1. Η Ελλάδα, ως οικουμενικό μέγεθος και διαχρονικό ‘μήλο της έριδας’
Η Ελλάδα ως γεωπολιτικό μέγεθος παρουσίαζε πάντα μια ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις που διεκδικούσαν ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή[1], ρόλο που έπαιξε η ίδια για μια σχετικά μεγάλη χρονική περίοδο της αρχαιότητας. Κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες αυτής της γεωστρατηγικής σημασίας της Ελλάδας ήταν και παραμένουν:
1. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ Βορά-Νότου και Ανατολής-Δύσης και όποιος ελέγχει αυτό το σταυροδρόμι ελέγχει την ευρύτερη περιοχή και τον πλούτο που παράγεται και διακινείται σ’ αυτή την ευρεία περιοχή.
2. Διαθέτει τεράστιο ορυκτό πλούτο και πολύτιμα μεταλλεύματα γνωστά και αξιοποιήσιμα από την αρχαιότητα, στα οποία πρόσφατα προστέθηκαν πετρέλαια και φυσικό αέριο, ο έλεγχος των οποίων είναι ζωτικής σημασίας για τις δυνάμεις που διεκδικούν την παγκόσμια ηγεμονία, ιδιαίτερα σήμερα που τα γνωστά κοιτάσματα της κεντρικής Ευρασίας[2] εξαντλούνται επικίνδυνα.
3. Ως μια ξεχωριστά όμορφη περιοχή του πλανήτη με συνεχόμενη ιστορία πολλών χιλιάδων χρόνων και ως αδιαμφισβήτητη κοιτίδα των επιστημών, των τεχνών και του πολιτισμού του «πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος» και όχι της βαρβαρότητας του κέρδους, παρουσιάζει ενδιαφέρον και ο έλεγχός της προσδίδει κύρος στον εκάστοτε βάρβαρο ή ‘πολιτισμένο’ κατακτητή.
Η τρέχουσα παγκόσμια κρίση παρακμής του καπιταλισμού αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τη λεγόμενη ‘ελληνική κρίση’ και την πολιτική λιτότητας που επέβαλλαν στην Ελλάδα οι ευρωπαίοι δανειστές ‘εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη’ και οι βορειοαμερικάνοι ‘σύμμαχοι’ και αφεντικά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του ΝΑΤΟ.
Ας πάρουμε, όμως, πάλι τα πράγματα με τη σειρά και από την αρχή. Ο στόχος των ηγεμόνων και επίδοξων ηγεμόνων ή συνηγεμόνων ήταν και παραμένει σταθερός, ο έλεγχος της περιοχής και κατά κύριο λόγο ο έλεγχος της Ελλάδας-σταυροδρόμι και πρόσφατα επιπλέον της Ελλάδας-προνομιακό πετρελαιοοικόπεδο. Συνέπεια αυτής της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας ήταν πάντα και παραμένει μια διαρκής σύγκρουση μεταξύ των επίδοξων ηγεμόνων, η οποία παίρνει τη μορφή ενός διαρκούς ελληνικού εμφύλιου πολέμου, ο οποίος τροφοδοτείται με δοτούς πολιτικούς εκφραστές, με τεχνική και οικονομική υποστήριξη από τις αυλές των ενδιαφερόμενων μεγάλων δυνάμεων, από τους Πέρσες, τους Ρωμαίους, τους Ενετούς, τους Τούρκους, τους Γερμανούς, τους Άγγλους, τους Αμερικανούς και τώρα πάλι από τους Γερμανούς και τους αμερικάνους. H διαρκής ξένη παρέμβαση και εμφυλιοπολεμική σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα την σχεδόν αδιάκοπη πολιτική αστάθεια, η οποία με τη σειρά της δεν επέτρεπε μια σωρευτική οικονομική ανάπτυξη, αντίθετα συνοδεύονταν από αλλεπάλληλες μεγάλες καταστροφές των υποδομών της οικονομίας και από συχνές μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμών με συνέπεια την διαρκή εξάρτηση και υποτέλεια της Ελλάδας.
Το ζητούμενο, λοιπόν, για τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις και τις ντόπιες συνεργαζόμενες με αυτές δυνάμεις, ήταν ποιος θα προλάβει και με ποιο τρόπο θα εξασφαλιστεί ο έλεγχος, δηλαδή το πώς;. Σήμερα το ποιος παίζεται κύρια μεταξύ ΕΕ (Γερμανίας) και ΕΠΑ, χωριστά ή συνεταιρικά, χωρίς να υποτιμούμε τις προσπάθειες και τις φιλοδοξίες της Ρωσίας και της Κίνας να παίξουν ηγεμονικό, παγκόσμιο ή τοπικό-περιφερειακό, ρόλο. Το πώς δεν αντιμετωπίστηκε με την αμφίσημη μονοδιάστατη τακτική του («Butter stat Kanonen»), βούτυρο αντί για κανόνια, αλλά με την ευέλικτη τακτική του ‘και βούτυρο και κανόνια’. Η επιτυχία της οποίας υπήρξε παραδειγματική, γιατί με τη συνδρομή των ‘προθύμων’ συνεργατών τους στην ‘κυβέρνηση των Αθηνών’ φόρτωσαν τη χώρα με δυσβάστακτα καταχρηστικά δάνεια, γιατί και οι δυό πλευρές που υπόγραφαν αυτά τα δάνεια για την αγορά άχρηστων εξοπλισμών και αμυντικών συστημάτων και για τη ‘διευκόλυνση’ κύρια πολυτελών εισαγωγών από τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, γνώριζαν πως αυτά τα δάνεια δεν τα γνώριζε και δεν τα είχε εγκρίνει ο ελληνικός λαός, αλλά και δεν εξυπηρετούσαν πραγματικές ανάγκες του Ελληνικού λαού.
