιστοκλής και Κωστής Καρτάλη, που διακρίθηκαν και ως αγωνιστές και πολιτικοί, ο Ν. Νανόπουλος, ο Ν. Στακός, ο Ρ. Στυλιαράς κ.α.
Από την «εύανδρον», όμως, Τσαγκαράδα ήταν και άλλες γνωστές μορφές των γραμμάτων, της τέχνης και του πολιτισμού, όπως ο σοφός βυζαντινολόγος Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης (1807-1883), γνωστός στο εξωτερικό ως Sophocles, ο μουσουργός Κλέων Τριανταφυλλίδης, πιο γνωστός ως Αττίκ, οι λόγιοι Γ. Αδραχτάς και Στ. Βασαρδάνης, ο βουλευτής Π. Κουτσόπουλος κ.α.
Σήμερα η Τσαγκαράδα-έδρα του Δήμου Μουρεσίου-, χάρη κυρίως στις περίσσιες «πράσινες» χάρες της, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και σωστά οργανωμένα παραθεριστικά κέντρα του Πηλίου. Διαθέτει λαμπρά ξενοδοχεία, πολλούς παραδοσιακούς ξενώνες, σύγχρονα εστιατόρια και ποικίλα άλλα κέντρα αναψυχής και καταστήματα και προσφέρεται για υψηλής στάθμης τουρισμό.
Από τα αξιοθέατα της, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δροσερές πλατείες των Αγίων Ταξιαρχών και της αγίας Παρασκευής, όπου αντίστοιχα υπάρχουν οι μνημειακές εκκλησίες των Ταξιαρχών (1786), με περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, και της Αγίας Παρασκευής (1719), ανακαινισμένης στα 1909, με πολλά νεοκλασικά στοιχεία, οι επίσης ενδιαφέροντες ναοί της Αγίας Κυριακής (1746), των Αγίων Αποστόλων (1760), του Αγίου Γεωργίου (1772), των Αγίων Αναργύρων (1786) και του Αγίου Στεφάνου (1805), το Καρτάλειο Δημοτικό Σχολείο στη συνοικία των Ταξιαρχών, το Νανοπούλειο Δημοτικό Σχολείο και η αναπαλαιωμένη Αχιλλοπούλειος Εμπορική Σχολή (1905) στην συνοικία της Αγίας Παρασκευής, τα νεοκλασικά αρχοντικά του χωριού, ο τεράστιος και χιλιόχρονος πλάτανος της πλατείας της Αγίας Παρασκευής, που η περίμετρος του κορμού του φτάνει τα 14 μέτρα, οι ράχες Πλατανάκια, Αποστολίδη και Φιλαρέτου, ο μαγευτικός λόφος της Κούτρας, οι παραδοσιακές βρύσες του χωριού κ.λ.π.

ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΣ-ΚΑΡΑΒΟΣΤΑΣΙΑ-ΦΑΚΙΣΤΡΑ.

