|
| | | |
Γραμμοχώρια: Τα <<αφανισμένα>> χωριά ζωντανεύουν ξανά...
ΓΡΑΜΜΟΣ(Αποστολή ΦΑΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ)
<<Το 1948 δεν είχε τόπο να σταθείς πουθενά...>>. Με μία μόνο φράση
περιγράφει την πραγματικότητα του εμφυλίου, στην οροσειρά του Γράμμου,
ένας κάτοικος των πέντε χωριών, των αποκαλούμενων και Γραμμοχωρίων,
που βρέθηκαν στο επίκεντρο του αδελφοκτόνου πολέμου και
<<καταδικάστηκαν>> εξαιτίας του σε αφανισμό και λησμονιά για πάνω από
μισό αιώνα.
Το Γλυκονέρι, το Λιβαδοτόπι (Όμοτσκο), το Γιαννοχώρι (Γιαννοβένι),
το Μονόπυλο (Πλεκάτι) και η Σλίμνιτσα ή Τρίλοφος <<ευλογήθηκαν>> στο
παρελθόν από την πλούσια φύση και από τα καθάρια νερά του Αλιάκμονα,
αλλά <<στοίχειωσαν>> από τον πόλεμο και εγκαταλείφθηκαν οριστικά από
τους κατοίκους τους, που ξενιτεύτηκαν σε άλλα μέρη, σε όλο τον κόσμο.
Δεκαετίες μετά, στο χωματόδρομο που οδηγεί σε αυτά τα χωριά, όπου
μέχρι και πριν από δύο δεκαετίες κινούνταν μόνο στρατιωτικά αυτοκίνητα
επιστρέφουν σήμερα με ιδιωτικά οχήματα. Τα τελευταία χρόνια κάτι
αρχίζει και πάλι να κινείται στην περιοχή. Πρώην κάτοικοι και αρκετοί
ξένοι έρχονται για να ξαναχτίσουν σπίτια, να κάνουν εξοχικά και
ξενώνες, ενώ πολλοί άλλοι περιηγητές, κυνηγοί και φυσιολάτρες τα
χρησιμοποιούν ως <<ορμητήρια>> για πεζοπορίες και δραστηριότητες στο
Γράμμο. Ορισμένοι παραμένουν για αρκετούς μήνες το χρόνο και άλλοι
πηγαίνουν συχνά, έστω για τις εποχιακές διακοπές τους. Τα <<αφανισμένα>>
από τον εμφύλιο χωριά φαίνεται ότι αρχίζουν να αποκτούν και πάλι
ενδιαφέρον και χρόνο με το χρόνο ενισχύεται η προοπτική να
ξαναγεννηθούν από τις <<στάχτες>> τους, αφήνοντας πίσω τους τη θλιβερή
πλευρά της ιστορίας τους.
Τα πέντε χωριά είχαν αφεθεί για πολλούς λόγους σε <<λήθαργο>> όλα
αυτά τα χρόνια. Δεν υπήρχε, άλλωστε, ούτε ενδιαφέρον ούτε τρόπος
επικοινωνίας. Όλα είχαν σαρωθεί μετά τον πόλεμο και την αναγκαστική
προσφυγιά. Πουθενά αλλού δεν υπήρξε στη χώρα, κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου, τόσο μεγάλη καταστροφή όσο εκείνη που υπέστησαν τα
Γραμμοχώρια, τα οποία κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν από το χάρτη, λόγω
των σφοδρότατων συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και
της καίριας επιχειρησιακής τους θέσης για τα δύο στρατόπεδα. Μεγάλη
ήταν η προσφορά και η θυσία των χωριών και στον Β' ΠΠ και στον
Μακεδονικό Αγώνα. Τις περιόδους αυτές θυμίζουν οι επιτύμβιες στήλες
στις πλατείες του χωριών με τους πεσόντες κατοίκους.
