ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Παροχή υπηρεσιών

Η Σκόπελος είναι το μεσαίο από τα τρία νησιά των Βορείων Σποράδων και βρίσκεται σε απόσταση μισής ώρας με το πλοίο από το αεροδρόμιο της Σκιάθου. Το νησί συνδέεται ακτοπλοϊκώς με το λιμάνι του Βόλου, όπου υπάρχει αεροδρόμιο που εξυπηρετεί διεθνείς πτήσεις τη θερινή περίοδο. Το καλοκαίρι συνδέεται, επίσης, με τα λιμάνια του Αγίου Κωνσταντίνου, της Κύμης Ευβοίας και της Θεσσαλονίκης.

Τη θερινή περίοδο, οι περισσότεροι ξένοι επισκέπτες φτάνουν στο νησί μέσω του αεροδρομίου της Σκιάθου. Από εκεί, παίρνουν κάποιο από τα πλοία ή τα ταχύπλοα της γραμμής και κατεβαίνουν σε ένα από τα δύο λιμάνια του νησιού: το Λουτράκι, το επίνειο της Γλώσσας, ή το λιμάνι της χώρας. Το καλοκαίρι εκτελούνται απευθείας δρομολόγια από τη Θεσσαλονίκη προς τη Σκόπελο, ενώ υπάρχει και ανταπόκριση των πλοίων από τον Άγιο Κωνσταντίνο με πούλμαν από την Αθήνα. Καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, το νησί συνδέεται με συμβατικά και ταχύπλοα πλοία μέσω του Βόλου.
H Σκόπελος συνδέεται ακτοπλοϊκώς με τα λιμάνια:

  • Βόλου
  • Αγίου Κωνσταντίνου
  • Κύμης
  • Θεσσαλονίκης
  • Σκιάθου
  • Αλοννήσου
  • Σκύρου

Τα αεροδρόμια με τα οποία η Σκόπελος συνδέεται αεροπορικώς και στη συνέχεια ακτοπλοϊκώς, μέσω Σκιάθου, είναι:

  • Σκιάθου
  • Βόλου (Νέας Αγχιάλου)
  • Θεσσαλονίκης
  • Αθήνας

Φυσική ομορφιά και παραλίες

Λόγω της μικρής ακτοπλοϊκής κίνησης και της απουσίας βιομηχανικών μονάδων, η Σκόπελος διαθέτει από τα πλέον καθαρά και διαυγή νερά της Ελλάδας. Χάρη στη γεωλογική μορφολογία του νησιού, συναντά κανείς ταυτόχρονα παραλίες με χρυσή άμμο, όπως ο Στάφυλος, με λεπτό χαλίκι, όπως το Καστάνι και η Μηλιά, και με βότσαλο, όπως ο Πάνορμος. Η συνύπαρξη των κρυστάλλινων νερών και της πλούσιας βλάστησης έχει χαρίσει στη Σκόπελο τον τίτλο του «πράσινου και μπλε» νησιού. Το συνολικό μήκος των παραλιών της ξεπερνά τα 100 χιλιόμετρα, με πολλές από αυτές να προσεγγίζονται μόνο δια θαλάσσης. Οι πολυάριθμοι κολπίσκοι, οι σπηλιές και οι ανοιχτές στο πέλαγος παραλίες αποτελούν πόλο έλξης για κολυμβητές, δύτες και ιστιοπλόους από όλον τον κόσμο. Μεταξύ των μόνιμων κατοίκων υπάρχουν και αρκετοί χειμερινοί κολυμβητές.

Τα τελευταία χρόνια ολοένα μεγαλύτερο τμήμα του νησιού γίνεται προσπελάσιμο, χάρη στο επεκτεινόμενο δίκτυο καλντεριμιών (πέτρινων περιπατητικών οδών) και μονοπατιών που φέρνουν τα δάση πιο κοντά στους κατοίκους και τους επισκέπτες. Πλέον, είναι δυνατή η πρόσβαση σε απομακρυσμένες περιοχές μοναδικής ομορφιάς, βουνά και κοιλάδες, οι οποίες ήταν μέχρι πρότινος προσβάσιμες μόνο με ζώα (παλαιότερα) ή με τετρακίνητα οχήματα (πιο πρόσφατα). Με μια σύντομη πεζοπορία, οι επισκέπτες μπορούν να βρεθούν σε λίγη ώρα σε μέρη άγριας ομορφιάς που κόβουν την ανάσα.