Από το κέντρο της Τσαγκαράδας ξεκινά ένα παρακλάδι του κεντρικού αυτοκινητόδρομου, μήκους 8 περίπου χλμ., που μας φέρνει σε μια από τις ωραιότερες παραλίες του Πηλίου, στον ξακουστό Μυλοπόταμο. Εδώ η «πράσινη» θάλασσα γειτονεύει με τη γαλάζια, η ημεράδα μιας άσπιλης αμμουδιάς με την τραχύτητα της γύρω άγριας ακτής. Χαρακτηριστικό σημείο της τοποθεσίας μια διαμπερής σπηλιά στην παραλία που ενώνει δυο χωριστές αμμουδιές.
Από τη συνοικία της Αγίας Παρασκευής Τσαγκαράδας κατεβαίνει ένας ακόμη δρόμος στη γειτονική του Μυλοποτάμου παραλιακή ζώνη (χωρίς, ωστόσο, να φτάνει στην κακοτράχαλη ακρογιαλιά) της Καραβοστασιάς ή Καραβοτσακσιάς, όπως τη λένε σκωπτικά κάποιοι για να επισημάνουν την αγριότητα της αλίμενης αυτής ακτής ή για να ανανεώσουν την παράδοση του τόπου, που θέλει σ' αυτή την απροσπέλαστη σε ώρα φουρτούνας παραλία να καταστράφηκε ο στόλος του Ξέρξη!
Παλιότερα βρέθηκαν εδώ λείψανα πολύ παλιάς κατοίκησης, ενώ στον παράκτιο λόφο της ίδιας περιοχής υπάρχουν μέχρι σήμερα ερείπια από μεσαιωνικό κάστρο. Η Καραβοστασιά είναι καλλιεργημένη, κυρίως με λιόδεντρα, από Τσαγκαραδιώτες, κάποιοι απ' τους οποίους έχουν χτίσει εκεί τα εξοχικά τους «καλύβια».
Δίπλα και βορειότερα απ' την Καραβοστασιά υπάρχει η περιοχή της Φακίστρας, που στην παραλία της με μια μικρή αλλά θαυμάσια αμμουδιά μπορεί να φτάσει κανείς από στενό μονοπάτι. Εκεί κοντά, σ' έναν ορθόκοφτο και τεράστιο βράχο της παραλίας, υπάρχει και η μικρή σπηλιά-εκκλησία της Παναγίας Μεγαλομάτας, όπου βρισκόταν η ομώνυμη παλιά εικόνα της Παναγιάς που σήμερα φυλάγεται σε τσαγκαραδιώτικο σπίτι. Κατά την τοπική παράδοση, στο μικρό αυτό απόκοσμο ησυχαστήριο ζούσε τα παλιά και δίσεκτα για τον τόπο χρόνια ένας ερημίτης καλόγερος, που μάθαινε λίγα κολυβογράμματα σ' όσα Τσαγκαραδιωτόπουλα είχαν τον τρόπο να φτάνουν ως εκεί. Ο σχετικός θρύλος τελειώνει με την πληροφορία πως τον καλόγερο τον σκότωσαν κάποτε οι ληστοπειρατές που πάτησαν το κανάκι του, εξοργισμένοι που δεν βρήκαν τους θησαυρούς που περίμεναν.
Ενδιαφέρον, όμως έχει εδώ, στη θέση Κωτίκια, και το παλιό αλλά ανακαινισμένο μοναστήρι της Παναγίας των Εισοδίων, όπου σωζόταν ως πριν από λίγα χρόνια μια επιγραφή με ιστορικές ενθυμήσεις της περιοχής από το 1687.

Μ Ο Υ Ρ Ε Σ Ι (59 χλμ., υψόμ. 370 μ.)

