Η   Ε λ λ η ν ι κ ή   Φ ω ν ή   σ ε   5 5   γ λ ώ σ σ ε ς
   G r e e k   V o i c e   i n   5 5   l a n g u a g e s



Πάμε Σινεμά ; Οι ταινίες της εβδομάδας
 
ελληνική φωνή - κεντρική σελίδα  
επικοινωνία εκτύπωση
 
Εκδότης-Διευθυντής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΤΥΧΙΔΗΣ
Διευθύντρια Σύνταξης: ΤΟΝΙΑ ΜΑΝΙΑΤΕΑ
Ηλεκτρονική Ενημέρωση για την Ελλάδα και τον Κόσμο - News - Nachrichten
Θέατρο - Σινεμά    (click)   Μουσική    (click)  Αθλητισμός    (click)  Οικονομικά Θέματα    (click)
     




Στα πανέρμορφα δίδυμα κεφαλοχώρια Συρράκο και Καλλαρύτες

Περιήγηση στις «αετοφωλιές» της Πίνδου



Ιωάννινα - (Ανταπόκριση Μ.Τζώρα)

Ένα θαύμα που δημιούργησαν σε αγαστή -από τις ελάχιστες φορές- συνεργασία φύση και άνθρωποι, αποκαλύπτει ο απότομος βράχος του ¶η-Γιώργη, στον στενό και ανηφορικό δρόμο από τα Γιάννενα για τις νότιες κορυφές της Πίνδου. Είναι τα δίδυμα κεφαλοχώρια, το Συρράκκο και οι Καλλαρύτες, κτισμένα σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στις πλαγιές του όρους Περιστέρι. Στον γκρεμό, στα δεξιά του δρόμου, η Ιερά Μονή Κηπίνας «κολημμένη» -θαρρείς- στη βραχώδη ορθοπλαγιά, είναι ένα απρόσμενο ξάφνιασμα, καθώς από μακριά μοιάζει με περιστεριώνα.

Η ιστορική Ιερά Μονή Κηπίνας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι από τα πιο γραφικά μοναστήρια της Ελλάδας. Κτίστηκε από μοναχούς το 1212 στην εσοχή απόκρημνου βράχου. Η ξύλινη κινητή γέφυρα που βρίσκεται στην είσοδο του Μοναστηριού, παραπέμπει στην εποχή της Τουρκοκρατίας, καθώς για λόγους ασφαλείας, με τη βοήθεια μηχανισμού και μιας αλυσίδας, μαζευόταν και έκανε απροσπέλαστο τον ιερό τόπο. Το καθολικό της μονής είναι μια μικρή μονόκλιτη βασιλική, με την οροφή πάνω στους βράχους. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κοσμούσαν εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και αγίων, όμως το 1997 το Μοναστήρι έγινε στόχος ιερόσυλων, λεηλατήθηκε και έως σήμερα οι θησαυροί του, οι εικόνες, τα αρχεία, δεν έχουν βρεθεί. Μέσα στα βράχια, υπάρχουν δύο κελιά και το αρχονταρίκι, ενώ από τον χώρο πριν τον ναό, μία ξύλινη πόρτα οδηγεί σε μικρό σπήλαιο, το οποίο εξερευνήθηκε το 1956, αλλά δεν είναι προσιτό στον επισκέπτη. Κατά την παράδοση, η Μονή Κηπίνας έπαιξε σημαντικό ρόλο, ως κρυφό σχολείο επί Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιήθηκε ως φρούριο λόγω της δυσπρόσιτης θέσης της, ενώ στην απελευθέρωση της Ηπείρου (1912-13), λέγεται πως την νύχτα μεταφέρονταν εκεί κρυφά τα όπλα από το «Ελληνικό» και στοιβάζονταν σε κρύπτες. Σήμερα, μία κρύπτη είναι ορατή.

Τα δύο κεφαλοχώρια κρατιούνται πάνω σε βράχους. Τα χωρίζει το φαράγγι του Χρούσια και αντικρίζουν τα Τζουμέρκα. Τα σπίτια τους στριμώχνονται το ένα πλάι στο άλλο και μοιάζουν να ισορροπούν επικίνδυνα, πάνω στις ιλιγγιώδεις πλαγιές.

Πετρόχτιστα παραδοσιακά γεφύρια, καλοφτιαγμένα λιθόστρωτα καλντερίμια, εντυπωσιακά διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, τόξα και καμάρες, όμορφες εκκλησιές, πέτρινες βρύσες, αναπαλαιωμένοι ξενώνες, παραδοσιακές φιλόξενες ταβέρνες και λαογραφικά μουσεία δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα για τον επισκέπτη.

