Η παραλία της Θεσσαλονίκης στα παιδικά μου χρόνια ήταν η νέα παραλία. Δεν πρέπει να ξόδεψαν και πολλά λεφτά για να τη φτιάξουν. Στρωμένη με τσιμεντόπλακες, φωτιστικά παρόμοια με αυτά των μεγάλων δρόμων, ξύλινα κατακόκκινα παγκάκια φωλιασμένα σε πικροδάφνες και για διακόσμηση σπαρμένες τεράστιες τετράπλευρες γλάστρες από αμίαντο με καχεκτικά σαρκόφυλλα λουλούδια, που σύντομα άρχισαν να σπάνε κι έπειτα από κάποιο καιρό αποσύρθηκαν. Εδώ και κει ξεχώριζαν οι φιγούρες των ψαράδων σε σκαμνάκι εκστρατείας, πάνω στο φαγωμένο από το κύμα τσιμέντο της προκυμαίας.
Φτωχή και λιτή η παραλία της Θεσσαλονίκης ήταν ο πνεύμονας και η ανοιχτωσιά της. Δημόσιος χώρος αληθινός, όπου παρήλαυναν τις Κυριακές χιλιάδες κόσμου, πάνω κάτω. Οικογένειες με τα καλά τους, μανάδες με τα μωρά, η νεολαία με τις παρέες τους, οι ηλικιωμένοι με τις δικές τους. Είχε μια θλίψη η παραλία τις Κυριακές. Σαν να ήταν το πλήθος αυτό, η πάνδημη αυτή έξοδος στη θέα του Θερμαϊκού, το όριο της ζωής. Από κει και πέρα δεν είχες να περιμένεις τίποτα. Δευτέρα ξανά, το καράβι που δεν φτάνει, η θάλασσα που δεν ανοίγεται.
Την παραλία της Θεσσαλονίκης τη δόξασε ο λυρικός Τάκης Κανελλόπουλος, τη στυλιζάρισε ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και της φύλαξε μια θέση στο ποιητικό του λεξιλόγιο. Το μαγικό μας τοπίο, με τα χίλια ρόδινα και τα ατελείωτα μπλε, με τη γκριζάδα κολλημένη για μέρες, με τον Όλυμπο να εμφανίζεται μετά τους ανέμους. Όλα αυτά μας τα έδινε απλόχερα η παραλία, σα δημοκρατικό δικαίωμα.
Δεν ξέρω αν είναι από τύχη που δεν έσπασε το μέτωπο της παραλίας με άλλες χρήσεις, αν δεν έγινε ασκημότοπος με παλιοσίδερα και τσιμέντα, όπως σε τόσες άλλες παραλιακές πόλεις της χώρας μας. Δεν ξέρω αν ήταν η μέσα ασκήμια που εμπόδισε να ασκημύνει και η πρόσοψη, ή η έντονη χρήση που απέτρεπε άλλα σχέδια. Και που να πάει ο κόσμος να ξεσκάσει; Λεωφόρο των Ηλισίων δεν έχουμε, εθνικό κήπο ούτε, άσε πια το πλάτος των δρόμων και η άνεση των πεζοδρομίων. Μια παραλία έμεινε να βλέπεις ορίζοντα και ουρανό.
Κατέβηκα και γω στην παραλία οικογενειακώς την Κυριακή των εγκαινίων, παρά το ψοφόκρυο και το ψιλόβροχο. Θεσσαλονίκη μια φορά! Όμως τη γνωριμία εκ του σύνεγγυς την έκανα τις προάλλες με την απεργία των λεωφορείων, που την περπάτησα όλη. Την περπάτησα και τη χάρηκα σαν καινούριο στολίδι.
Μπορεί να βρει κανείς να πει για την αντοχή των υλικών, για τον ξύλινο διάδρομο που τρίζει από τώρα, για το οδόστρωμα που μαδάει, για τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες που δεν πρόκειται να δουν άσπρη μέρα και για τον παλιοχαρακτήρα μας, που παραμονεύει να εκδηλωθεί, να καταστρέψει.
Όμως αισθάνομαι την ανάγκη να βγάλω το καπέλο στους δημιουργούς, που γέμισαν τη βόλτα μας ιδέες και μέσα στην κρίση και τη μιζέρια μας δίνουν ένα χώρο πολυτελή, καλοσχεδιασμένο και πολύ πάνω από τις προδιαγραφές της καθημερινότητάς μας.
Κυρίως, ένα δώρο την κατάλληλη στιγμή! Τώρα που έχουμε ανάγκη το δημόσιο χώρο, τώρα αυτός μας προσφέρεται και αξίζει τον κόπο. Συγχαρητήρια για τα πλατάνια και τα έφηβα πευκάκια που βιάζονται να ανδρωθούν για να πετάξουν τους νάρθηκες, συγχαρητήρια για τους βασιλικούς πάγκους που σου προτείνουν χίλιες εκδοχές ανάπαυσης: ξαπλωτά, καθιστά με τις αποσκευές σου, με όλη την παρέα σου, με όλη σου την τάξη, καθιστά για ένα γεύμα σε χαρτοσακούλα ή ταπεράκι, γεύμα γάμου, αρραβώνα ή αποφοίτησης. Αποκούμπι, μόλις φτιάξει ο καιρός, για τους άστεγους και τους μαλωμένους με το σπίτι τους.
Νομίζω κι ο κυρ-Αλέξανδρος πολύ θα έκανε κέφι να κατέβει από το βάθρο μια φορά να πάρει έναν υπνάκο.
Η νέα μας παραλία δίνει άλλη διάσταση στη μπατιροβόλτα με τα ποτά αγορασμένα από το περίπτερο, στο αυτοσχέδιο ρεσιτάλ μουσικής, στο τρέξιμο και το περπάτημα για ιατρικούς λόγους, στη βόλτα για τις κούνιες με τα παιδιά, στην πόζα με θέα το Θερμαϊκό. Και το βράδυ, ανάβει ένα νέο περιδέραιο από λευκά φώτα στο λαιμό της πόλης, με τα μικρά κόκκινα στην κορυφή του φανοστάτη σάμπως για να μην κινδυνεύουν τα πουλιά στις χαμηλές πτήσεις.
Πολλοί θα τη χαρούν, πολλοί θα ξεχάσουν τις λύπες τους στη νέα παραλία. Κι αυτό δεν είναι λίγο πράγμα.