Διαρκώς αυξανόμενη είναι η ζήτηση βιολογικών προϊόντων από τους Έλληνες καταναλωτές σε μία προσπάθεια να τρέφονται όσο το δυνατόν πιο υγιεινά.
Παρότι η οικονομική κρίση επηρέασε την παραγωγή βιολογικών προϊόντων, που έτσι κι αλλιώς δεν αντιπροσωπεύει παρά το 1 με 2% της εγχώριας παραγωγής, η ζήτηση δεν ακολούθησε την ίδια πορεία, συγκρατώντας τις τιμές των βιολογικών προϊόντων παρά το υψηλό κόστος παραγωγής.
Οι βιολογικές αγορές της Αττικής οργανώνονται από τον Σύλλογο Βιοκαλλιεργητών Αγορών Αττικής. Ξεκίνησαν με δειλά βήματα και με ελάχιστους παραγωγούς το 1994. Σήμερα, αριθμούν περίπου 250 παραγωγούς που φέρνουν προϊόντα από όλη την Ελλάδα. Είναι οι μοναδικές λαϊκές στις οποίες οι πωλητές είναι και παραγωγοί, με αποτέλεσμα να υπάρχει απευθείας σχέση του καταναλωτή με τον παραγωγό, να μην ανεβαίνει το κόστος των προϊόντων από τους μεσάζοντες και να χτίζεται και μία σχέση εμπιστοσύνης.
«Έρχομαι κάθε εβδομάδα και αγοράζω συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία είναι πολύ ποιοτικά και αρωματικά και δεν έχουν μεγάλη διαφορά στην τιμή από ότι τα συμβατικά», λέει η Καίτη Π. μια Παρασκευή απόγευμα στη λαϊκή του Χολαργού, που γίνεται δίπλα στο δημαρχείο και φιλοξενεί περίπου 45 παραγωγούς.
«Αυτά που αγοράζω εδώ μου θυμίζουν αυτά που τρώγαμε όταν μεγάλωνα στο χωριό μου. Πληρώνω κάτι παραπάνω αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο», λέει ο Νίκος Β. που είναι επίσης συχνός επισκέπτης αυτής της λαϊκής.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Βιοκαλλιεργητών Αττικής, Μαΐστρος Καραμπάσης, που είναι τεχνολόγος γεωπόνος, εξηγεί ότι «οι άνθρωποι που προσπαθούν να παράγουν βιολογικά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο συνεχώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής και φεύγουν από το επάγγελμα. Τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει κορύφωση του φαινομένου και είναι μαζική η φυγή παραγωγών από το επάγγελμα».
Και προσθέτει ότι είναι «ακριβότερες οι πρώτες ύλες για να καλλιεργήσει ο παραγωγός, καθώς στοιχίζουν περισσότερο 30 με 40% από ότι τα συμβατικά μέσα. Και παράλληλα όταν καλλιεργούμε με βιολογικό τρόπο, τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούμε δεν είναι τόσο αποτελεσματικά όσο της συμβατικής καλλιέργειας και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα περισσότερες ασθένειες, μεγαλύτερο ρίσκο και απώλεια παραγωγής. Μερικές φορές μιλάμε και για μηδενική παραγωγή».
Παρά τις δυσκολίες που είναι πολλές ο κ. Καραμπάσης δηλώνει ότι δεν μετάνιωσε ποτέ που ξεκίνησε την παραγωγή βιολογικών προϊόντων. «Θεωρώ ότι είναι μεγάλο πλεονέκτημα να πηγαίνω στο χώρο εργασίας μου και να νιώθω υγιής και να ξέρω ότι αυτή την υγεία την μεταδίδω και στους ανθρώπους που προτιμούν τα προϊόντα που παράγουμε. Προσφέρουμε ένα προϊόν ποιοτικότερο, σεβόμαστε τον καταναλωτή και το περιβάλλον, φροντίζουμε να υπάρχει βιοποικιλότητα και προσπαθούμε να καλλιεργούμε ποικιλίες ντόπιες. Όλα αυτά όμως έχουν έναν αντίκτυπο στην τσέπη μας».
«Αγάπη με το κιλό»
Οι βιοκαλλιεργητές της Αττικής προσφέρουν, σε καθημερινή βάση στους δήμους που τους φιλοξενούν, σημαντικές ποσότητες βιολογικών προϊόντων σαν ανταπόδοση για τη φιλοξενία. Οι δήμοι με τη σειρά τους διαχειρίζονται τα προϊόντα αυτά, δίνοντας τα είτε για συσσίτια άπορων οικογενειών, είτε σε σχολεία, είτε σε κοινωνικά παντοπωλεία κτλ.
Επιπλέον, οι αγορές λειτουργούν με οικολογικούς όρους αφού στο τέλος κάθε αγοράς τα απορρίμματα συλλέγονται από τους ίδιους τους παραγωγούς είτε για κομπόστ, είτε για ανακύκλωση. Ακόμη ομάδα εθελοντών συλλέγει κάθε Σάββατο προϊόντα που προορίζονται για την σίτιση απόρων και αστέγων.
Οι έλεγχοι των προϊόντων και η προστασία του καταναλωτή
Η Πανελλήνια Ένωση Φορέων Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων, βάζει στο μικροσκόπιο την αξιοπιστία των βιολογικών ελληνικών προϊόντων.
Η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας σε όλο τον κόσμο, οδήγησε στην ανάγκη για τη θέσπιση κανόνων πιστοποίησης για την αναγνώριση των βιολογικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Στην Ελλάδα σήμερα λειτουργούν 15 φορείς πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων οι οποίοι πληρούν τις αυστηρές απαιτήσεις της ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας, έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ).
Ο Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός «Δήμητρα» είναι αρμόδιος ως αρχή ελέγχου για την εποπτεία των φορέων πιστοποίησης πραγματοποιώντας διοικητικούς και επιτόπιους ελέγχους σε ετήσια βάση. Επιπλέον, προσωπικό του ΕΛΓΟ διενεργεί ελέγχους της επισήμανσης και της ιχνηλασιμότητας σε βιολογικά προϊόντα σε επίπεδο αγοράς. Οι επιθεωρήσεις και οι δειγματοληψίες των προϊόντων διενεργούνται από ανεξάρτητους επιθεωρητές σύμφωνα με τεκμηριωμένες διαδικασίες.
«Γίνονται συχνοί έλεγχοι για να απομονώνονται οι κακοί επαγγελματίες και να προστατεύονται οι καταναλωτές», επισημαίνει ο κ. Καραμπάσης και προσθέτει ότι ο καταναλωτής θα πρέπει «να προσέχει ότι το προϊόν που θα προμηθεύεται σήμερα θα είναι το ίδιο και την επόμενη φορά, δε θα αλλάζει δηλαδή. Επίσης πρέπει να προσέχει το χρώμα, το άρωμα, την εμφάνιση γιατί όλα αυτά δίνουν σημάδια αν κάτι δεν πάει καλά».
Σε περίπτωση που διαπιστωθούν παρατυπίες ή παραβάσεις, ο παραγωγός - επιχειρηματίας δεσμεύεται για τα διορθωτικά μέτρα που θα λάβει προκειμένου να πληροί τις απαιτήσεις της πιστοποίησης.