Το επόμενο μετά την Τσαγκαράδα χωριό είναι το Μούρεσι, γνωστό και ως Μόρις στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και Μυρέσιον από τους λογιστατίζοντες στα χρόνια της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας. Αραιοκατοικημένο και χωμένο μέσα στο πυκνό πράσινο και τούτο το χωριό, φαίνεται πως, όπως και η Τσαγκαράδα, έχει τις ρίζες του στην παραλία του Αιγαίου και συγκεκριμένα στην Νταμούχαρη.
Κάποιοι ερευνητές (Mezieres, Σισιλιάνος) ξεκινώντας από την ομοιότητα του τοπωνυμίου βρίσκουν σ' αυτό, όπως διατυπώνει ο Γεωργιάδης, «αναλογίαν τινα προς τας Μύρας», αρχαία πόλη της Μαγνησίας, που αναφέρεται από τον Σκύλακα και αναζητείται σήμερα από τους αρχαιολόγους πολύ βορειότερα. Άλλοι, όμως, το ετυμολογούν απ' τους καρπούς της μουριάς, ενώ παλιοί κάτοικοι του χωριού, απηχώντας σχετική τοπική παράδοση, διατείνονταν πως το Μούρεσι έχει άμεση σχέση με την πόλη Μύρα της Μ. Ασίας, απ' όπου, σύμφωνα με την ίδια παράδοση, ήρθαν και οι πρώτοι οικιστές του χωριού. Ενδεχόμενο, όμως, είναι το τοπωνύμιο να προήλθε από τη λατινική απόδοση της λέξης «κάστρο» (murus), με δεδομένου, βέβαια πως τέτοιο κάστρο υπήρχε στην παραλία Νταμούχαρης.
Το χωριό (δημοτικό διαμέρισμα σήμερα του Δήμου Μουρεσίου, που έχει έδρα την Τσαγκαράδα) στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν βακούφι με καλές γεωργικές και ακόμα καλύτερες βιοτεχνικές επιδόσεις στο χώρο της μεταξοκαλλιέργειας. Χάρη, επίσης στο φυσικό λιμανάκι της Νταμούχαρης- το μοναδικό στο Ανατολικό Πήλιο-δεν ήταν και λίγοι οι Μουρεσιώτες που ασχολήθηκαν στα παλιότερα χρόνια με την ναυτιλία. Καλές μέρες το χωριό είδε και στα τέλη του 19ου αιώνα χάρη στις ευεργεσίες των πλούσιων ομογενών από την Αίγυπτο, των *αστών στο χωριό «χαβατσιάδων», όπως ήταν οι αδελφοί Ρέτσου και Βεργόπουλου, ο Γαρ. Γαρυφάλλου, ο Γ. Πετρόχειλος και άλλοι, που έβαλαν και τη δική τους σφραγίδα στην ανάπτυξη της γενέτειράς τους.
Όμορφο και ιδιαίτερα προκομμένο χωριό και το Μούρεσι, με μια θαυμάσια θέα τόσο προς το Αιγαίο όσο και προς τα γειτονικά του χωριά (Κισσό, Άγιο Δημήτριο και Άγιο Ιωάννη), έχει πολλά να δείξει στον επισκέπτη του, ανάμεσα στα οποία τη θαυμάσια και σκιασμένη από τρεις γιγάντιες φλαμουριές πλατεία του, το μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδας (1776), πλάι στην πλατεία, όπου φυλάσσονται λείψανα των Τριών Ιεραρχών κι είναι τοποθετημένο ένα εξαίρετο ξυλόγλυπτο τέμπλο, το νεότερο (1955) ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στη συνοικία Αζαπάτες, όπου βρίσκεται ένα από τα καλύτερα ξυλόγλυπτα και «σκαλιστά στον αέρα» πηλιορείτικα τέμπλα (1810) με σκηνές από την Αγία Γραφή. Το τέμπλο αυτό ήταν τοποθετημένο σε προγενέστερο (1772) και κατεστραμμένο από τις κατολισθήσεις και τους σεισμούς του 1955 ομώνυμο ναό.
Ενδιαφέρον ακόμα παρουσιάζει το σπίτι του μουρεσιώτη πανεπιστημιακού καθηγητή Νικολάου Πανταζόπουλου, που στην ουσία είναι ένα ιδιωτικό μουσείο λαϊκής τέχνης και κάποια ακόμα νεοκλασικά αρχοντικά, χτισμένα στο β' μισό του 19ου αιώνα. Εντυπωσιάζει επίσης μια αναξιοποίητη ακόμα σπηλιά με σταλακτίτες και σταλαγμίτες στη θέση «Τσούκα».
Ο επισκέπτης θα βρει στο Μούρεσι σωστή φιλοξενία στα καταλύματα του χωριού, πικάντικες νοστιμιές στα εστιατόρια και στα ταβερνάκια του και πανέμορφα λουλούδια για τις γλάστρες του σπιτιού του.

ΝΤΑΜΟΥΧΑΡΗ (68 χλμ.).

Στο φυσικό τούτο λιμανάκι, ενισχυμένο τα τελευταία χρόνια και με τεχνητό λιμενοβραχίονα, κατεβαίνει κανείς από παρακλάδι του κεντρικού δρόμου, που ξεκινάει λίγο πριν φτάσουμε (όπως ερχόμαστε από την Τσαγκαράδα) στο Μούρεσι.
Ιδιαίτερα γραφική και με μια άγρια ομορφιά η παραλία της Νταμούχαρης κόβεται ουσιαστικά στα δύο από μια «γλώσσα»-κάβο που εισχωρεί στη θάλασσα, στην Παλιά Νταμούχαρη, με μια ωραία βοτσαλωτή παραλία και στην Καινούργια Νταμούχαρη, όπου και το φυσικό λιμανάκι.
Η Νταμούχαρη, ιστορική «σκάλα» του Μούρεσι αλλά και της Τσαγκαράδας, με μεγάλη εμποροναυτική κίνηση στα παλιά χρόνια, είναι σήμερα ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο θέρετρο με πού καλή τουριστική υποδομή (παραδοσιακοί ξενώνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια και διαμερίσματα, εστιατόρια, ταβέρνες, χώροι αναψυχής κ.λ.π.).
Μνημείο του τόπου είναι το ερειπωμένο μεσαιωνικό Κάστρο πάνω στον κάβο που κόβει στα δύο την παραλία, το «Cleopatra's Miramare», ένα παράκτιο αρχοντικό πάνω στον ίδιο χώρο-με ρομαντική αλλά και δραματική ιστορία-που λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια ως παραδοσιακός ξενώνας και εστιατόριο και το παμπάλαιο μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου (1744) κατάστικτο από αγιογραφίες του Παγώνη. Ακόμα ενδιαφέρον είναι το ξύλινο παλιό γεφυράκι που δένει την παραλία της Παλιάς Νταμούχαρης με το ανηφορικό καλντερίμι, που με πολλά «καγκιόλια» συνδέει τούτη την πανέμορφη παραλία με την Τσαγκαράδα.

