Την προσωπική του ματιά πάνω σε ένα από τα πιο σπουδαία θεατρικά έργα του νεοελληνικού ρεπερτορίου, «Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαϊδη, καταθέτει δέκα χρόνια από τον θάνατο του σημαντικού δραματουργού, ο βραβευμένος ηθοποιός Δημήτρης Λάλος, στην πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα στο θέατρο.
Το κατά Δημήτρη Λάλο «Τάβλι» κάνει πρεμιέρα στις 12 Ιουνίου, στο θέατρο «Ακαδημία Πλάτωνος» στο Βοτανικό.
Oι ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους ρόλους είναι παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών, αφού πρόθεση του Δημήτρη Λάλου είναι να υπογραμμίσει ότι «το πιο δυνατό στοιχείο ενός λαού είναι η νοοτροπία του. Αυτή που δεν γνωρίζει τάξεις και χρώμα. Αυτή που ενσωματώνει, αφομοιώνει και εξισώνει τα πάντα. Αυτή που τελικά καλείται να οικειοποιηθεί όποιος επιθυμεί να επιβιώσει».
Έχοντας ζήσει ο ίδιος από τα οχτώ μέχρι τα δεκαοχτώ του χρόνια στη Γερμανία, ο σκηνοθέτης μιλώντας για το «Τάβλι» τονίζει: «Δεν είναι θέατρο για μετανάστες...Εδώ βγαίνουν στην επιφάνεια οι προβληματισμοί του Κεχαϊδη που είναι κοινοί για όλους μας».
Η υπόθεση στους περισσότερους είναι γνωστή. Φίλοι και κουνιάδοι, ο Κόλλιας και ο Φώντας, στην αυλή του σπιτιού τους, καλοκαίρι απόγευμα παίζουν τάβλι, συζητώντας ασταμάτητα για το μεγάλο κόλπο που θα τους κάνει «να πιάσουν την καλή» χωρίς να υπολογίζουν τι θα «πουλήσουν» για να το πετύχουν, ταυτιζόμενοι με το πιο βαθύ όνειρο του νεοέλληνα.
Πρωτοανεβασμένο μέσα στη χούντα, το 1972 στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν, με πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο, με λόγο καθημερινό κι έναν καίριο και αιχμηρό πολιτικό προβληματισμό, το «Τάβλι» δείχνει σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ.
Τους ρόλους του Φώντα και του Κόλλια υποδύονται ο Σαμουήλ Ακίνολα με ρίζες από τη Νιγηρία και την Κένυα και ο Στέφανος Μουαγκιέ, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βύρωνα και κατάγεται από την Ουγκάντα.
«Παίζαμε μαζί στη "Δυτική Αποβάθρα" του Μπερνάρ Μαρί Κολτές, -την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε συνεργασία με την Comédie de Reims, στη Γαλλία» λέει ο Δημήτρης Λάλος αναφερόμενος στην επιλογή του Σαμουήλ Ακίνολα.
«Ακούγοντας λοιπόν τον Σαμουήλ διαπίστωνα πόσο καλά χειρίζεται την ελληνική γλώσσα και συνειδητοποιούσα ότι πατρίδα είναι τελικά το μέρος που μεγάλωσες, τα πρώιμα παιδικά χρόνια. Παράλληλα έβλεπα ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα, δεν ξέρει να μιλάει νιγηριανά, δεν έχει ζήσει εκτός Ελλάδος, αντιμετωπίζει φοβερές δυσκολίες με τα χαρτιά του, τα δικαιώματα του δεν είναι αυτονόητα .... Σκέφτηκα ότι πρέπει να παίξει σ' ένα έργο Έλληνα συγγραφέα και τότε μου ήρθε η ιδέα . . . το Τάβλι του Κεχαϊδη κι όλο αυτό που διαπραγματεύεται: το "να πιάσεις την καλή"» λέει ο Δημήτρης Λάλος και παρατηρεί ότι «το έργο είναι πιο σημερινό από ποτέ, όλοι είναι έτοιμοι να πουλήσουν τα πάντα για να πετύχουν. Το θέμα είναι να βγάλεις φράγκα, να γίνεις μέγας. Και στο Τάβλι πώς θα γίνεις μέγας; Φέρνοντας μαύρους από την Αφρική. Και στα πρόσωπα αυτών των δύο παιδιών, στην παράσταση, αυτή η φράση κορυφώνεται και ξεφεύγει από το πλαίσιο του ρατσισμού. Ο άνθρωπος, ασχέτως χρώματος, είναι έτοιμος για τα πάντα. Το βλέπουμε να γίνεται καθημερινά, σήμερα. Καράβια φορτωμένα μ' άνθρώπους στις θάλασσες. Ποιοι είναι αυτοί που τους μεταφέρουν; Η ατάκα που για μένα είναι η πιο σημαντική στο έργο του Κεχαίδη είναι αυτή που λέει: «Θέλεις να εκμεταλλευτείς έναν άνθρωπο; Βοήθησε τον». Γιατί αυτό συμβαίνει μ'όλους τους μετανάστες. Τους εκμεταλλεύονται «βοηθώντας τους». Πρέπει να προσέχουμε ποιος είναι αυτός που μας βοηθάει και γιατί. Κι αυτό συμβαίνει σε ένα γενικότερο επίπεδο. Κι εμάς, σαν χώρα, για βοήθεια μας μιλάνε και δες πού φθάσαμε» αναφέρει ο Δημήτρης Λάλος.