Τα χωριουδάκια βομβαρδίστηκαν ανελέητα στον εμφύλιο, κατακάηκαν και
ισοπεδώθηκαν. Ο στρατός ήθελε να αποκόψει την πρόσβαση των ανταρτών
και τον ανεφοδιασμό τους, οι αντάρτες <<χτυπούσαν>> με ενέδρες τα
περίπολα και έπλητταν τα σημεία στρατωνισμού των αντιπάλων για να μην
αποκτήσουν προγεφυρώματα στις θέσεις τους. Οι κάτοικοι πήραν το δρόμο
της προσφυγιάς και του εκούσιου ή ακούσιου ξεριζωμού. Στο δρόμο που
οδηγούσε στα χωριά, με τη λήξη του εμφυλίου, τοποθετήθηκε μπάρα από το
στρατό και απαγορεύτηκε η πρόσβαση. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια,
στις αρχές της δεκαετίας του '90, για να μπορέσουν πρώην κάτοικοι και
απόγονοί τους να επιστρέψουν για να αντικρίσουν τα ερείπια της
καταστροφής: ελάχιστα δημόσια μισοερειπωμένα κτίρια και εκκλησάκια
-φαντάσματα, που απέμειναν να θυμίζουν ότι κάποτε τα χωριά έσφυζαν από
ζωή.
Ο Θόδωρος Καλέας, χωρίς καταγωγή από τα χωριά, αλλά γοητευμένος από
τη φύση της περιοχής και παντρεμένος με γυναίκα από το Λιβαδοτόπι
είναι ένας από αυτούς που πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να
ξαναζωντανέψει το παλιό χωριό. Βγαίνοντας στη σύνταξη, έχτισε το σπίτι
του στο οικογενειακό οικόπεδο και δραστηριοποιήθηκε μαζί με λιγοστούς
άλλους, πιο ηλικιωμένους κατοίκους, για να ιδρύσουν τον σημερινό
πολιτιστικό σύλλογο.
<<Ξεκινήσαμε το 1982 με πρωτοβουλία του κατοίκου Χρήστου Πετρίδη,
που ήταν και η 'ψυχή' της προσπάθειας και μετά το 1990, μόλις άρχισαν
να επιστρέφουν πολιτικοί πρόσφυγες από το πρώην ανατολικό μπλοκ, ο
σύλλογος ενδυναμώθηκε. Οι παλιννοστούντες έφτασαν εδώ και αντίκρισαν
μόνο το παλιό καμπαναριό. Τίποτα άλλο δεν είχε απομείνει από τα σπίτια
τους. Θυμόνταν τα πατρικά τους, τα ταραγμένα παιδικά χρόνια και
κυριεύονταν από συγκίνηση και νοσταλγία>> λέει ο κ. Καλέας.
Δύο γυναίκες, αδελφές, η Μάχη Παππά και η Ευγενία Δέσκου, που
κάθονται ήρεμα και αγναντεύουν το βουνό, από την αυλή του πολιτιστικού
συλλόγου, ήταν μόλις 8 και 10 χρονών, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. Το
1948, τα χωριά της περιοχής, ανάμεσα σε αυτά και το Λιβαδοτόπι,
δέχτηκαν το τελειωτικό χτύπημα. Ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις
και καταστροφές αποφασίστηκε από τον ΔΣΕ, η εκκένωσή τους. Τα παιδιά
και οι γυναίκες συνοδοί τους συγκεντρώθηκαν την άνοιξη του 1948 στην
πλατεία και πήραν το δρόμο για την Αλβανία. <<Παιδομάζωμα>> το έλεγε η
μία πλευρά, που ισχυριζόταν ότι οι αντάρτες φτιάχνουν <<γενίτσαρους>>
για την ανατροφοδότηση του στρατοπέδου τους με το νεαρό έμψυχο
δυναμικό των χωριών, <<παιδοσώσιμο>> η άλλη, που υποστήριζε ότι τα
παιδιά των ανταρτών του ΔΣΕ είτε θα πέθαιναν μέσα στις φλόγες του
πολέμου, είτε θα μεγάλωναν σε ξένα χέρια, χωρισμένα οριστικά από τις
οικογένειες τους, αν έπεφταν στα χέρια των κυβερνητικών.
