Ένα τοπίο όπου κυριαρχεί το μαύρο… Μουτζουρωμένα πρόσωπα που μόνο τα βλέμματα ξεχωρίζουν, στάχτη, σκόνη και σύννεφα πυκνού καπνού από την καύση του λιγνίτη καλύπτουν τον ουρανό… Δυνατός θόρυβος από τη λειτουργία των τεράστιων μηχανημάτων. Μια εκκλησία στέκεται ακόμα όρθια εκεί όπου πριν λίγα χρόνια υπήρχε ζωή, οικισμοί απομακρύνονται για να επεκταθεί το ορυχείο… Μια μαύρη πληγή που «χαρίζει» στην Ελλάδα ενεργειακή αυτονομία. Στη λεκάνη που εκτείνεται από τη Φλώρινα μέχρι την Πτολεμαΐδα είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο λιγνιτικό κοίτασμα που διαθέτει η Ελλάδα. Τα ορυχεία που λειτουργούν στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ), είναι τα Ορυχεία Φλώρινας (Κλειδί), Αμυνταίου, Κυρίου Πεδίου (Μαυροπηγή), Καρδιάς (Ορυχείο Δημητρίου Υψηλάντη) και Νοτίου Πεδίου.
Το λιγνιτικό κέντρο της δυτικής Μακεδονίας είναι το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Κατέχει τη 2η θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την 6η θέση παγκοσμίως.
Χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται καθημερινά, κάτω από αντίξοες συνθήκες και εξασφαλίζουν το 52,1% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει η Ελλάδα. Για το «πολύτιμο» μεροκάματο, για το πολύτιμο αγαθό της ενέργειας θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους και αρκετές φορές την ζωή τους.
«Το πρώτο λάθος είναι και το τελευταίο για εμάς»
«Σε όλο τον άξονα το τακτικό και το έκτακτο προσωπικό και όσοι εργάζονται στους εργολάβους, αγγίζουν τους 10 χιλιάδες», λέει ο Γιώργος Αδαμίδης, πρόεδρος του σωματείου Σπάρτακος.
Οι συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολες. «Είμαστε εκτεθειμένοι όχι μόνο στις συνέπειες της εξόρυξης και της καύσης του λιγνίτη, αλλά και στις καιρικές συνθήκες. Το καλοκαίρι επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες με την ατμόσφαιρα να γίνεται αποπνικτική λόγω της σκόνης, ενώ το χειμώνα είναι πολύ χαμηλές οι θερμοκρασίες, με τη σκόνη πάλι να δημιουργεί προβλήματα λόγω των ισχυρών ανέμων. Πρόπερσι το θερμόμετρο είχε πέσει στους -27 βαθμούς Κελσίου».
Τα στοιχεία για την υγεία των εργαζομένων, αν και δεν έχει γίνει επιδημιολογική μελέτη στην περιοχή, είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με τον κ. Αδαμίδη «το προσδόκιμο ζωής για όσους εργάζονται στο ενεργειακό κέντρο του λιγνίτη είναι τα 67 χρόνια, όταν ο μέσος όρος στην υπόλοιπη χώρα είναι 15 χρόνια περισσότερα. Τα καρδιακά, τα εγκεφαλικά και οι καρκίνοι είναι συνηθισμένα προβλήματα υγείας για τους εργαζόμενους, ενώ τα αναπνευστικά προβλήματα, οι ρινίτιδες, είναι ζητήματα που αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι…».
Στο λιγνιτικό κέντρο δυτικής Μακεδονίας είναι εγκατεστημένες 18 μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνολικής ισχύος 4.388 MW, οι οποίες παράγουν το 52,1% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας και πάνω από το 55% της συνολικά παραγόμενης από το διασυνδεδεμένο σύστημα.
Για την εξόρυξη του λιγνίτη στο ΛΚΔΜ χρησιμοποιούνται 42 ηλεκτροκίνητοι καδοφόροι εκσκαφείς διαφόρων τύπων και μεγεθών, 16 ηλεκτροκίνητοι αποθέτες διαφόρων τύπων και μεγεθών, 220 χιλιόμετρα ταινιοδρόμων πλάτους 1.000mm έως 2.400mm, 1000 diesel μηχανήματα.
Η εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος περιλαμβάνει τρεις φάσεις: Την εκσκαφή που πραγματοποιείται με τεράστιους ηλεκτροκίνητους εκσκαφείς, τη μεταφορά που γίνεται με ταινιόδρομους, την απόθεση όπου χρησιμοποιούνται μεγάλοι ηλεκτρονίκητοι αποθέτες. Τα άγονα υλικά μεταφέρονται στις αποθέσεις, ενώ ο λιγνίτης μεταφέρεται στους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς όπου με την καύση του, μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία, παράγεται το ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο κ. Αδαμίδης κάνει λόγο για ελλείψεις σε τακτικό προσωπικό και ειδικευμένους εργαζόμενους. «Οι ελλείψεις αυτές αυξάνουν την επικινδυνότητα σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας. Συμβάλλουν στην αύξηση των ατυχημάτων. Υπάρχουν μηχανήματα που δουλεύουν με λιγότερα άτομα απ' όσα χρειάζονται. Υπάρχει ανάγκη για πρόσληψη τακτικού ειδικευμένου προσωπικού. Στη δουλειά μας απαιτείται υψηλή εξειδίκευση. Δεν μπορεί να υπάρχουν εργολάβοι που έχουν εργαζόμενους σε τριτοκοσμικές συνθήκες και απλήρωτους. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στην εκτέλεση των καθηκόντων. Το πρώτο λάθος είναι και το τελευταίο για εμάς. Ταυτόχρονα υπάρχει απώλεια εσόδων και για την εταιρεία, καθώς υπάρχει εξοπλισμός που δεν είναι σε λειτουργία».