Γεωγραφία, οικισμοί και κάτοικοι


Το τοπίο της Σκοπέλου είναι ανάγλυφο, καθώς υπάρχουν αρκετά βουνά, μερικά από τα οποία με υψόμετρο άνω των 300 μέτρων, τα οποία σχηματίστηκαν πριν από 145 εκατομμύρια χρόνια. Η σύνθεσή τους είναι συνδυασμός ηφαιστειογενών πετρωμάτων, όπως ο γρανίτης και το μάρμαρο, και ιζηματογενών, όπως ο ασβεστόλιθος. Η μορφολογία του νησιού απέκτησε τη σημερινή της μορφή λόγω της διάβρωσης και της περιστασιακής σεισμικής δραστηριότητας, καθώς ανήκει σε μια τεκτονική ζώνη με ήπια δραστηριότητα. Χάρη στην έντονη βροχόπτωση τους χειμερινούς μήνες, η πανίδα του νησιού είναι πλούσια σε πεύκα, βελανιδιές, ελαιόδεντρα και καρποφόρα δέντρα.
Οι κάτοικοι των προϊστορικών χρόνων έχτιζαν σπίτια σε προστατευμένες παραλίες, όπως ο Πάνορμος και ο Στάφυλος. Σήμερα, όμως, ο βασικός οικισμός είναι η χώρα της Σκοπέλου, όπου μένουν περίπου 3.000 μόνιμοι κάτοικοι. Στην άλλη άκρη του οδικού δικτύου βρίσκεται η Γλώσσα, με πληθυσμό περίπου 1.000 κατοίκων. Μεταξύ των δύο βασικών οικισμών υπάρχουν πολλοί άλλοι μικρότεροι, οι οποίοι αποκτούν ζωή κυρίως τους θερινούς μήνες. Οι ρίζες πολλών οικογενειών στο νησί χάνονται στο βάθος των αιώνων, ενώ πολλοί κάτοικοι έχουν εντοπίσει την προέλευσή τους σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Τοπικά προϊόντα και η ζωή στο νησί


Παρά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο πέρασμα των δεκαετιών, σημείο αναφοράς για τη ζωή στο νησί είναι οι καλλιέργειες δαμάσκηνου, αμυγδάλων και ελαιόδεντρων. Η Σκόπελος είχε μεγάλη παράδοση στην παραγωγή κρασιού, αλλά μια επιδημία φυλλοξέρας που ξέσπασε τη δεκαετία του '40 είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς τα περισσότερα αμπέλια. Οι ψαράδες των τριών βασικών οικισμών, της Σκοπέλου, του Έλιους και του Λουτρακίου, καλύπτουν σχεδόν αποκλειστικά τις ανάγκες του νησιού σε ψάρια. Χάρη στην πανίδα του, το νησί έχει σπουδαία μελισσοκομική παράδοση, καθώς παράγει εξαιρετικής ποιότητας μέλι. Στην επανάσταση του 1821, η Σκόπελος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ως ναυπηγική δύναμη. Αν και η τέχνη της ναυπηγικής εγκαταλείφθηκε με τα χρόνια, εξακολουθεί να υπάρχει αξιόλογη παραγωγή υφαντών. Παρότι πολλοί νέοι φεύγουν από το νησί για να σπουδάσουν ή να εργαστούν, πολλοί είναι και αυτοί που επιλέγουν να μείνουν ή να επιστρέψουν.

Ιστορία και αρχιτεκτονική

Το νησί κατοικήθηκε ήδη από τη Νεολιθική Εποχή. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρύθηκε από τον Στάφυλο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης, ο οποίος της έδωσε το όνομα Πεπάρηθος. Το όνομα του Στάφυλου έχει πάρει ο σύγχρονος οικισμός που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη χώρα και η παραλία, όπου το 1936 ήρθαν στο φως αρχαιολογικά ευρήματα της Μινωικής Εποχής. Από τους πρώτους που αποίκησαν το νησί πιστεύεται ότι ήταν Κρήτες εξερευνητές, οι οποίοι εισήγαγαν στη Σκόπελο την αμπελουργία και άλλες καλλιέργειες.

Στην πάροδο των αιώνων, η Σκόπελος κατοικήθηκε από Μακεδόνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Ενετούς και Οθωμανούς, μέχρι τη διακήρυξη της Πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας το 1832. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του γερμανικού άξονα ενώ, το 1944 εντάχθηκε διοικητικά στον νομό Μαγνησίας του διαμερίσματος της Θεσσαλίας. Στη Σκόπελο διατηρούνται ζωντανά πλήθος εθίμων και παραδόσεων, ενώ η δομή της κοινωνίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μητριαρχική. Ο πληθυσμός της δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες συνολικά.
Χάρη στην αρχιτεκτονική της, με τα ψηλά και στενά πέτρινα σπίτια, τα ξύλινα μπαλκόνια και τις σκεπές από πλάκα Πηλίου, η χώρα της Σκοπέλου ανακηρύχθηκε το 1978 παραδοσιακός οικισμός. Στο νησί υπάρχουν περισσότερες από 300 βυζαντινές εκκλησίες.