<<Μάλλον, μας έσωσαν τη ζωή>> λένε, πάντως, οι δύο αδελφές και
συνεχίζουν: <<Πώς θα μπορούσαμε να μείνουμε ζωντανοί, με αυτά που
γίνονταν εδώ, εάν δε μας έστελναν στις λαϊκές δημοκρατίες; Το χωριό
είχε ερημώσει, τα σπίτια είχαν καεί, ο στρατός βομβάρδιζε, οι αντάρτες
αντιστέκονταν, δεν ήταν μέρος να μείνει άνθρωπος. Πού θα πηγαίναμε και
ποιος θα μας μεγάλωνε; Εκεί που πήγαμε, ξανασμίξαμε με τους δικούς μας
και μαζί και με τα ορφανά του πολέμου ανατραφήκαμε σωστά. Παρ' όλη τη
φτώχεια που υπήρχε μάς φρόντισαν, σπουδάσαμε, δουλέψαμε. Όταν γυρίσαμε
τη δεκαετία του '90 δε βρήκαμε τίποτε στο χωριό. Από την αρχή- και
μόνοι μας- τα κάναμε όλα>> θυμούνται.
Δεν ήταν, όμως, όλα τα παιδιά του εμφυλίου, το ίδιο <<τυχερά>>, όπως
οι δύο γυναίκες, που βρήκαν ήσυχο <<καταφύγιο>>, έστω και μέσα σε έναν
κόσμο βαθιά διαιρεμένο στα δύο. Στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης είχε
ξεκαθαριστεί, χωρίς εντάσεις, το ποια θα ήταν η θέση τους στις ζώνες
επιρροής του Ψυχρού Πολέμου και προσπαθούσαν να αναστήσουν τα ερείπια
και να κλείσουν τις <<πληγές>> του Β' ΠΠ, αλλά ο πραγματικός πόλεμος
μαινόταν ακόμη στην Ελλάδα. Κάποια από τα παιδιά που αναχώρησαν για
της πρώην ανατολικές χώρες είχαν την <<ατυχία>> να βρίσκονται σε
<<μάχιμη>> ηλικία, την εποχή που ο <<Δημοκρατικός Στρατός>>, πιεσμένος από
τους κυβερνητικούς, άρχισε να επαναπατρίζει για υποχρεωτική
στρατολογία νέους άνδρες, ακόμη και εφήβους, από τις πρώην <<λαϊκές
δημοκρατίες>> για να δώσει τις τελευταίες μάχες ενός προδιαγεγραμμένα
χαμένου -λόγω της συντριπτικής υπεροπλίας και της αεροπορικής υπεροχής
του στρατού εκείνη την περίοδο - πόλεμου, στο Βίτσι και στον Γράμμο.
<<Το 1949, αρκετά παλικαράκια γύρισαν πίσω και πήγαν στον πόλεμο.
Πολλά από αυτά στάθηκαν άτυχα, σκοτώθηκαν στις μάχες>> λένε οι δύο
γυναίκες.
Οι οικογένειες, διαλυμένες από τον εμφύλιο, σκόρπισαν εκείνη την
εποχή στην Τσεχία, στην Ουγγαρία και στη Ρουμανία, την πρώην ΕΣΣΔ και
σε άλλες χώρες. ’λλοι, νεαροί τότε κάτοικοι, έχασαν τη ζωή τους
πολεμώντας στα βουνά. Οι μικρότεροι σε ηλικία σώθηκαν και σήμερα
αποτελούν τον κύριο κορμό όσων επιστρέφουν στα Γραμμοχώρια, μεγάλοι
πια, για να τα <<αναστήσουν>> ξανά. Ο Γιώργος Κοράνης ήταν ένα από αυτά
τα παιδιά και θυμάται τη συγκέντρωση των γυναικοπαίδων στην πλατεία,
την άνοιξη του 1948, πριν πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς. Το χωριό
έγινε θέρετρο άγριας σύγκρουσης και κατακάηκε στις μάχες που
ακολούθησαν.