Με αυτόν τον τρόπο η δια της χρεοκοπίας κατάκτηση της Ελλάδας πήρε τη μορφή των μνημονίων, των νέων δανείων και της σκληρής λιτότητας, αντί των συνθηκών παράδοσης λόγω ήττας σε πόλεμο. Οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν το ίδιο καταστροφικές, για την οικονομία της χώρας και για την ελληνική κοινωνία, με αυτές μιας καταστροφικής πολεμικής ήττας. Το ξεπέρασμα αυτών των καταστροφών, αυτής της νέας διαρκούς υποδουλωτικής ήττας προϋποθέτει ένα σύγχρονο Κοινωνικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και μια καινούργια μακροχρόνια αντίσταση που ξεπερνάει ιδεολογίες, πρόσωπα, κόμματα και κοινοβούλιο και δρα σε επίπεδο νέων θεσμών και δομών που διαμορφώνουν σταδιακά την καινούργια κοινωνία της ισότητας μέσα στην κοινωνία της ανισότητας που θέλουμε να αλλάξουμε. Ο ελληνικός λαός, μυθοποιημένος ως Ηρακλής, κατάφερνε πάντα σε αντίστοιχες καταστάσεις να ξεπερνάει τις όποιες κρίσεις και να ξαναβρίσκει το δρόμο του προς την κατεύθυνση του «πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος». Κατάφερνε πάντα να ξανα-υφαίνει τον διαλυμένο κοινωνικό ιστό και να δίνει νέες διαστάσεις και προοπτικές στο όραμά του Ανθρώπου για έναν καλύτερο κόσμο. ΄Ετσι θα συμβεί και τούτη τη φορά, όσο δύσκολο και αν είναι, όσες θυσίες και αν χρειαστούν.
2. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι ένας ανέφικτος ‘καλύτερος’ καπιταλισμός, αλλά ένας εφικτός, αναγκαίος και αναπόφευκτος καλύτερος κόσμος
Οι μνημονιακοί κατακτητές επιδιώκουν νέα τετελεσμένα γεγονότα και προσδοκούν μια υποταγή του ελληνικού λαού στα δικά τους προγράμματα και στους δικούς τους στόχους, στα πλαίσια ενός μητροπολιτικά ελεγχόμενου πλιάτσικοκαπιταλισμού, ενός πολιτικά ευνουχισμένου κοινοβουλίου και ενός διεφθαρμένου κομματικού συστήματος, που δεν αρνείται ουσιαστικά τον καπιταλισμό και την πατρωνία, αλλά υπόσχεται στο κεφάλαιο ‘καλύτερη’ διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων, παραπλανώντας το εκλογικό σώμα με την προώθηση στο προσκήνιο ‘νέων άφθαρτων προσώπων’ και ‘αριστερών ριζοσπαστικών κομμάτων’. Το αποτέλεσμα είναι, ο λαός να μην εμπιστεύεται πια, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το αστικό κοινοβούλιο, να αμφισβητεί συνολικά πλέον το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και να αρνείται να αναθέσει σε κάποιο κόμμα την αποκλειστική ευθύνη σχηματισμού κυβέρνησης. Παράλληλα, ο ελληνικός λαός, δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Αντίθετα κατεβαίνει κατά εκατοντάδες χιλιάδες στις πλατείες και τοποθετεί στην καθημερινή ημερήσια διάταξη το θέμα της διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση ως έξοδο από τον ίδιο τον καπιταλισμό με κατεύθυνση την Άμεση Δημοκρατία με την έννοια και την προοπτική της Αταξικής Κοινωνίας.
Όταν αυτό το κίνημα της Άμεσης Δημοκρατίας αντιμετωπίστηκε ως εφιάλτης για την ‘καθεστηκυία τάξη’ και αντιμετώπισε την απροκάλυπτη εχθρότητα του συνολικού συστήματος εξουσίας και την ασφυκτικά παρενοχλητική ‘φιλία’ των διάφορων σοσιαλδημοκρατικών και λοιπών ‘αριστερών’ εξουσιαστικών κομμάτων και αποκομμάτων, τότε αποφάσισε να αποσυρθεί από τις πλατείες, αλλά όχι και να χαθεί, όπως πολλοί υποστηρίζουν και θα ήθελαν. Το συναντάμε σήμερα με τη μορφή χιλιάδων συλλογικοτήτων που δρουν είτε ως επανοικειοποίηση εγκαταλειμμένων ιδιωτικών και δημόσιων χώρων και δραστηριοποιούνται ως θεσμοί κοινωνικής αλληλεγγύης, πολιτικής αντιπληροφόρησης, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, είτε ως άμεση κοινωνικοποίηση, δηλαδή, ως κύτταρα αμεσοδημοκρατικά αυτοδιαχειριζόμενης αλληλέγγυας, μέχρι και αχρήματης κοινωνικής οικονομίας που αποεμπορευματοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις δρώντας έξω από και ενάντια στην καπιταλιστική αγορά. Το συναντάμε επίσης και ως επανατοπικοποίηση με τη μορφή οικοκοινοτήτων που επανανοηματοδοτούν τις σχέσεις και τις μορφές κοινωνικής συμβίωσης χωρίς ιεραρχικές και εξουσιαστικές δομές[3]. Τέλος το συναντάμε ως εργαστήρια επιστημονικού και κοινωνικού πειραματισμού που εκτείνονται από την έρευνα μέχρι την εφαρμογή μεθόδων ενεργειακής ανεξαρτησίας των χρηστών[4], απελευθέρωσης του λογισμικού, τρισδιάστατης εκτύπωσης, κοινωνικοποίησης του διαδικτύου για την απελευθέρωση της πληροφορίας και τη δωρεάν επικοινωνία και πολλών άλλων μορφών παρέμβασης που αποσκοπούν στη διεύρυνση του φάσματος των ελεύθερων και κοινών αγαθών, δραστηριότητες που αλλάζουν με ήπιο τρόπο και σε βάθος τις παραγωγικές και συνεπώς και τις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή και την ίδια την κοινωνία.
