Η   Ε λ λ η ν ι κ ή   Φ ω ν ή   σ ε   5 5   γ λ ώ σ σ ε ς
   G r e e k   V o i c e   i n   5 5   l a n g u a g e s



Πάμε Σινεμά ; Οι ταινίες της εβδομάδας
 
ελληνική φωνή - κεντρική σελίδα  
επικοινωνία εκτύπωση
 
Εκδότης-Διευθυντής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΤΥΧΙΔΗΣ
Διευθύντρια Σύνταξης: ΤΟΝΙΑ ΜΑΝΙΑΤΕΑ
Ηλεκτρονική Ενημέρωση για την Ελλάδα και τον Κόσμο - News - Nachrichten
Θέατρο - Σινεμά    (click)   Μουσική    (click)  Αθλητισμός    (click)  Οικονομικά Θέματα    (click)
     




Ο Σταχτοπούτος

(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)


Ξεπάγιασαν τα δάχτυλά μου. Γέμισαν φουσκάλες που τις δαγκώνω να τις σκίσω. Όπως τα χαρτόκουτα που έσυρα από τον κάδο των σκουπιδιών ως αυτή εδώ την απαγκιασμένη γωνιά. Τη μεσημεριανή μου πείνα χόρτασαν οι μερίδες γεύματος φιλανθρωπίας που μας μοίρασαν κάποιες γυναίκες με σφιχτοκουμπωμένες στο  λαιμό ζακέτες. Δε χαμογελούν και δεν κοιτάζουν. Βλέπουν πίσω και πέρα, εκεί στο απροσδιόριστο σύνολο αυτών που ονοματίζουν «άστεγους».

Απόψε, καθώς η κοιλιά γουργούριζε και πάλι, στον κάδο κάτω από τη Λέσχη βρήκα κάτι ζόρικα μισοσαπάκια-έπαιξα μπουνιές με το Μιχάλη που κοιμάται στη στοά, αλλά του τα άρπαξα προτού με αφήσει και πάλι νηστικό. Τι φαταούλας! Μου θυμίζει τους πολιτικάντηδες που κάποτε ψήφιζα… Τα θέλει όλα για πάρτη του, ακόμη κι αυτά που λίγο πιο κάτω θα πετάξει.

Το ψιλόβροχο με νανουρίζει όπως διαπερνά τη σκισμένη τέντα. Πάνω στο σπασμένο μαρμάρινο πεζούλι και στα καινούρια μου χαρτόκουτα, θα μείνω στεγνός και προστατευμένος όλη νύχτα, να ξημερώσει η νέα χρονιά. Μέσα απΆ το λερό μου παλτό, δύο στρώσεις πουλόβερ με τρύπες, λίγο πιο μέσα ένα μακό με τα λογότυπα κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας-πόσα χρόνια αλήθεια πάνε από τότε που αγόραζα εισιτήριο διαρκείας για να αφιονιστώ κραυγάζοντας στις κερκίδες; Σήμερα, δεν ξέρω καν τίνος «οπαδός» είμαι. Ούτε καν του εαυτού μου.

Bλέπω απέναντι τα ισχαιμικά δέντρα με τις χαρωπές καλτσοδέτες κι αναρωτιέμαι ποια εικαστική μαλθακία μπορεί να ντύνει τους ξύλινους κορμούς και να αφήνει τους ανθρώπους χωρίς ένα έστω, ζεστό σκουφί. Θέλω να πάω και να γεμίσω τρύπες τις πολύχρωμες μαργαρίτες από μαλλί, να ξεφτίσω τις άκρες του νήματος και να κάνω ένα κουβάρι. Μου τη δίνει να κρυώνω και να βλέπω κορμούς κουκουλωμένους.