 

Συρράκο: Το χωριό των «ραφτάδων»

 

Τα ανθρώπινα χέρια ένωσαν τις ρεματιές της Γκρούνα Μάρε και της Βάλεα Μάρε, με δύο πέτρινα γεφύρια που οδηγούν στο χωριό. Οι τοξωτές καμάρες των γεφυριών, η πελεκητή πέτρα για το οδόστρωμα και τα πεζούλια δίνουν μία πρώτη γεύση για το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του οικισμού. Ανάμεσα στα δύο γεφύρια υπάρχει μία πηγή και δίπλα στο ένα από τα δύο οι Συρρακιώτες ξανάχτισαν τον νερόμυλο, που λειτουργούσε με τα νερά του Βάλεα Μάρε.

Στην είσοδο του χωριού βρίσκονται πινακίδες, που κατευθύνουν τον επισκέπτη.

«Όλοι έχουμε από μια γκλίτσα, έτσι μας έμαθαν, αυτό βρήκαμε. Είναι η παράδοση. Βλέπεις, όλα τα καλντερίμια, είτε ανηφορικά, είτε κατηφορικά, είναι λιθόκτιστα. Η γκλίτσα μάς βοηθά στο περπάτημα» λέει ο Συρρακιώτης Γιάννης Γκαρτζονίκας, εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο η γκλίτσα είναι τόσο δημοφιλής στο χωριό από νέους, γέρους και παιδιά.

Στα δύο «χαγιάτια», που κάποτε γινόταν μεγάλη αγορά, συναντάμε  τους ηλικιωμένους Συρρακιώτες να κουβεντιάζουν και να αναπολούν.

«Ο κόσμος πάντα ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Εδώ δεν ευδοκιμούσε κάτι άλλο» λέει ο κ. Γκαρτζονίκας. Όμως, όπως προσθέτει, η οικονομία του χωριού άνθισε επειδή οι Συρρακιώτες ήταν εφευρετικοί και εξελίχθηκαν σε σπουδαίους «ραφτάδες», που τον 18ο και τον 19ο αιώνα κατέκτησαν τις αγορές της Μεσογείου.

«Είχαν πρόβατα και γίδια, όμως παράλληλα ασχολήθηκαν με τον εμπόριο. Επεξεργάστηκαν τα μαλλιά των προβάτων, πήγαν στη Μάλτα, την Ιταλίαμ την Ευρώπη γενικότερα. ¶ρχισαν να φτιάχνουν υφάσματα, σακάκια, παντελόνια και κάπες για τον στρατό και τους ναυτικούς. Λέγεται πως Συρρακιώτες έφτιαξαν 25.000 κάπες για τον στρατό του Ναπολέοντα.

Έως το 1821, οπότε το Συρράκο επαναστάτησε με προτροπή του Ι. Κωλέτη, το χωριό αριθμούσε 4.000 κατοίκους. Ο Χουρσίτ Πασάς το έκαψε. Όπως γράφει ο Κ. Κρυστάλλης, 70 χρόνια αργότερα «οι Συρρακιώτες σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους». Το 1823 άρχισαν να επιστρέφουν και τα πρώτα αρχοντικά ξανακτίσθηκαν το 1845. Η μεγάλη ανοικοδόμηση έγινε το 1870, όταν άρχισαν και πάλι να ταξιδεύουν, αυτή την φορά στην Οδησσό και το Παλέρμο.

Οι περισσότεροι, στην μεταξύ τους κουβέντα χρησιμοποιούν τη ντοπιολαλιά τους, τα βλάχικα. Πρόκειται για λατινογενές τοπικό ιδίωμα, κατάλοιπο της ρωμαϊκής κατάκτησης, το οποίο χρησιμοποιούσαν και άλλοι πληθυσμοί στα Βαλκάνια. Γι αυτό τα τοπωνύμια φέρουν ανάλογα ονόματα.

Αριστερά, το ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί στα Μουσεία και το Ηρώο. Το καλοστρωμένο καλντερίμι οδηγεί μέσα στον οικισμό «Γκούρα», την κεντρική αγορά του χωριού. «Γκούρα», στα βλάχικα σημαίνει στόμα. Στην πλατεία, βρίσκεται η μεγαλόπρεπη εκκλησία του πολιούχου των Συρρακιωτών, του Αγίου Νικολάου, με το επιβλητικό καμπαναριό. Δύο θεόρατα πλατάνια και μπόλικα καταστήματα προϊδεάζουν τον ταξιδιώτη ότι πρόκειται για κεφαλοχώρι.

Το Συρράκο είναι γενέτειρα μεγάλων προσωπικοτήτων, του πρώτου κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ιωάννη Κωλέτη, του ποιητή και αγωνιστή, Γεωργίου Ζαλοκώστα, καθώς και «του τραγουδιστή του χωριού και της στάνης» και ποιητή-πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη.

Το Συράκο διατηρεί την ομορφιά και την γοητεία του όλες τις εποχές του χρόνου.

 

Καλλαρύτες: Το χωριό των αργυροχρυσοχόων

 

Στην πλαγιά, αντικριστά από το Συρράκο, απλώνονται οι Καλλαρύτες. Είναι παραδοσιακό χωριό με φαρδιά καλόστρωτα καλντερίμια, θαυμαστά αρχοντικά, πολλά νερά, υπέροχη κεντρική πλατεία με πολλά ξεχωριστά μαγαζιά και κυρίως, τον περίτεχνο και μεγαλόπρεπο ναό του Αγίου Νικολάου.