Βέβαια το κομματικό σύστημα κατασυκοφαντεί αυτά τα νέα κινήματα, όταν δεν μπορεί να τα ελέγξει και να τα διαλύσει με την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής. Οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού φαίνεται, όλο και περισσότερο, να συνειδητοποιούν σταδιακά πως αυτά τα κινήματα πρέπει να προστατευτούν από το όλον σύστημα και από το κομματικό πατρονάρισμα, για να λειτουργήσουν ως καταλύτες που μετασχηματίζουν τη χημεία του νοσηρού ατομιστικού Εγώ σε χημεία του κοινωνικού, ενωτικού, ισχυρού και απελευθερωτικού Εμείς, στα πλαίσια του οποίου το Εγώ ολοκληρώνεται ως ατομική και κοινωνική Εαυτότητα που αχρηστεύει ξένες προς τα πραγματικά συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας θρησκευτικές, πολιτικές, εταιρικές, ποδοσφαιρικές κ.λπ, κ.λπ.,ταυτότητες. Η απελευθέρωση των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού από τον απάνθρωπο και καταστροφικό καπιταλισμό είναι στον 21ο αιώνα εφικτή, αναγκαία και αναπόφευκτη, αν την αναλάβουν οι ίδιες και δεν την αναθέσουν για μια ακόμα φορά σε υπεργολάβους και διαμεσολαβητές. Κάθε άλλη επιλογή σωτηρίας από ‘μεσσίες ηγέτες’, κόμματα ‘σωτήρες’, ‘πρωτοπορίες’ και ‘αριστερές κυβερνήσεις’ που υπόσχονται έναν καλύτερο, ‘έντιμο’ καπιταλισμό και καλούς παγκόσμιους ηγεμόνες, δεν είναι παρά μια νέα ψευδαίσθηση που κρατάει ακόμα τον Προμηθέα Δεσμώτη, καθηλωμένο στους βράχους για να τρέφονται τα όρνεα του κεφαλαίου από το συνεχώς ανανεωνόμενο θρεπτικό συκώτι του.
3. Απάτη και χίμαιρα η υπόσχεση ‘αριστερής διαχείρισης’ του καπιταλισμού
Για τον εικοστό αιώνα πολλοί πίστευαν, πως, το κρατικοκαπιταλιστικό σοβιετικό μοντέλο, όπως τελικά διαμορφώθηκε από τη σοβιετική νομενκλατούρα με αρχιτέκτονες τον Λένιν, τον Τρότσκι και τον Στάλιν, αποτελούσε την εναλλακτική, απέναντι στον υπαρκτό καπιταλισμό, λύση. Μέχρι που συντελέστηκε η δεύτερη προδοσία της Οκτωβριανής Επανάστασης, ως ειρηνικό πέρασμα του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ στον πραγματικό, υπαρκτό, μανιακό καπιταλισμό της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς, οπότε άρχισε να ξαναζωντανεύει η συζήτηση για τον Ουμανιστικό Σοσιαλισμό με την μορφή της Άμεσης Δημοκρατίας και περιεχόμενο την Αταξική Κοινωνία, ως τη μοναδική και αναγκαία λύση της οξυμένης αντίθεσης μεταξύ των αναπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων και των καθυστερημένων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Κάθε πολιτική πρόταση που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ξεκολλήσει από το συντηρητισμό της νεοκλασικής οικονομικής πρότασης και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής λύσης ή δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα ιδεολογήματα της Δεύτερης, Τρίτης και Τέταρτης Διεθνούς, είναι παγίδα για τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ακόμα κι’ αν κρύβεται κάτω από ταμπέλες μιας τάχα ‘ορθόδοξης’, ‘ριζοσπαστικής’, ‘αναρχικής’ και ‘επαναστατικής αριστεράς’. Και φυσικά δεν αλλάζουν τα πράγματα ακόμα και αν κάθε τέτοια πολιτική πρόταση φοράει ένα μαύρο, πράσινο, ροζ ή κόκκινο μανδύα αντικαπιταλισμού, γιατί η μόνη γνήσια αντικαπιταλιστική πρόταση είναι εκείνη των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού που στη θέση του υπαρκτού καπιταλισμού θέλουν, μπορούν, φτάνει να το πιστέψουν και ξέρουν πάνω στη βάση της κοινοκτημοσύνης και της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης να χτίσουν την Κοινωνία των Ίσων, δηλαδή την Αταξική Κοινωνία και τίποτα λιγότερο.