<<Φύγαμε από την πλατεία με τα πόδια και χωρίς σταματημό περάσαμε τα
σύνορα. Στην Αλβανία μας υποδέχτηκαν, μας περιποιήθηκαν, μας τάισαν
και μας έδωσαν ζεστά ρούχα και καταλύματα. Ήμασταν ταλαιπωρημένοι όταν
φύγαμε από το χωριό, πεινασμένοι, αλλά δε μπορούσαμε να σταματήσουμε
να περπατάμε πριν περάσουμε στην άλλη πλευρά. Κινδυνεύαμε. Για μας
ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου>> λέει ο κ. Κοράνης.
Φεύγοντας από το Λιβαδοτόπι, ο δρόμος συνεχίζει άλλα έξι χιλιόμετρα
μέχρι το δεύτερο χωριό στη σειρά, το Γιαννοχώρι. Πρώην κεφαλοχώρι,
σήμερα δεν έχει πάνω από δεκαπέντε σπίτια όλα κι όλα, αλλά διαθέτει
εκκλησία βυζαντινή της Παναγίας και μάλιστα μία από τις πιο σπάνιες,
αφού είναι η μόνη στα Βαλκάνια που διαθέτει και δεύτερο γυναικωνίτη.
Την εκκλησία τη σεβάστηκαν και ο στρατός και οι αντάρτες και δεν την
πείραξαν. Στους τοίχους του εγκαταλειμμένου γυναικωνίτη βλέπει κανείς
χαραγμένα τα ονόματα φαντάρων της δεκαετίας του '50, όταν η περιοχή
είχε κηρυχθεί απαγορευμένη ζώνη.
<<Γιαννοχώρια>> έλεγαν παλιά όλα τα Γραμμοχώρια, γιατί το χωριό μας
ήταν το μεγαλύτερο χωριό, ξεπερνούσε τους 1500 κατοίκους προπολεμικά
και είχε και 400 μαθητές>> λέει ο Νίκος Χαλκιάς, εικοσιπέντε χρόνια
πρόεδρος της σημερινής κοινότητας και νυν αντιπρόεδρος. <<Τώρα,
πρόεδρος είναι ένα παιδί από την Καστοριά>> λέει σαν να προσπαθεί να
μας πει, ότι δεν είναι μόνος του, είναι κι άλλοι που ενδιαφέρονται για
την <<ανάσταση>> του χωριού.
Ωστόσο, ο Νίκος Χαλκιάς είναι η <<ψυχή>> αυτής της προσπάθειας, την
οποία υποστηρίζει θερμά και η οικογένεια του. Η σύζυγος του, η
Βασιλική, τον συνοδεύει στο εξοχικό τους σήμερα, το πρώην πατρικό του
σπίτι που ξανάχτισε από την αρχή, όπως και ο 30χρονος γιος του
Σταύρος, που φέρνει πολύ συχνά για παιχνίδι και ανάπαυλα και τη δική
του οικογένεια. Ο Νίκος Χαλκιάς ήταν ο τελευταίος κάτοικος που
γεννήθηκε στο Γιαννοχώρι και γράφτηκε στο δημοτολόγιο και τρεις μήνες
μετά, τον Απρίλιο του 1947, ακολούθησε η εκκένωση του χωριού. Αλλά, οι
Γιαννοχωρίτες τυχαίνει να είναι πολλοί σε όλο τον κόσμο και συχνά
απευθύνεται στους πιο εύπορους από αυτούς, όταν χρειάζονται επισκευές
οι υποτυπώδεις υποδομές του χωριού.