ΠΑΠΑ ΝΕΡΟ (68 χλμ.). Ανεβαίνοντας τον ίδιο δρόμο που μας έφερε στην Νταμούχαρη θα στρίψουνε δεξιά λίγο πιο πάνω και κατηφορίζοντας πάλι θα βρεθούμε σε λίγο στις πανέμορφες Λάκες, δίπλα στο θέρετρο του Αγίου Ιωάννη, όπου και οι κατασκηνώσεις της ΧΑΝ και το μεγαλύτερο κάμπινγκ του Ανατολικού Πηλίου, στην παραλία Παπα Νερό, που, όπως διηγούνται Μουρεσιώτες γέροντες, χρωστάει τα' όνομά της είτε σε μια ομώνυμη πηγή που αναβλύζει στη θέση Τρύπια Πέτρα, είτε στο γεγονός ότι σ' αυτή την παραλία πνίγηκε πριν από πολλά χρόνια ένας παπάς.
Το Παπά Νερό ανήκει στο Μούρεσι κι εξελίσσεται σε λαμπρό θέρετρο, με μια τουριστική υποδομή που χρόνο με το χρόνο γιγαντώνεται, ξεκινώντας στη δεκαετία του 1970 κυριολεκτικά από το μηδέν.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ (72,5 χλμ. μέσω Τσαγκαράδας - 55 χλμ. μέσω Χανίων)

Ξαναγυρίζουμε στις Λάκες με τις πλατανοσκέπαστες εγκαταστάσεις της ΧΑΝ, ανάμεσα στις οποίες προβάλλει το παλιό μοναστηράκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που έδωσε τ' όνομά του και στο διπλανό ξακουστό πηλιορείτικο θέρετρο. Πλάι στο καθολικό του παλιού μοναστηριού, η γεμάτη με πλατάνια ρεματιά της Μαυρούτσας, με το ξύλινο γεφύρι της στη θέση κάμποσων παλιών πέτρινων που τα παρέσυρε ο ορμητικός τους χειμώνες χείμαρρος. Ένα τέτοιο γεφύρι, κατά τον τοπικό θρύλο στοιχειωμένο από τον καλόγερο Ροβοάμ, ήταν και το τελευταίο που γκρέμισε η μεγάλη πλημμύρα του 1912.
Πέρα απ' το γεφύρι και μετά τα πλατάνια της ακροποταμιάς εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας το ονομαστό θέρετρο του Αγίου Ιωάννη, άσημη άλλοτε ναυτική «σκάλα» του Κισσού και του Αγίου Δημητρίου. Σαν παραθεριστικό κέντρο είναι γνωστό τούτο το θέρετρο, με την πολύτιμη βοήθεια και της ΧΑΝ Θεσσαλονίκης, από τα χρόνια ακόμα του Μεσοπολέμου. Ένας Αϊ-Γιάννης πραγματικός. πρόδρομος του πηλιορείτικου τουρισμού.
Σήμερα κι εδώ και πολλά χρόνια, ο Άγιος Ιωάννης, όντας σ' ένα χώρο όπου αποθεώνεται η φυσική ομορφιά μέσα από τον εκπληκτικό συνδυασμό του βουνού με τη θάλασσα, σφύζει τα καλοκαίρια από επισκέπτες. Πρόκειται για θέρετρο με υψηλού επιπέδου τουριστική υποδομή, με παραδειγματική οργάνωση των αναρίθμητων μονάδων παροχής φιλοξενίας και των επίσης πάμπολλων τουριστικών καταστημάτων που καλύπτουν σε όλο της το μήκος τη μια πλευρά της παραλιακής οδού, δίπλα ακριβώς στην αλλού βοτσαλωτή κι αλλού αμμουδερή παραλία-πλαζ, που εκτείνεται στα πόδια όλου του οικισμού.
Κατά τα άλλα, ο Άγιος Ιωάννης αποτελεί το φυσικό επίνειο του Αγίου Δημητρίου, με τον οποίο συναποτελεί σήμερα δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Μουρεσίου.

Α Γ Ι Ο Σ  Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Σ (66,5 χλμ. μέσω Τσαγκαράδας - 49 χλμ. μέσω Χανίων, υψόμ. 300μ.)