Είναι πια γνωστό σε όλη την υφήλιο πως η ελληνική οικονομία και κοινωνία έχουν πλήρως ξεχαρβαλωθεί και κάτω από αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τη δραματική αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, ως η συνισταμένη πολλών αριστερών, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών οργανώσεων, θραύσματα διαδοχικών διασπάσεων του πάλλε ποτέ κραταιού δογματικού, σοβιετόφιλου Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας το οποίο επέβαλλε με την καταστροφική πολιτική του τη συμφωνία της Γιάλτας σ’ ένα λαό που με την αντιφασιστική και κοινωνικοαπελευθερωτική αντίστασή του κατείχε το 95% της χώρας. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ, το οποίο αρκείται σε μια συμβολική κοινοβουλευτική παρουσία χωρίς να διεκδικεί την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας με κοινοβουλευτικά, αλλά ούτε και με επαναστατικά μέσα, γιατί περιμένει να πάρει την εξουσία ο λαός και να του την παραδώσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε στόχο να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία με κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μεταξύ των πολλών συνιστωσών του κάποιες, κυριότερη των οποίων η Κίνηση Ενεργών Πολιτών του Μανώλη Γλέζου, ήταν, κατά δήλωσή τους, προσανατολισμένες στην Άμεση Δημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολυφωνική-πολυσυλλεκτική ομοσπονδία πολιτικών οργανώσεων απόκτησε σταδιακά ισχυρή πρόσβαση στα πανεπιστήμια, χάρη στην ελέω ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα της σημιτικής φράξιας ισχυρή παρουσία στελεχών του στο καθηγητικό κατεστημένο της χώρας και κατάφερε σχετικά σύντομα και με τη βοήθεια μερικών καθεστωτικών ΜΜΕ, να εμφανίσει ένα ‘αντιδογματικό’, αντικουκουέ, αριστερό νεοκευνσιανό σοσιαλδημοκρατικό πρόσωπο και με αυτό μπόρεσε να συσπειρώσει πίσω του ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Στην προσπάθειά του να μεγαλώσει την επιρροή του στην ελληνική κοινωνία και μη μπορώντας, ίσως και μη θέλοντας, να εκφράσει την αριστερά του 21ου αιώνα, την ουμανιστική αριστερά της άμεσης δημοκρατίας, αποφάσισε να παραμείνει παραδοσιακή μικροαστική αριστερά του αστικού κοινοβουλίου και συνεπώς νομέας της αστικής εξουσίας κάνοντας στροφή προς το μικρό κεφάλαιο, τις συντεχνίες, τους ‘νοικοκυραίους’ και τα μικροαστικά στρώματα. Γι’ αυτό χρειάστηκε να κάνει copy-paste το ΠΑΣΟΚ, αλλά το νεοφιλελεύθερο, παρακμασμένο και χρεοκοπημένο ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα να έχει κολλήσει στη δεύτερη θέση των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος. Γνωρίζει όμως πολύ καλά με ποιο τρόπο θα μπορέσει να ανεβεί στην πρώτη θέση και κάνει όσους συμβιβασμούς χρειάζονται γι’ αυτό, πυκνώνοντας τις επαφές του με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια μητρόπολη. Έτσι έκανε πρόσφατα, ότι του υπέδειξε το σύστημα για να διεκδικήσει την πολιτική διαχείριση του καπιταλισμού, δύο βήματα πίσω με το να καταργήσει την αυτονομία των συνιστωσών που τον δημιούργησαν και να γίνει ένα κλασικό αστικό ιεραρχικό πολιτικό κόμμα επαγγελματικών στελεχών και μελών-οπαδών, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να φιμώσει όλες τις εσωτερικές φωνές του. Υιοθετώντας μάλιστα, για καθαρά εκλογικούς λόγους, όλα ανεξαίρετα τα αιτήματα και τα συνθήματα των κοινωνικών καρκινωμάτων, δηλαδή, των ισχυρών χυδαίων και βαθιά συντηρητικών συντεχνιών που αποπροσανατολίζουν την κοινωνία από το δικό της όραμα, έχασε αυτόματα και την όποια πολιτική του αυτονομία κατρακυλώντας σε ένα απολίτικο λαϊκισμό, υποσχόμενο πράγματα που σε συνθήκες καπιταλισμού δεν είναι εφικτά, χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των αστικών κομμάτων. Αυτή η δημαγωγία που συνοδεύεται από απόπειρες επιβολής του λεγόμενου ‘δημοκρατικού συγκεντρωτισμού’ με στόχο να περιορίσει την εσωκομματική δημοκρατία έφτασε σε τέτοιο σημείο που ανάγκασε τον παλαίμαχο αγωνιστή της αριστεράς, το Μανώλη Γλέζο, να διαφωνήσει με την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε «μαντρί», δηλαδή σε αρχηγικό κόμμα, ακόμα και να ομολογήσει δημόσια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα πείσει και δεν έχει ο ίδιος τις απαντήσεις για το που θα βρει τα λεφτά για το πρόγραμμά του[5].
Όλα αυτά δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να είναι μια αστική αριστερά στο αστικό κοινοβούλιο και όχι κοινωνικός καταλύτης για μια αριστερή κοινωνία που επιλέγει να υπερβεί το καπιταλιστικό σύστημα σε μια πορεία αμεσοδημοκρατικής ανασυγκρότησης θεσμών, οικονομικών και κοινωνικών δομών που θα εγγυώνται την κοινωνική αυτοδιεύθυνση και την αταξική κοινωνία.
Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα της έλλειψης ενιαίας πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ανοιχτή αντίθεση μεταξύ κορυφαίων στελεχών του, στο πρόσωπο των οποίων εκφράζονται συσπειρώσεις οργανωμένων κομματικών, προφανώς, και εξωκομματικών δυνάμεών του, αναφορικά με το κορυφαίο ζήτημα της σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ευρωζώνης. Έτσι η επίσημη πια θέση του ΣΥΡΙΖΑ που εκφράζεται από τον ίδιο τον Τσίπρα θεωρεί πως «η Ελλάδα δεν θα φύγει και δεν πρέπει να φύγει από την Ευρωζώνη. Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν θα είναι επιζήμια μόνο για την Ελλάδα, αλλά επικίνδυνη και για την ίδια την ΕΕ»[6]. Ίδια είναι η άποψη και του οικονομικού εγκέφαλου του ΣΥΡΙΖΑ, του Γιάννη Δραγασάκη ο οποίος θεωρεί, υπό τις σημερινές συνθήκες, καταστροφική για την Ελλάδα την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στο προηγούμενο εθνικό νόμισμα, στη Δραχμή[7], ενώ η λεγόμενη ‘Αριστερή Πλατφόρμα’, με εκφραστή τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, υποστηρίζει ότι θα ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας η έξοδός της από την Ευρωζώνη και την ΕΕ και συνεπώς η επιστροφή της στη Δραχμή[8]. Βέβαια η ασάφεια και η πολυγλωσσία μπορεί να προσθέτει ψηφοφόρους στο κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά το ερώτημα για το ΣΥΡΙΖΑ παραμένει, ποια από τις πολλές θέσεις του για το ίδιο ζήτημα θα μπορέσει να εφαρμόσει, αν και όταν γίνει κυβέρνηση, χωρίς να συμβιβαστεί σε πολιτικές συνεργασίες με άλλα κόμματα, χωρίς να χάσει την εμπιστοσύνη μέρους του εκλογικού του σώματος και χωρίς να διασπαστεί και τυπικά.