¶ηχοι ήχοι, γέλια χωρίς χαρά και μια παρέα νεαρών στρίβει από τη γωνία. Κουρνιάζω στη γωνιά, κρύβομαι, γίνομαι ένα με το κατεβασμένο ρολό του πρώην καταστήματος. Φοβάμαι. Συχνά πυκνά οι κλωτσιές εκείνων που ο μπαμπάκας πληρώνει τη νυχτερινή τους έξοδο, είναι πιο δυνατές και αναίτιες κι από εκείνες των τύπων με τις μπότες. Περνούν χασκογελώντας, ουρλιάζοντας «μαλάκα» ο ένας στον άλλο. Σε κάποιον άλλο θα ξεθυμάνουν την απογοήτευσή τους για τη σκατοκοινωνία που τους πασάραμε…

Κρυώνω πολύ… Δάκρυ στάζει στο μάγουλό μου ή βροχή από τη ξεσκισμένη τέντα; Δεν κλαίω πια. Στέρεψα από δάκρυα, λέξεις, σκέψεις, συναισθήματα. Πανομοιότυπη η μέρα μου με τη νύχτα-στο λήθαργο της απάθειας ζω εδώ και καιρό. Πόσος να είναι άραγε; Μπορεί κι από τότε που ήμουν «στέλεχος επιχειρήσεων» και καμάρωνα το «ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης» να φιγουράρει στο κέντρο τούτης της άξενης πόλης. Τότε που άγχος μου μοναδικό ήταν αν το πουκάμισο ταίριαζε με το κοστούμι, η κάλτσα με το ιταλικό πατούμενο, η γκόμενα με το αυτοκίνητο κι αν η φάτσα μου θα περνούσε από τους φουσκωτούς για να κάνω Χριστούγεννα στην «πίστα» και να ρίξω λουλούδια στη «φίρμα».

Η δικιά μου η μάγισσα ήταν κακιά, πανάθεμά την. Ανάποδα λειτούργησε στο παραμύθι της ζωής μου. Το κάμπριο το μετέτρεψε σε κολοκύθα, την ιπποδύναμη σε ποντίκια που ροκάνισαν το έχειν μου. Το γυάλινο κτίριο που στεγαζόταν η έπαρσή μου, με ένα χτύπημα του ραβδιού, έγινε θρύψαλα. Τα έχασα όλα. Πιο πολύ, τη δύναμη να το παλέψω...

Μια πόρτα από το κωλόμπαρο της κάτω γειτονιάς, ανοίγει… «Με παράσυρε το ρέμα-μάνα μου δεν είναι ψέ…» και μετά σιωπή. Μόνο το βουητό των αυτοκινήτων που περνούν, περνούν και τρέχουν. Που πάνε; Που έχουν να πάνε, άραγε; Μέσα σε μια στάσιμη χώρα, γιατί να κινηθείς, να κορνάρεις, να περάσεις φανάρια, να πληρώσεις τέλη κυκλοφορίας, να μουντζώσεις αυτόν που χώνεται να προσπεράσει; Σαν σε ταινία τρόμου, βρίσκεσαι χιλιόμετρα πιο πίσω από εκεί που ξεκίνησες...

Αποστεωμένος ένας σκύλος, προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του. Γυροφέρνει σα μαγεμένος από την τριχωτή της άκρη, πιέζεται, τρέχουν τα σάλια του, μα αυτή, όλο και του ξεφεύγει. Φεύγει η σκέψη μου. Πετάει στην άκρη του ουρανού που είναι μαύρος απόψε. Μαύρος είναι και το πρωί. Ένα θλιβερό γκριζοσταχτί, σα ποντίκι που ξεπηδά από τις αποχετεύσεις, βάφει τη κάθε μέρα.

Κρυώνω πολύ. Μυρίζει καμένο. Θα έβαλαν φωτιά οι παλιόφιλοι, στου πάρκου την άκρη. Σέρνω τα βήματα ως εκεί. Τα δέντρα με τα καλτσοφορέματα με κοιτούν, καθώς περνώ με όλο μου το βιος μέσα σε τρεις νάιλον σακούλες. Οι φλόγες με καλούν. Απλώνω τα δάχτυλα, να κλέψουν λίγη ζεστασιά. Αποκαΐδια είναι το μέσα μου. Θα στρώσω να κοιμηθώ εδώ, κοντά στις στάχτες. Κι ας μη ξυπνήσω το πρωί… 



 

ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα στα ίδια μένουν... ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία». Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων - εραστών και της εξουσίας... ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του 80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης, σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο τόπος και εκείνη η γενιά. ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές «μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της ...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους, για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως της όποιας εκλογικής αναμέτρησης... ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που ...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων» ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει... ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. ¶ραγε τι ζητούσα και γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους «τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...

Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας

Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>


 




Ειδήσεις για όλους | Θέματα | Τουριστικό Ρεπορτάζ | Ιατρικά Θέματα | Παρουσίαση Βιβλίων | Επικοινωνία