Στον Άγιο Δημήτριο, όπου ανηφορίζουμε μετά την επίσκεψή μας στον Άγιο Ιωάννη-όπως άλλωστε και στον Άγιο Ιωάννη-φτάνει κανείς και από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο του Ανατολικού Πηλίου που συνεχίζεται μετά το Μούρεσι, αλλά και από τον άλλο δρόμο του βουνού που στο Καράβωμα συναντά τον πρώτο.
Ο Άγιος Δημήτριος, παλιός αραιοκατοικημένος μαχαλάς του Κισσού ως το 1927, οπότε αποσπάστηκε κι έγινε ξεχωριστή κοινότητα, εκτείνεται πάνω σε μια καταπράσινη ράχη που κατηφορίζει προς τη θάλασσα, καταντίκρυ στο Αιγαίο. Τ'  όνομά του το πήρε από το παλιό μοναστήρι, που έδωσε τη θέση του στα νεότερα χρόνια στον σημερινό ομώνυμο, βυζαντινού ρυθμού, μεγαλοπρεπή μητροπολιτικό του ναό. Οι κάτοικοι του χωριού διακρίθηκαν, ιδιαίτερα στα παλιότερα χρόνια, ως ναυτικοί, χρησιμοποιώντας τη «σκάλα» του Αγίου Ιωάννη και της Νταμούχαρης, αλλά - ενταγμένοι βέβαια στον ευρύτερο οικιστικό συγκρότημα του Κισσού-και ως βιοτέχνες «κεπετζήδες» (=κατασκευαστές σκουτιών), έχοντας μάλιστα οργανωμένο ανάλογο «ρουφέτι» (=συντεχνία).
Τα τελευταία το χωριό εξελίσσεται σε παραθεριστικό κέντρο, διαθέτοντας αξιόλογη τουριστική υποδομή που διαρκώς αναπτύσσεται, πρότυπη επίσης κοινότητα με ιδιαίτερα, δυναμική και ενεργητική παρουσία. Εντονότατη δράση επέδειξε επίσης, στα πολιτιστικά δρώμενα, που ξεκίνησε το 1993 με τα «Πήλια»-καθιερωμένο πια θεσμό- πολιτιστικών δραστηριοτήτων- που αγκαλιάστηκαν τα επόμενα χρόνια, από όλες τις κοινότητες και Δήμους του Πηλίου.
Από τα αξιοθέατά του ξεχωρίζουν δύο ξωκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, μικρή μονόκλιτη βασιλική, χτισμένη στα 1808 με δωρεά του Γεωργίου Νικολού Χριστοδούλου και συνδρομή «τον εβλογημένον ραφτάδων κε κεπετζήδων τον ροφέτιον», όπως διαβάζουμε στην εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή της, και της «Παναγίτσας», παμπάλαιο ναϋδριο (1608), ανακαινισμένο βέβαια στα νεότερα χρόνια, που πιθανολογείται ότι χτίστηκε στη θέση αρχαίου βωμού, ενδεχόμενο που ενισχύεται απ' το γεγονός ότι στο βάθρο της Αγίας Τράπεζας υπάρχουν τα αρχαιότροπα ανάγλυφα δύο κριαριών. Ενδιαφέρον στο ίδιο ξωκλήσι παρουσιάζει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του.

Κ Ι Σ Σ Ο Σ (66,4 χλμ. μέσω Τσαγκαράδας - 51,5 χλμ. μέσω Χανίων, υψόμ. 550μ.)