Στο κλασικά σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμά του[9] κάνει αυστηρή κριτική στο εποικοδόμημα, δηλαδή στο πολιτικό και light κριτική ‘για τα μάτια’ στο οικονομικοκοινωνικό σύστημα του κεφαλαίου και μιλάει για πολιτική και όχι για κοινωνική αλλαγή[10]. Και όταν κάνει λόγο για άμεση δημοκρατία δεν την αντιλαμβάνεται ως κοινωνική αυτοδιεύθυνση και αταξική κοινωνία, αλλά, ως διακοσμητικό συμπλήρωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας [11]. Μιλάει ακόμα και για σοσιαλισμό: «Για μας ο σοσιαλισμός είναι… άρρηκτα δεμένος με τη δημοκρατία. Δημοκρατία όχι απλώς τυπική, αλλά πάντοτε ουσιαστική, δημοκρατία έμμεση που βασίζεται στην εκπροσώπηση, αλλά και δημοκρατία άμεση με την ενεργό συμμετοχή όλων»[12]. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ξεθωριασμένη σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο-καπιταλισμό χορτάτο, αλλά αυτά μόνο δημαγωγοί τα λένε και ταχυδακτυλουργοί τα κάνουν σε παιδικές εκδηλώσεις.
Συχνά αρνείται τα μνημόνια, καταριέται, αλλά δεν αρνείται, τον καπιταλισμό και προφανώς ο ηγετικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ δεν αγνοεί πως ο καπιταλισμός παράγει τα μνημόνια και όχι τα μνημόνια τον καπιταλισμό και συνεπώς καταργώντας, ή επαναδιαπραγματευόμενοςς τα μνημόνια δεν καταργείς τον καπιταλισμό. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να ενοχλείται ιδιαίτερα από τον καπιταλισμό και εκείνο που επιδιώκει είναι «ήττα της πολιτικής των μνημονίων και κυβερνητική αλλαγή»[13], δηλαδή να γίνει αυτός κυβέρνηση. Χωρίς ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο αντικαπιταλιστικού και αμεσοδημοκρατικού κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά με έναν βερμπαλιστικό μικροαστικό αριστερό ριζοσπαστισμό επιδιώκει την αυτοδύναμη αναρρίχηση, με κοινοβουλευτικά μέσα, στην πολιτική εξουσία, προσφέροντας μια ‘αριστερή κυβέρνηση’ στο κεφάλαιο, ή ακόμα και για μια κυβέρνηση συνεργασίας με το ‘πατριωτικό κομμάτι’ της νεοφιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας[14], που θα παρατάξει νομιμοποιητικά το λαό, που τον αντιμετωπίζει μόνο ως μάζες και κομματικό ψηφοφόρο, πίσω από τις επιλογές του κεφαλαίου και του α ή β ηγεμόνα της περιοχής. Ο ηγετικός πυρήνας και το εξουσιαστικό apparat του ΣΥΡΙΖΑ και όχι φυσικά τα απλά κομματικά μέλη του και οι ψηφοφόροι του, αγνοούν, ή μήπως και αδιαφορούν, πως μια τέτοια πολιτική μπορεί να ρίξει τη χώρα σε μια νέα καταστροφή και ξανά στην αγκαλιά του αμερικανισμού[15], ο οποίος, αφού παράδωσε με τη ΝΑΤΟϊκή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τα δυτικά βαλκάνια στη Γερμανία, φαίνεται να επιδιώκει η Ελλάδα να αποτελέσει τον Γκάουλάιτερ των ανατολικών Βαλκανίων που θα οριστικοποιήσει τον αμερικανικό έλεγχό τους, πράγμα φυσικά που σημαίνει νέα θερμή βαλκανιοποίηση των Βαλκανίων, δηλαδή πόλεμο για αναδιάταξη των συνόρων των νέων προτεκτοράτων.
Θέλει επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ να αγνοεί πως, ο αμερικανισμός, χέρι-χέρι με το νεογερμανισμό[16], τους γιαλαντζή αριστερούς και τους απανταχού πατριδοκάπηλους, δεν ενδιαφέρεται να καταργήσει τα μνημόνια, αλλά για την αποσταθεροποίηση και τη διάλυση της ΕΕ ενδιαφέρεται, γιατί φοβάται πως αργά ή γρήγορα οι ευρωπαϊκοί λαοί θα μπορέσουν να απαλλαγούν από τον αμερικανισμό, τον νεογερμανισμό και το αντιδραστικό διευθυντήριό της, για να εξελιχθεί η ΕΕ από Ευρώπη των Κεφαλαίων σε Ευρώπη των Λαών, της Κοινωνικής Ισότητας και της Άμεσης Δημοκρατίας, οπότε τα πράγματα θα αποκτήσουν άλλη δυναμική και θα πάρουν το δρόμο της οριστικής παγκόσμιας ανατροπής του καπιταλισμού. Μόνο που αυτές οι εξελίξεις προϋποθέτουν αριστερές αντικαπιταλιστικές κοινωνίες και όχι ποπουλίστικα αστικά εξουσιαστικά ‘αριστερά’ κόμματα που παραπλανούν την κοινωνία για να μπουν στην υπηρεσία του κεφαλαίου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ένα τέτοιο κόμμα διαμεσολαβητής θα ανεβεί στην ‘κυβέρνηση’ με τους ίδιους όρους που ανεβαίνουν όλα τα αστικά κόμματα, δηλαδή, μόνο όταν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα θα έχουν βεβαιωθεί πως δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα και συνεπώς θα αναγκαστεί να κυβερνήσει ή να συγκυβερνήσει συνεργαζόμενο με τους παραδοσιακούς συνεργάτες του κεφαλαίου, ακόμα και με τη Νέα Δημοκρατία, όπως δηλώνουν κορυφαία στελέχη του και φυσικά ενάντια στην κοινωνία. Όταν, όμως, θα έχει προσφέρει στο σύστημα κάποιες υπηρεσίες κοινωνικής εκτόνωσης και νομιμοποίησης και θα αρχίσει να του είναι αχρείαστο, ή θα του γίνει ενοχλητικό, τότε θα έχει και αυτό την τύχη του νεοφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ, απέναντι σε μια ‘καινούργια’ αντιπολίτευση. Μια τέτοια εξέλιξη, όμως, θα είναι ένα καινούργιο χτύπημα του λαϊκού κινήματος και κάνουν λάθος όσοι νομίζουν πως μια καινούργια ήττα του λαϊκού κινήματος μπορεί να αποτελέσει μια καινούργια ‘επαναστατική’ ευκαιρία για το λαϊκό κίνημα. Αντίθετα το πιθανότερο που μπορεί να συμβεί, με το λαϊκό κίνημα για μια ακόμα φορά στο καναβάτσο, εξαιτίας ενός καινούργιου ‘λάθους τακτικής’ της αστικής και μικροαστικής ‘αριστεράς’, είναι να μπει η χώρα και πάλι ‘στο γύψο’ κάποιων ντόπιων και ΝΑΤΟϊκών νεοταξικών, νεοναζιστικών νεοφασιστικών ορδών.