Είναι η πρώτη φορά, λοιπόν, που ηθοποιοί παιδιά μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, που προέρχονται από άλλη ήπειρο, παίζουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργο ελληνικό.
«Κι αυτό που βγαίνει στις πρόβες, είναι ένα υλικό που δεν το περιμένεις, σαν να φτιάχνεις έναν πίνακα και σου βγαίνουν χρώματα που δεν τα' χεις ξαναδεί και ψάχνεις να βρεις πώς θα τα ονομάσεις».
Ο Δημήτρης Λάλος, ο οποίος έχει τιμηθεί το 2012 με το «βραβείο Χορν» για το ρόλο του Χοσεφίνο στο «Λα Τσούνγκα» του Μάριο Βάργκας Λιόσα, έχει συνδέσει το όνομα του με την επιτυχημένη πορεία του Θεάτρου Επί Κολωνώ, με πολύ ξεχωριστές ερμηνείες. Ο σκίνχεντ στο, τρομακτικά προφητικό, «Ροντβάιλερ», του Γκιγιέρμο Ερας, ο δάσκαλος Τάβιο στο σκοτεινό «Κίεβο» του Σέρχιο Μπλάνκο, ο φοβισμένος παράλογος Σαμουήλ στις «Αλεπούδες» της Ντον Κινγκ, κάποιες από αυτές. Παράλληλα, έχει διδάξει υποκριτική στο θέατρο Επι Κολωνώ, στο Bios και στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, σε πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ, ενώ φέτος παρέδωσε κύκλο μαθημάτων υποκριτικής με θέμα «Το Αμερικάνικο Θέατρο και ο Κινηματογράφος» στην «Ακαδημία Πλάτωνος».
Η εμπειρία αυτής της παράστασης και ο λόγος του Κεχαΐδη φαίνεται ότι κέντρισαν το ενδιαφέρον του για το ελληνικό έργο γενικότερα. Οπως ο ίδιος ομολογεί: «Εχω παίξει έργα Ρώσων συγγραφέων, Λατινοαμερικάνων, Ισπανών...Τώρα ανακάλυψα πόσο μου αρέσει να ακούω να μιλάνε για πράγματα οικεία. Παλαιό Φάληρο, Θησείο, Φιλοπάππου. Η γλώσσα, ξανά....Είναι μια άλλη αίσθηση, κάτι που έρχεται από παλιά και το νιώθεις οικείο, δικό σου. Πώς είναι σε ένα όνειρο; που λες εγώ εδώ έχω ξαναβρεθεί; Αυτή η αίσθηση. Νομίζω ότι θα ασχοληθώ με το ελληνικό έργο από εδώ και πέρα. Σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς, πρέπει να συνεχίσουμε την παράδοση, να μην αφήνουμε χάσματα. Κάπου πρέπει να υπάρχει ο νέος Κεχαΐδης, η νέα Λούλα Αναγνωστάκη. Πρέπει να τους δώσουμε χώρο. Να δώσουμε την προσοχή μας εκεί».