Λίγο παραπάνω απ' τον Άγιο Δημήτριο, ακολουθώντας μια μικρή οδική παράκαμψη, θα βρούμε τον Κισσό, το πιο ψηλό απ' τα χωριά του Ανατολικού Πηλίου, βυθισμένο μέσα στην ήμερη κι άγρια βλάστηση ενός πανέμορφου τοπίου.
Αντίθετα απ' ότι μπορεί να υποθέσει κανείς το όνομά του ο Κισσός δεν πρέπει να το πήρε απ' το ομώνυμο αναρριχητικό φυτό (που άλλωστε στο Πήλιο είναι γνωστό ως «μπρούσκλη») αλλά, όπως πιστεύει κι ο Κορδάτος, από το επίθετο χρυσός, που στο πηλιορείτικο γλωσσικό ιδίωμα προφερόταν στα παλιότερα χρόνια «κ' σός», όπως «Κ'σός» προφερόταν και προφέρεται ακόμα στην πηλιορείτικη ντοπιολαλιά και το όνομα του χωριού. Τα δύο σσ τα έβαλαν οι τοπικοί «γλωσσομύντορες» του 19ου αιώνα, παρετυμολογώντας το τοπωνύμιο απ' το ομώνυμο αναρριχητικό φυτό.
Ο Κισσός ήταν απ' τα ιδιαίτερα προκομμένα κεφαλοχώρια-βακούφια του Πηλίου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας με ανεπτυγμένη, εκτός από τη γεωργία και τη βιοτεχνία των σκουτιών, όπου χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη το τραγόμαλλο και την τέχνη της κατασκευής από καστανόξυλο, με ειδικούς τόρνους, των ξύλινων εκείνων πιάτων που τα έλεγαν «πινάκια». Ακόμα οι Κισσιώτες, όπως και οι «μαχαλιώτες» οι Αγιοδημητριώτες, ήταν καλοί ναυτικοί, με θερινή «σκάλα» τον Άγιο Ιωάννη. Τεκμήρια της οικονομικής άνθησης του χωριού, στην οποία συνέβαλαν και οι ξενιτεμένοι αργότερα Κισσιώτες, τα παλιά μνημειακά έργα, με κορυφαίο την τρισυπόστατη και τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Μαρίνας, δίπλα στην πλατεία του χωριού, που θεωρείται ένα από τα καλύτερα και αντιπροσωπευτικότερα στο είδος της εκκλησιαστικά μνημεία του Πηλίου. Ριζικά ανακαινισμένα στα 1745-κάτι που επαναλήφθηκε και στα 1864 με συνεισφορές ξενιτεμένων Κισσιωτών-η περίφημη αυτή εκκλησία στολίστηκε στο β' μισό του 18ου αιώνα και με το καλύτερο ξυλόγλυπτο τέμπλο στο Πήλιο, του γνωστού κλασικού τύπου (μπαρόκ), κατασκευασμένο από ξύλο φλαμουριάς και επιχρυσωμένο υποδειγματικά στα 1793. Η ίδια εκκλησιά διακοσμήθηκε στα 1802 και με αγιογραφικές και ηθογραφικές παραστάσεις (κάποιες απ' τις οποίες είναι ιδιαίτερα τολμηρές για την ιερότητα του χώρου στον οποίο ευρίσκονται) αλλά και με δροσερές τοπιογραφίες του λαϊκού ζωγράφου Παγώνη. Ο ναός της Αγίας Μαρίνας, κατ' εξοχήν μουσειακός χώρος, στεγάζει σ' ένα από τα παρεκκλήσια της και το Εκκλησιαστικό Μουσείο του χωριού, όπου κυρίως μπορεί να δει παλιές εικόνες και εκκλησιαστικά αρχειακά έγγραφα.
Ενδιαφέροντα, εξάλλου, εκκλησιαστικά μνημεία είναι ακόμα η μονή του Αγίου Ευσταθίου (πρωτοχτισμένη το 17ο αιώνα και ανακαινισμένη στα 1802), που βρίσκεται ψηλότερα απ' το χωριό και το λαϊκότροπο τέμπλο του παλιού και κατεστραμμένου από τους σεισμούς του 1955 ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στη συνοικία της Μαυρούτσας, που ενσωματώθηκε στον νεόδμητο ομώνυμο ναό της ίδιας συνοικίας.
Ενδιαφέρον, επίσης, απ' τα ιστορικά στοιχεία του χωριού παρουσιάζει η ζωντανή πάντα τοπική παράδοση που θέλει τον εθνομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή, αποφοιτώντας από το Ελληνομουσείο της Ζαγοράς, γύρω στα 1775, να διδάσκει για ένα ή δυο χρόνια ως δάσκαλος στο σχολείο των «κοινών γραμμάτων» του χωριού. Αυτή η παράδοση αποτυπώνεται στην προτομή του ρήγα που έχουν στήσει οι Κισσιώτες μπροστά στο ναό της Αγίας Μαρίνας με την επιγραφική ένδειξη «Ο οραματιστής της ελευθερίας, διδάξας τα Γράμματα εν Κισσώ».
Ιστορικές μορφές που τίμησαν τον Κισσό ήταν οι Φιλικοί Γεώργιος Σακελλίων και Αναγνώστης Οικονομίδης, όπως και οι ευεργέτες Ιωάννης Τριανταφύλλου, οι αδελφοί Ιωάννης, Επαμεινώνδας και Ευστάθιος Κυριαζής, ο Κ. Χατζηγεωργαλάς και η Φιλίτσα Χριστοπούλου.
Έδρα του Δήμου Κισσού στα 1881 ο Κισσός και ξεχωριστή κοινότητα από το 1914, με μαχαλάδες ως το 1927 τον Άγιο Δημήτριο και τον Άγιο Ιωάννη, είναι σήμερα δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Μουρεσίου, παρουσιάζει δε αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα, έχοντας στο ενεργητικό του τέσσερα σπουδαία συνέδρια στη δεκαετία του 1990, ενώ διακρίνεται και στον τομέα του τουρισμού, όπου έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια μεγάλη πρόοδο. Ο επισκέπτης του Κισσού δεν μαγεύεται μόνο από τις ομορφιές του αλλά και από την άρτια παροχή υπηρεσιών των τουριστικών μονάδων του χωριού.