Στην ιστορική διαδρομή του αστικού κοινοβουλευτισμού έχει αποδειχθεί πως η κυρίαρχη οικονομική εξουσία και η εκάστοτε ‘προστάτιδα δύναμη’, δημιουργούν νέα κόμματα, τα ανεβάζουν στην ‘εξουσία’ για να κάνουν τη ‘βρώμικη δουλειά’ για λογαριασμό του κεφαλαίου και όταν φθαρούν τότε αφού τα διασύρουν και τα διαλύουν, κάνοντας στο μεταξύ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ή μια στρατιωτική δικτατορία για να βρουν το χρόνο να φτιάξουν με τα υλικά κατεδάφισης καινούργια κόμματα για να συνεχιστεί το παιχνίδι της παραπλάνησης των λαών. Οι κοινωνίες που αντιμετωπίζονται από το οικονομικό και πολιτικό σύστημα του κεφαλαίου ως μάζες, όχλος και ποίμνια και καλούνται υπό τεχνητά δίλληματικές συνθήκες να επιλέξουν στη λογική «το μη χείρον βέλτιον», διαπιστώνουν ότι τα φαινόμενα και οι υποσχέσεις απατούν, γιατί κατρακυλούν σταθερά από το κακό στο χειρότερο και αναζητούν έξοδο από αυτόν τον φαύλο κύκλο του καπιταλισμού και του αστικού κοινοβουλίου.
Αυτή η ιστορία, που επαναλαμβάνεται ως πάθημα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, είναι πια καιρός να τους γίνει μάθημα και να αναλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο ως απελευθερωτές του εαυτού τους και να πάψουν να περιμένουν την απελευθέρωσή τους από τα αστικά κοινοβούλια και τα κόμματα των εξουσιαστικών ‘πρωτοποριών’. Ο 21ος αιώνας προσφέρει όλες τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την αμεσοδημοκρατική απελευθέρωση των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ως αποτέλεσμα του αγώνα και των θυσιών των χιλιάδων προηγούμενων γενεών που αποκρυσταλλώνεται στην κοινωνικοποιημένη μορφή των σύγχρονων επιστημών και τεχνολογιών. Σ’ αυτή τη διαδρομή θα επαναπροσδιορίζεται σταδιακά η έννοια και το περιεχόμενο της ‘αριστεράς’. Από την αστική πολιτική ‘κεντροαριστερά’ του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και την δογματική τριτοτεταρτοδιεθνιστική αριστερά του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού απέναντι στη δεξιά διαχείριση του αστικού κοινοβουλίου, οι κοινωνίες αρχίζουν να κινούνται προς την κοινωνική αμεσοδημοκρατική και ουμανιστική αριστερά απέναντι στον καπιταλισμό, στον κρατικοκαπιταλισμό, στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό και σε κάθε μορφή ταξικής, εκμεταλλευτικής, απάνθρωπης και καταστροφικής εξουσίας.
4. Από τις ‘αριστερές πρωτοπορίες’ του 19ου και 20ου αιώνα στην αριστερή κοινωνία του 21ου αιώνα
Απέναντι σε όλη αυτή την κατρακύλα του καπιταλιστικού συστήματος και των πολιτικών εκφραστών του, οι κοινωνικές δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού αναπροσανατολίζονται, ανασυγκροτούνται και προσπαθούν να διαμορφώσουν τον αναγκαίο δημόσιο χώρο και να πυροδοτήσουν ένα νέο γόνιμο δημόσιο διάλογο. Σε αυτόν το διάλογο συμμετέχουν, ατομικά ή ως συλλογικότητες και δίκτυα, κομματικά ανένταχτοι αριστεροί, δυσαρεστημένοι των λεγόμενων δημοκρατικών, αριστερών και προοδευτικών κομμάτων, οι λεγόμενοι ‘νεομαρξιστές’, ‘νεοκομμουνιστές’, ‘συμβουλιακοί’ ‘καταστασιακοί’, ‘αναρχοαυτόνομοι’, αναρχικοί και αντεξουσιαστές που αγωνίζονται για κάποια αφηρημένη δημοκρατία, ή για την ‘αναρχία’ και τον ‘ελευθεριακό κομμουνισμό’ έχοντας όλοι κατά νου μια κάποια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Παράλληλα όμως με το διάλογο προσπαθούν, με τις διάφορες πολύμορφες και σε διάφορα επίπεδα συλλογικές δραστηριότητες, να εφαρμόσουν όπως και όσο μπορούν την άμεση δημοκρατία μικρής κλίμακας, μέσω των εμπειριών της οποίας αποκτούν γνώσεις που αλλάζουν αργά αλλά σταθερά τη θεματολογία του κοινωνικού διαλόγου υπέρ της άμεσης δημοκρατίας μετακινούμενοι από αφηρημένες σε συγκεκριμένες αμεσοδημοκρατικές μορφές δράσης και συμβίωσης.