<<Επικοινώνησα πριν από λίγους μήνες με έναν από τους πιο πλούσιους
Έλληνες στις ΗΠΑ που έλκει την καταγωγή του από το χωριό. Γεννήθηκε
εδώ, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Σήμερα, είναι πετυχημένος
επιχειρηματίας, αλλά το χωριό δεν το ξεχνάει. Μόλις του είπα ότι
πρέπει να φτιαχτεί η στέγη του καμπαναριού, την επόμενη μέρα κιόλας,
έστειλε 20.000 δολάρια. Δεν ήταν τα μόνα. Έχει στείλει κι άλλες φορές.
Πληρώσαμε τους τεχνίτες και το έφτιαξαν το καμπαναριό όπως ήταν πριν.
Κι άλλοι βοηθούν και μάλιστα ακόμη κι εκείνοι που δεν είναι από εδώ,
αλλά έτυχε να γνωρίσουν κόσμο από το χωριό και να το επισκεφτούν>> λέει
ο κ. Χαλκιάς.
Αυτή την εποχή, κάποιοι απόγονοι Γιαννοχωριτών που έκαναν περιουσία
έχουν έρθει και φτιάχνουν στα πατρικά τους οικόπεδα, καινούργια
πετρόκτιστα σπίτια. Αρκετοί έρχονται και με οχήματα 4x4 για ξενάγηση
και για κυνήγι. Ο χωματόδρομος που οδηγεί στα πέντε χωριά είναι βατός
το καλοκαίρι, αλλά συνήθως χιονισμένος και απροσπέλαστος χωρίς τζιπ,
τους χειμερινούς μήνες.
Η συνολική απόσταση από το Νεστόριο για τα τέσσερα χωριά που
βρίσκονται πάνω στον ίδιο δρόμο δεν είναι πάνω από είκοσι χιλιόμετρα,
αλλά από χωριό σε χωριό απαιτείται τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο με
μισάωρο διαδρομής. Από την άσφαλτο ως το Λιβαδοτόπι είναι έξι
χιλιόμετρα, άλλα έξι για το Γιαννοχώρι, τρία ακόμη για το Μονόπυλο και
άλλα τέσσερα για τη Σλίμνιτσα. Μόνο το Γλυκονέρι βρίσκεται σε άλλη
κατεύθυνση στο δρόμο προς το Πεύκο και απέχει τέσσερα χιλιόμετρα από
την άσφαλτο, αλλά και αυτό είναι δύσκολα προσβάσιμο.
Στο Γιαννοχώρι υπάρχει ένας ξενώνας για τους επισκέπτες. Στο σαλόνι
του υπάρχουν φωτογραφίες του χωριού από τον 19ο αι. με σκηνές από την
καθημερινότητα, την υλοτομία και την κτηνοτροφία, τους Βαλκανικούς
πολέμους, τον Α' και Β' ΠΠ και από τον εμφύλιο. Είναι επενδυμένος με
πέτρα και <<δένει>> απόλυτα με την αρχιτεκτονική του χωριού. Τα λιγοστά
σπιτάκια, η εκκλησία, ο ξενώνας δίνουν μια αίσθηση ελπίδας, ότι
υπάρχει ένα κέντρο, γύρω από το οποίο θα μπορούσε ξανά να αναπτυχθεί η
κοινότητα. Οι υποδομές όμως είναι περιορισμένες.
<<Στο Μονόπυλο δεν είχε απομείνει τίποτε και στη Σλίμνιτσα σώθηκε
ένα καμπαναριό, το σχολείο και τώρα τα σπίτια είναι λιγότερα από τα
δάχτυλα του ενός χεριού. Αυτή είναι η κατάσταση>> λέει ο κ. Χαλκιάς.