Σε κάθε σπίτι υπάρχουν εντοιχισμένες πλάκες με χαραγμένα ή ανάγλυφα γράμματα και αριθμούς, που μαρτυρούν την ημερομηνία και το έτος, που κτίστηκε το καθένα. Σε πολλές περιπτώσεις αναγράφεται και το όνομα του ιδιοκτήτη του σπιτιού. Οι αυλόπορτες είναι έργα τέχνης.

Όλα τα σπίτια χαρακτηρίζονται από κομψότητα και αρχτεκτονική προσαρμογή στις κλιματολογικές συνθήκες. Η εξωτερική όψη είναι λιτή με λαξευτή τοιχοποιία. Η επίσκεψη στο λαογραφικό Μουσείο, το οποίο βρίσκεται στην κεντρική πλατεία, είναι γνωριμία με την ζωή των Καλλαρυτινών, τους περασμένους αιώνες, την ανθηρή οικονομία του τόπου, τα αριστουργήματα της καλλαρύτικης τέχνης, την καθημερινότητα των ντόπιων.

Πρόκειται για ένα από τα χωριά της Ηπείρου που ήκμασε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, λόγω της ενασχόλησης των ανθρώπων με την αργυροχρυσοχοΐα και το εμπόριο.

Η ιστορία του οίκου BVLGARI ξεκίνησε από τους Καλλαρύτες. Το 1821, η οικογένεια Βούλγαρη εγκαταλείπει το χωριό, λόγω της καταστροφής του από τους Τούρκους και εγκαθίσταται στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Ένα από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας, ο Σωτήρης Βούλγαρης, επηρεασμένος από τον παππού και τον πατέρα του, που ζούσαν από την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας, αποφασίζει να αφήσει πίσω του την Ήπειρο, για να αναζητήσει την τύχη του στην Ιταλία.

Στη Ρώμη, και συγκεκριμένα στην οδό Via dei Condotti, το έτος 1884, ο Σωτήρης Βούλγαρης στα 24 του χρόνια, ανοίγει το πρώτο κατάστημα BVLGARI με τη βοήθεια συνεταίρου. «Παντρεύοντας» τις δικές του καταβολές αργυροχρυσοχοΐας με τα ιταλικά δεδομένα γίνεται γρήγορα δημοφιλής στους κοσμικούς κύκλους.

Το 1905 και η έδρα της επιχείρησής του μεταφέρεται στην Via dei Condotti, όπου δεσπόζει μέχρι σήμερα το ιστορικό κατάστημα. Ακολουθούν υποκαταστήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

Τα «δίδυμα» κεφαλοχώρια, χωρίζει το μεγάλο φαράγγι του Χρούσια, εφάμιλλο με εκείνο του Βίκου. Η διαδρομή μέσα στη δύσβατη χαράδρα, διαρκεί μία ώρα και η εμπειρία είναι αλησμόνητη.

Κατεβαίνοντας στον Χρούσια, ο επισκέπτης συναντά νερόμυλους και μαντάνια, ενώ η διαδρομή προς τα κάτω απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί σε πολλά σημεία η ματιά «χάνεται» στη θέα της αβύσσου. Κατηφορίζοντας, μέσα από στενά μονοπάτια που κυριολεκτικά είναι χωμένα μέσα στην οργιώδη βλάστηση και κάτω από θεόρατους βράχους, το τοπίο γίνεται απρόσμενα άγριο και εντυπωσιακό. Μια παλιά σιδερένια γέφυρα οδηγεί στο ποτάμι, τον Καλλαρύτικο. Όταν το μονοπάτι φτάνει στο τέρμα του, μία πέτρινη σκάλα, σηματοδοτεί τη διαδρομή. Σκαμμένη κυριολεκτικά πάνω στο βράχο με αμέτρητα σκαλοπάτια, οδηγεί στα πρώτα σπίτια του χωριού.

Η περιήγηση στην περιοχή ανοίγει την όρεξη για φαγητό. Η πρόταση των ντόπιων είναι τσίπουρο με ζυγούρι στην γάστρα, ή προβατίνα στα κάρβουνα.



 

ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα στα ίδια μένουν... ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία». Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων - εραστών και της εξουσίας... ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του 80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης, σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο τόπος και εκείνη η γενιά. ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές «μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της ...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους, για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως της όποιας εκλογικής αναμέτρησης... ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που ...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων» ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει... ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. ¶ραγε τι ζητούσα και γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους «τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...

Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας

Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>


 




Ειδήσεις για όλους | Θέματα | Τουριστικό Ρεπορτάζ | Ιατρικά Θέματα | Παρουσίαση Βιβλίων | Επικοινωνία