Η σχέση αυτών των κινημάτων, δικτύων και δυνάμεων με τα λεγόμενα κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) και αριστερά (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) κόμματα και με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σχέση αντιπαλότητας γιατί υπάρχει πλήρης κοσμοθεωρητική και συνεπώς προγραμματική διαφωνία που καταλήγει να είναι σχέση ‘ποντικιού και ποντικοπαγίδας’ στην οποία κάποιοι άπειροι τσιμπάνε το τυράκι της εξουσίας. Οι περισσότεροι και οι πιο έμπειροι βρίσκονται σε πόλεμο με την πολιτική και τους ‘συντονιστικούς μηχανισμούς’ του ΣΥΡΙΖΑ με τους οποίους αυτός προσπαθεί να ποδηγετήσει τα κινήματα και να τα υποβαθμίσει σε προθάλαμους στρατολόγησης ψηφοφόρων, για να πάρει το χρίσμα του ‘αριστερού’ διαχειριστή του κεφαλαίου. Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως σε πιθανή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην δοτή εξουσία, αυτός ο πόλεμος θα κορυφωθεί μέχρι την πλήρη αποκάλυψη του αστικού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε ενδυνάμωση των νέων κοινωνικών κινημάτων με αποτέλεσμα ο διάλογος για την άμεση δημοκρατία να ενισχυθεί ποσοτικά και ποιοτικά σε ένα ψηλότερο επίπεδο συλλογικού-κοινωνικού σχεδιασμού και δράσεων, που θα ανοίγει καινούργιες προοπτικές αλληλέγγυας τοπικής, περιφερειακής και διεθνούς συνεργασίας, γιατί άμεση δημοκρατία σε στενό τοπικό ή ακόμα και σε επίπεδο μιας χώρας δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας, γιατί η άμεση δημοκρατία είναι η τοπική έκφραση της κοινωνικής ισότητας και της οικουμενικότητας του ανθρώπου και του ανθρώπινου πολιτισμού.
Κάποιες φωνές που θεωρούν αναγκαία τη συνεργασία των νέων κοινωνικών κινημάτων με το ΣΥΡΙΖΑ, ή προτείνουν την συγκρότηση Κόμματος των Κοινωνικών Κινημάτων, ή ακόμα και Κόμματος Άμεσης Δημοκρατίας[17], αν δεν είναι αφελής τότε είναι ύποπτες, γιατί μια τέτοια επιλογή θα οδηγήσει τα νέα κοινωνικά κινήματα σε πολιτική αυτοκτονία, γιατί ό δικός τους ιστορικός ρόλος δεν είναι να μπουν στο κομματικό παιχνίδι του αστικού κοινοβουλευτισμού, αλλά να παραμείνουν αυτόνομα κοινωνικά κύτταρα για μια αριστεροποίηση της κοινωνίας και όχι να γίνουν κομματικά κύτταρα που θα αναλωθούν στην προσπάθεια ‘αριστεροποίησης’ της κυβέρνησης του κεφαλαίου. Η τρέχουσα ιστορική συγκυρία δεν απαιτεί πολιτικές βελτίωσης, αλλά οριστικής και καθολικής ακύρωσης του παρακμασμένου καπιταλισμού, απαιτεί την κατάργηση των καθυστερημένων παραγωγικών σχέσεων και την ανάπτυξη νέων αντίστοιχων στις προχωρημένες παραγωγικές δυνάμεις που σήμερα, στον 21ο αιώνα, καθιστούν εφικτή την κοινωνική ισότητα, την Άμεση Δημοκρατία και την Αταξική Κοινωνία. Ο αγώνας για την άμεση δημοκρατία δεν είναι αγώνας ταχύτητας, για την κατάκτηση κάποιας εξουσίας σε συνθήκες ιδεολογικής ηγεμονίας του κεφαλαίου και της αστικής δημοκρατίας, αλλά είναι αγώνας αντοχής για τον ηθικό, ιδεολογικό, πολιτικό και επιχειρησιακό αφοπλισμό του συστήματος του κεφαλαίου, δηλαδή, είναι αγώνας για την ωρίμανση της κοινωνικής πλειονότητας για την κοινωνική αυτοδιεύθυνση και την αταξική κοινωνία και συνεπώς για την κατάργηση κάθε μορφής εξουσίας.
5. Από την ταξική κοινωνική ανισότητα στην κοινωνική ισότητα-αταξικότητα
Η εποποιία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, που κατάφερε μια τέτοιας έκτασης και ποιότητας αριστεροποίηση του ελληνικού λαού, δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του πατριωτισμού του ελληνικού λαού ενάντια στους φασίστες και ναζιστές εισβολείς. Όποιος γνωρίζει καλά την ιστορία της ελληνικής εθνικής αντίστασης θα γνωρίζει και το ρόλο που έπαιξε ο «Κώδικας Ποσειδώνα», όπως ονομάστηκαν οι «Οδηγίες για τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη», του ΕΑΜ, που κατάργησε όλες τις τοπικές εξουσίες και ακύρωσε όλες τις κρατικές και κατοχικές εντολές και ανάδειξε σε κυρίαρχο όργανο της τοπικής κοινωνίας την Τοπική Λαϊκή Συνέλευση. Ήταν αυτή η καινούργια επαναστατική αντίληψη για την κοινωνική αυτοδιεύθυνση και την άμεση δημοκρατία, που ξεκίνησε με αυτοοργάνωση, απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και την αυτοδιοίκηση των Κοινοτήτων, από ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας το 1942 και αναπτυσσόμενη σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο κατάκτησε σε ελάχιστο χρόνο ολόκληρη τη χώρα και έδωσε τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη του ΕΑΜ-ELAS[18]. Η εσωτερική υπονόμευσή της από την ίδια την ηγεσία του ΕΑΜ και συνεπώς του ΚΚΕ ήταν και το κύκνειο άσμα της αντίστασης, η οποία νίκησε τον ξένο κατακτητή, αλλά, με τους συμβιβασμούς της πειθήνιας στη Συμφωνία της Γιάλτας ηγεσίας της, ηττήθηκε από τον εσωτερικό κατακτητή, ανοίγοντας το δρόμο για να γίνει η Ελλάδα βορειοαμερικανικό προτεκτοράτο.