<<Όλα από το μηδέν τα ξεκινήσαμε, εδώ στο Γιαννοχώρι, λίγοι, που μας
συγκινεί το χωριό. Υπάρχουν οικόπεδα, ιδιοκτησίες και μπορεί ο κόσμος
να χτίσει. Το χειμώνα το τοπίο ειδικά όταν πέφτει χιόνι είναι
εκπληκτικό. Τα καλοκαίρια κάνουμε και μπάνιο στον Αλιάκμονα, οι πηγές
του ξεκινούν από εδώ πιο πάνω>> προσθέτει.
Πάντως, οι κάτοικοι έχουν παράπονο από την Πολιτεία, γιατί δεν
βρήκαν στήριξη στην προσπάθεια τους να ξαναστήσουν τα νοικοκυριά τους.
Με κριτική διάθεση επισημαίνουν ότι ο Γράμμος ασφαλτοστρώνεται σε άλλα
σημεία, όπου και σήμερα δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία, παρά μόνο
πυκνά δάση, ενώ στα δικά τους χωριά δεν γίνεται κανένα έργο υποδομής
για να τα βοηθήσει να ξαναπάρουν ζωή. Ό,τι γίνεται, γίνεται χάρη στην
ιδιωτική πρωτοβουλία και σε φιλότιμες προσπάθειες των απογόνων των
κατοίκων που αποζητούν την επανασύνδεση με τις ρίζες τους,
υπογραμμίζουν.
Βεβαίως, και ξένοι επισκέπτες τα τελευταία χρόνια δείχνουν όλο και
περισσότερο ενδιαφέρον για τα πέντε χωριά. Μία σειρά από δράσεις,
ιστορικού ενδιαφέροντος, τα επαναφέρουν στο επίκεντρο της προσοχής. Η
Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (1945-74) Κ.Δ. Μακεδονίας
διοργανώνει στο Νεστόριο κάθε χρόνο το συνέδριό της και, μάλιστα, το
τελευταίο είχε ως θέμα της τα Γραμμοχώρια. Ακόμη, σε μικρή απόσταση
λειτουργεί εδώ και λίγους μήνες το Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, μέσα στο
οποίο φιλοξενούνται δυο εκθέσεις, μεταξύ άλλων και από την ιστορία των
χωριών.
Η <<ελπίδα>> ότι τα χωριουδάκια θα αναγεννηθούν είναι πάντοτε ζωντανή
για τους λιγοστούς σήμερα κατοίκους. Με την πάροδο του χρόνου, όσοι
δίνουν αυτό τον αγώνα, έχουν λόγους να πιστεύουν ότι δε θα πάει
χαμένος. Το αποδεικνύουν, ο δεκάχρονος εγγονός της Μάχης, που παίζει
αμέριμνα με τη μπάλα του στην αυλή του πατρικού του σπιτιού, μέσα στη
γαλήνια φύση της φημισμένης για την ομορφιά της, οροσειράς και τα τρία
εγγονάκια του Ν. Χαλκιά που πίνουν το χυμό τους στο χαγιάτι του
παραδοσιακού τους σπιτιού, ατενίζοντας από ψηλά τον Αλιάκμονα.
|
|
|
|
ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!
|
Όλα τριγύρω
αλλάζουνε και όλα
στα ίδια μένουν...
ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία».
Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με
την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια
έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την
αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να
την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων
- εραστών και της εξουσίας...
ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του
80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και
πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης,
σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα
το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής
μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε
θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο
τόπος και εκείνη η γενιά.
ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές
«μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις
ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον
περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που
χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών
ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα
ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της
...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι
στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους,
για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως
της όποιας εκλογικής αναμέτρησης...
ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν
δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον
από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία
επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα
κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν
υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική
σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική
εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι
σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που
ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι
πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που
...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων»
ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον
δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν
παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για
δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει...
ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια
και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Άραγε τι ζητούσα και
γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που
είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την
δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του
Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής
τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι
περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους
«τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές
τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...
|
Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας
|
Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>
|
|
|
|
|