Σύμφωνα με τον κ. Αδαμίδη, τα τελευταία 40 χρόνια μόνο για τη δυτική Μακεδονία, έχουν συμβεί 43 θανατηφόρα ατυχήματα, ενώ ο δείκτης συχνότητας των σοβαρών ατυχημάτων είναι 60 το χρόνο.
Αναφορικά με τις συνέπειες που έχει η λειτουργία του λιγνιτικού κέντρου στο περιβάλλον και τη συζήτηση που γίνεται γύρω από το θέμα της χρήσης του λιγνίτη, ο κ. Αδαμίδης απαντά: «εμείς είμαστε οι πρώτοι που αναδείξαμε τα περιβαλλοντικά ζητήματα γιατί ζητάμε καλύτερες συνθήκες εργασίας. Διεκδικούμε ένα καλύτερο βιομηχανικό περιβάλλον και λέμε ότι περιβάλλον και ανάπτυξη πάνε μαζί».
«Ο λιγνίτης είναι εγχώριο καύσιμο και καθιστά τη χώρα ενεργειακά ανεξάρτητη»
«Αν η Ελλάδα συνεχίζει να υπάρχει ως χώρα είναι γιατί έχει τη λιγνιτική κιλοβατώρα, είναι χάρη στον εγχώριο λιγνίτη, αλλιώς θα είχαμε σβήσει» υποστηρίζει ο Γιάννης Καραμπακάκης, αναπληρωτής διευθυντής διεύθυνσης εκμετάλλευσης των ορυχείων, σημειώνοντας «εδώ είναι η ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας».
«Ο λιγνίτης είναι εγχώριο καύσιμο και καθιστά τη χώρα ενεργειακά ανεξάρτητη. Δίνει τη φθηνότερη τιμή κόστους κιλοβατώρας», τονίζει και κάνει λόγο για πόλεμο συμφερόντων καθώς «όσο υπάρχει η λιγντική κιλοβατώρα αποκλείονται άλλες πηγές ενέργειας». Δεν αμφισβητεί πάντως την επιβάρυνση που υπάρχει για το περιβάλλον από την καύση του λιγνίτη. «O λιγνίτης με την καύση του παράγει διοξείδιο του άνθρακα». Όμως, «γίνονται συνέχεια έλεγχοι και τηρούνται τα όρια. Σε όλες τις μονάδες, από τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα, η οποία επιβλήθηκε από την ΕΕ, η ΔΕΗ προχώρησε σε εγκαταστάσεις φίλτρων που κάνουν τη μέγιστη κατακράτηση των αερίων ή στερεών ρύπων. Παράλληλα, σταδιακά η ΔΕΗ αποσύρει τις παλιές μονάδες και προχωράει στην κατασκευή νέων μονάδων, όπως η Πτολεμαΐδα 5».
«Τα εθνικά μας καύσιμα είναι ο ήλιος και ο αέρας»
Σε πλήρη αντίθεση η Greenpeace, που προκειμένου να ρίξει φως στις επιπτώσεις των ανθρακικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στη δημόσια υγεία, ανέθεσε στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης την εκπόνηση ειδικής μελέτης. Σύμφωνα με το κομμάτι της μελέτης που αφορά την Ελλάδα, «η λειτουργία των επτά μεγάλων λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ προκαλεί την απώλεια 12.000 χρόνων ζωής, δηλαδή τον πρόωρο θάνατο 1.200 ανθρώπων ετησίως. Τα αποτελέσματα αυτά συνάδουν με τα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος που εκτιμούν ετήσιο κόστος στην εθνική μας οικονομία από την επιβάρυνση στη δημόσια υγεία και την καταστροφή του περιβάλλοντος έως και 3,9 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό αντιστοιχεί σε 1.000 ευρώ ανά νοικοκυριό».
Όπως αναφέρει ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικών αλλαγών στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, σύμφωνα με την έκθεση «εφόσον κατασκευαστεί η Πτολεμαΐδα 5, θα ευθύνεται για τον πρόωρο θάνατο περισσότερων των 100 ανθρώπων κάθε χρόνο».
«Εθνικά καύσιμα είναι ο ήλιος και αέρας. Ο λιγνίτης στοιχίζει σε ζωή και σε δισεκατομμύρια ευρώ στην οικονομία. Είναι μια ξεπερασμένη μέθοδος, επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία και εξαιρετικά ζημιογόνα για την οικονομική ανάπτυξη. Είναι καιρός να καταρρεύσει ο μύθος του φτηνού λιγνίτη. Τον πληρώνουμε όλοι. Όσο πιο γρήγορα αφήσουμε το λιγνίτη και στραφούμε σε καθαρές λύσεις τόσο πιο γρήγορα θα προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία και ταυτόχρονα θα στραφούμε σε μια γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη» υποστηρίζει ο κ. Γρηγορίου.
Η λιγνιτική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη δυτική Μακεδονία και στη Μεγαλόπολη, κατατάσσει την Ελλάδα στη 2η θέση μεταξύ των λιγνιτοπαραγωγών χωρών της ΕΕ και την 5η θέση σε παγκόσμια κλίμακα.