Αναφέρομαι στην ιστορία για να απαντήσω σε όσους από άγνοια ή από σκοπιμότητα αμφισβητούν τη λαϊκή συνείδηση και αντιμετωπίζουν τις κοινωνίες ως αγέλη προβάτων, ως ‘μάζες’, που τάχα δεν έχουν ταξική, επαναστατική συνείδηση και γι’ αυτό χρειάζονται ανθρωποποιμένες και σοφές πρωτοπορίες για να απελευθερωθούν. Με δεδομένο πως οι σημερινές συνθήκες αρχίζουν να μοιάζουν με εκείνες της γερμανικής κατοχής, σε συνδυασμό με την προϊούσα απομάκρυνση του κόσμου από το κομματικό σύστημα και την αναζήτηση λύσεων εκτός καπιταλιστικού συστήματος, είναι θεμιτό να αναμένεται μια αντίστοιχη έκρηξη της λαϊκής συνείδησης, για ένα νέο άλμα προς τα εμπρός, για ένα καλύτερο κόσμο, τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας και της άμεσης δημοκρατίας. Το Μέλλον δεν υπάρχει μέχρι να το δημιουργήσουμε, αλλά είναι γνωστό πως η ιστορία κινείται στη φορά του ‘βέλους του χρόνου’[19], χάρη στην πίεση του συμπαγούς κοινωνικού όγκου των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, αργά και συχνά με πολλά ζικ-ζακ και πισωγυρίσματα, αλλά τελικά σταθερά, από το Παρελθόν προς το Μέλλον, από την υφιστάμενη κατάσταση προς μια καλύτερη από αυτήν κατάσταση, από τον απάνθρωπο και καταστροφικό καπιταλισμό προς την αταξική δημοκρατία[20] και τον Οικουμενικό Ουμανισμό. Με αυτή την έννοια ένας καλύτερος κόσμος γεννιέται αχρηστεύοντας τον παλιό. Είναι ο κόσμος των πνευματικά, ιδεολογικά, κοσμοθεωρητικά, πολιτικά, οργανωτικά και λειτουργικά αυτονομημένων δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ο κόσμος της κοινωνικής ισότητας. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας να τον θαυμάσουμε. Ας κουνήσουμε τα χέρια μας να τον ολοκληρώσουμε και να τον κάνουμε οριστικά δικό μας.
Το συμπέρασμα είναι πως, όπως η ιστορία διδάσκει, ότι δεν υπάρχει σωτηρία ατομική σε συνθήκες καπιταλισμού, έτσι και δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία για μια μόνο χώρα σε συνθήκες νεοταξικής ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, γι’ αυτό ο αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι συλλογικός-κοινωνικός και διεθνοποιημένος-πανευρωπαϊκός και παγκόσμιος. Στον 21ο αιώνα ο λόγος ξεφεύγει σταδιακά από τα αστικά κοινοβούλια και τα ελίτικα, αστικά και μικροαστικά ‘αριστερά’ κόμματα και περνάει στις ακηδεμόνευτες δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, που αριστεροποούνται ενάντια στους θεσμούς, τις δομές και τις λειτουργίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του αστικού πολιτικού συστήματος. Μέχρι την ολοκλήρωση αυτής της ιστορικής διεργασίας, στα πλαίσια της οποίας η αταξική ουτοπία γίνεται, αντικειμενικά και υποκειμενικά, μια αναγκαία, εφικτή και αναπόφευκτη πραγματικότητα, πολλά μπορούν να συμβούν και η Ελλάδα, η Ευρώπη και η Ανθρωπότητα έχουν ακόμα πολλά να πάθουν μέχρι να μάθουν τον τρόπο της αποδόμησης του καπιταλισμού και της ταυτόχρονης οικοδόμησης της άμεσης δημοκρατίας με περιεχόμενο την αταξική κοινωνία και προοπτική έναν οικουμενικό ουμανιστικό πολιτισμό[21].
[1] Lambos Kostas D., Abhängigkeit und fortgeschritene Unterentwicklung dargestellt am Beispiel der Landwirtschaft Griechenlands, RITA G. FISCHER VERLAG, Frankfzrt am Main 1981, Λάμπος Κώστας, Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας, ΑΙΧΜΗ, Αθήνα 1983.
[2] Για την έννοια και τη σημασία της Ευρασίας, βλέπε, Brzezinski Zbignew, Η Μεγάλη Σκακιέρα, ΛΙΒΑΝΗΣ, Αθήνα 1998 και Brzezinski Zbignew, Η Επιλογή, ΛΙΒΑΝΗΣ, Αθήνα 2005.
[3] Κολέμπας Γιώργος, Τοπικοποίηση. Από το παγκόσμιο στο τοπικό. Ένας οικολογικός κόσμος είναι δυνατός, ΑΝΤΙΓΟΝΗ, Θεσσαλονίκη 2009.
[4] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Ποιος φοβάται το υδρογόνο; Η επανάσταση του υδρογόνου, η ελεύθερη ενέργεια και η απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα ορυκτά καύσιμα και την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2013, Βλέπε επίσης Rifkin Jeremy, Η οικονομία του υδρογόνου. Η δημιουργία του παγκόσμιου ενεργειακού ιστού και η ανακατανομή της εξουσίας στη Γη. Η επόμενη μεγάλη οικονομική επανάσταση, ΛΙΒΑΝΗΣ, Αθήνα 2003.
[5] Βλέπε δηλώσεις Μανώλη Γλέζου στον ημερήσιο έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο από 5-10/11/13.
[6] Τσίπρας Αλέξης, ομιλία στο στρογγυλό τραπέζι που έγινε στο πανεπιστήμιο του Όστιν, στο Τέξας των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με θέμα «μπορεί να σωθεί το Ευρώ και η Ευρώπη;», βλέπε ημερήσιος έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος της 5ης και 6ης Νοεμβρίου 2013.