Α Ν Η Λ Ι Ο (67,2 χλμ. μέσω Τσαγκαράδας - 50 χλμ. μέσω Χανίων, υψόμ. 350μ.)

Επιστρέφουμε στο Δέλτα του Κισσού και συνεχίζουμε τη διαδρομή μας από τον κεντρικό οδικό άξονα. Το επόμενο χωριό που θα συναντήσουμε πίσω απ' τη ράχη του Αγίου Δημητρίου είναι το Ανήλιο, που ονομάστηκε έτσι πιθανότατα «επειδή τον χειμώνα σχεδόν δεν το χτυπά ο ήλιος», για να θυμηθούμε τους Δημητριείς. Η εκδοχή αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι Ανηλιώτες, όμως, αναφέρουν κι άλλες δύο. Σύμφωνα με την πρώτη, οι αρχικοί οικιστές του χωριού ήρθαν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας απ' το ομώνυμο χωριό της Ηπείρου, ενώ κατά τη δεύτερη, το όνομα Ανήλιο πρέπει να προέρχεται από το Αχίλλειο, αφού, κατά την επικρατούσα τοπική παράδοση, στα χαμηλώματα του χωριού υπήρχε η αρχαία πόλη Αχίλλειο, ιδρυμένη από τον ίδιο τον ομηρικό Αχιλλέα, όταν αυτός μαθήτευε εδώ πάνω κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα, που είχε το κονάκι του στη σπηλιά που υπάρχει στην αμμουδιά του Μπάνικα!
Το Ανήλιο ήταν τιμάριο στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας με σπαχή (τιμαριούχο) το στρατιωτικό διοικητή της Τσατάλτζας (Θράκης). Αργότερα υπήχθηκε κι αυτό στα βακουφικά χωριά του Πηλίου κι ανέπτυξε σπουδαία χειροτεχνική δραστηριότητα, με αξιόλογες επιδόσεις στην παραγωγή και την εμπορία μεταξωτών ειδών και σκουτιών. Επίσης, αρκετοί Ανηλιώτες, όπως και οι γείτονές τους Κισσιώτες και Αγιοδημητριώτες, διακρίθηκαν στη ναυτιλία, χρησιμοποιώντας κι αυτοί τη «σκάλα» του Αγίου Ιωάννη ως εμποροναυτικό κέντρο.
Στην περιοχή του Ανηλίου άκμασαν επίσης κάμποσα ονομαστά μοναστήρια όπως η Παναγία των Εισοδίων, ο Άγιος Χαράλαμπος, η Ύψωση του Τιμίου σταυρού και η Αγία Τριάδα, που αργότερα παρήκμασαν κι εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα λειτουργούν ως ξωκλήσια με ανακαινισμένα τα καθολικά τους, σημαντικότερο απ' αυτό είναι η Αγία Τριάδα, που είναι πυκνά αγιογραφημένη από τον Παγώνη. Το πιο σπουδαίο, όμως, εκκλησιαστικό μνημείο του χωριού είναι ο ναός του Αγίου Αθανασίου, μ' ένα από τα καλύτερα μπαρόκ ξυλόγλυπτα τέμπλα του Πηλίου και με ολοσκάλιστιους επίσης το δεσποτικό θρόνο και τον άμβωνα.
Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Μουρεσίου και το Ανήλιο, διακρίνεται σήμερα για τους προοδευτικούς δεντροκαλλιεργητές και ανθοκόμους του, ενώ και στον τομέα του τουρισμού παρουσιάζει σημαντική πρόοδο.
Αξιοσημείωτη είναι κι εδώ η παρέμβαση του τοπικού γυναικείου τμήματος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ανηλίου, που προβάλλει τον τόπο μέσα από τα παραδοσιακά εδέσματα, γλυκά και ποτά του. 

Εναλλακτικές μορφές τουρισμού.

Τα χωριά του Δήμου ενώνονται μεταξύ τους, εκτός από το οδικό δίκτυο και με τα πολυάριθμα πέτρινα και καλοσυντηρημένα μονοπάτια-καλντερίμια, που καθιστούν το τόπο, μοναδικό για αξέχαστους περίπατους. Μέσα στη πυκνή αυτή βλάστηση, ο επισκέπτης-περιπατητής, αισθάνεται ότι βρίσκεται σ' έναν επίγειο παράδεισο, καθώς αφουγκράζεται τους ήχους γύρω του, που τον μεταφέρουν σ' άλλες εποχές, αυτές που έπλασαν τους μύθους των Κενταύρων, στο βουνό που καθιερώθηκε ως εξοχική κατοικία των Θεών της μυθολογίας μας!  Αυτά τα μοναδικής ομορφιάς μονοπάτια συνέδεαν τα χωριά του Δήμου, με τα κεφαλοχώρια και τον Βόλο, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα!
Εκτός από τον περιπατητικό τουρισμό, ο τόπος προσφέρει στον επισκέπτη τις δυνατότητες ορειβασίας, canyoning, horse back running, mountain bike, trail, 4χ4 σαφάρι, τοξοβολία, sea canoe, θαλάσσια σπορ κ.τ.λ..

 

 

 

 

Ο Πατής (Παναγιώτης) Κουτσάφτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζαγορά του Πηλίου. Σπούδασε Δραματική τέχνη στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, την τέχνη που αγαπά και υπηρέτησε έως σήμερα συμμετέχοντας σε μεγάλες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Είναι παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ψαλτίδου Κουτσάφτη και μαζί έχουν αναθρέψει ένα γιο, τον Απόστολο, που ζει και εργάζεται στο εξωτερικό ως οικοτοξικολόγος.

Ο Πατής, το 1976 δημιουργεί με συναδέλφους του ηθοποιούς, σκηνοθέτες και μουσικούς την Θεατρική Λέσχη Βόλου, ενώ από το 1986 επιστρέφει μόνιμα στη Ζαγορά, όπου ζει και εργάζεται έως σήμερα καλλιεργώντας μήλα και αρωματικά βότανα .

Με την επιστροφή του στη Ζαγορά, ασχολήθηκε ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις ανάγκες της, διατελώντας πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου του αγροτικού συνεταιρισμού Ζαγοράς (ΖΑΓΟΡΙΝ) αλλά και πρόεδρος κοινότητας Ζαγοράς από το 1990 έως το 1998.

Κατά τα χρόνια της προεδρίας του στη κοινότητα Ζαγοράς σημειώθηκαν αρκετές πρωτοποριακές και καινοτόμες δράσεις για την εποχή τους, όπως η σύσταση και η ίδρυση του Αναπτυξιακού Συνδέσμου και η ίδρυση της Ε.Α.Π (Εταιρεία Ανάπτυξης Πηλίου) που υλοποιεί έως και σήμερα στη περιοχή αναπτυξιακά προγράμματα (π.χ LEADER). Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα για τους νέους της περιοχής, μέσα από τα οποία διατηρήθηκε η τέχνη της πέτρας και της σκεπής του παραδοσιακού πηλιορείτικου οικισμού και προωθήθηκε η επιχειρηματικότητα των γυναικών στο τόπο με την ίδρυση του Γυναικείου Αγροτουριστικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς.

Έπειτα, εφόσον συστάθηκαν τα συμβούλια της περιοχής ενώθηκαν οι κατά τόπους κοινότητες από το Πουρί έως το Καλαμάκι, γεγονός που ενίσχυσε και διατήρησε τη τοπική δράση. Επιπλέον, ξεκίνησε για πρώτη φορά στη περιοχή πρόγραμμα αποκατάστασης και διαχείρισης των απορριμμάτων, ενώ σημειώνονται έργα μεγάλης τοπικής βαρύτητας όπως το δεκαθέσιο Δημοτικό σχολείο Ζαγοράς, ο παιδικός σταθμός Ζαγοράς, το νηπιαγωγείο Περαχώρας, το λιμάνι του Χορευτού με γραμμή επικοινωνίας (δελφίνι) προς τις Βόρειες Σποράδες και το λιμάνι του Αϊ Γιάννη, δημοπρατήθηκε η παράκαμψη Ζαγοράς και καταγράφηκαν σημαντικά έργα στους τομείς της άρδευσης και της ύδρευσης της περιοχής. 

Έπειτα από την οκταετία (1990-1998) που διένυσε ως πρόεδρος της κοινότητας Ζαγοράς η ενασχόληση του με τα κοινά της περιοχής συνεχίστηκε από τη θέση του Δημοτικού Συμβούλου στο Δήμο Ζαγοράς από το 1998 έως το 2010.