Η   Ε λ λ η ν ι κ ή   Φ ω ν ή   σ ε   5 5   γ λ ώ σ σ ε ς
   G r e e k   V o i c e   i n   5 5   l a n g u a g e s



Πάμε Σινεμά ; Οι ταινίες της εβδομάδας
 
ελληνική φωνή - κεντρική σελίδα  
επικοινωνία εκτύπωση
 
Εκδότης-Διευθυντής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΤΥΧΙΔΗΣ
Διευθύντρια Σύνταξης: ΤΟΝΙΑ ΜΑΝΙΑΤΕΑ
Ηλεκτρονική Ενημέρωση για την Ελλάδα και τον Κόσμο - News - Nachrichten
Θέατρο - Σινεμά    (click)   Μουσική    (click)  Αθλητισμός    (click)  Οικονομικά Θέματα    (click)
     




ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ ΑΠΟ 6/3/2014 - 12/3/2014

Απο τον Αλέξη Λ.Μακρή



Αθήνα

Ένα αλλιώτικο ταξίδι στον μεσοπόλεμο προσφέρει η νέα ταινία του Ουές Άντερσον, ενώ η συνέχεια των «300» μεταφέρει τον ελληνοπερσικό πόλεμο στη Σαλαμίνα. Ένας Βέλγος σκηνοθέτης καταγράφει το δράμα μιας ευαίσθητης γυναίκας και ένας Μεξικανός ομότεχνός του εξερευνά τα αδιέξοδα των αστών μέσα στα δάση.

Ξενοδοχείο Grand Budapest ****

(The Grand Budapest Hotel)

Κωμωδία - Διάρκεια 99'

Σκηνοθεσία: Ουές Άντερσον

Παίζουν: Ρέιφ Φάινς, Τόνι Ρεβολόρι, Έντουαρντ Νόρτον, Έιντριεν Μπρόντι, Γουίλεμ Νταφό, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Σίρσα Ρόναν

Ανεπιτήδευτα γοητευτική η επανεμφάνιση του Ουές Άντερσεν, ενός από τους πιο ιδιόρρυθμους σε φόρμα και περιεχόμενο σκηνοθέτες-σεναριογράφους της εποχής μας, ο οποίος λόγω «στεγνού» χιούμορ και ανορθόδοξης εικονογραφίας έχει διχάσει τους ανά την υφήλιο κινηματογραφόφιλους. Καινούργιους οπαδούς είναι μάλλον απίθανο να προσηλυτίσει με τη νέα ταινία του ο Αμερικανός δημιουργός των «Οικογένεια Τενενμπάουμ», «Ταξίδι στο Darjeeiling» και «Ο έρωτας του φεγγαριού», σίγουρα όμως δεν θα διαψεύσει τους ήδη υπάρχοντες θαυμαστές του. Συνεπής στο ύφος και το όραμά του, κτίζει ξανά ένα αποκλειστικά δικό του, εξαίσιο εικαστικά σύμπαν, κατοικημένο από απίστευτους τύπους. Περιήγηση στο Grand Budapest Hotel, ένα υπόδειγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής που δεσπόζει στο αλπικό τοπίο μίας φανταστικής κεντροευρωπαϊκής χώρας, το 1932, όταν ο επερχόμενος ναζισμός ρίχνει σύννεφα στην περιοχή. Το βαρύ πολιτικό κλίμα αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια για τον κύριο Γκούσταβ Χ., τον εκκεντρικό και υπερδραστήριο μάνατζερ του πολυτελούς ξενοδοχείου. Τον απασχολούν κυρίως, η περιποίηση και η ψυχαγωγία της αριστοκρατικής πελατείας του, με προτεραιότητα στις κυρίες, τις οποίες εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως. Η ενοχοποίησή του για τον μυστηριώδη φόνο της γηραιάς Μαντάμ Ν. αναγκάζει τον Γκούσταβ να πάρει τα χιονισμένα βουνά -στην κυριολεξία- συνοδευόμενος από τον πιστό του Ζίρο, ένα νεαρό βορειοαφρικανό βοηθό του. Και ενώ η καταδίωξη κλιμακώνεται με συναρπαστικούς ρυθμούς περιπετειώδους μυθιστορήματος του μεσοπολέμου, οι δυο άνδρες ανακαλύπτουν τη δύναμη της φιλίας και μερικές ακόμη βασικές αλήθειες. Παρόλο που η «μεταμόρφωση» των κεντρικών χαρακτήρων κυριαρχεί σαν θέμα, ο Άντερσον ξετυλίγει παράλληλες ιστορίες και δεν παραμελεί ούτε τον μικρότερο ρόλο, μοιράζοντας αξιομνημόνευτες ατάκες σε ένα καστ διεθνών σταρ. Ο Μπιλ Μάρεϊ, ο Όουεν Ουίλσον, ο Τζουντ Λο, ο Τζεφ Γκόλντμπλαμ, η Τίλντα Σουίντον, ο Ματιέ Αμαλρίκ και άλλα πρωτοκλασάτα ονόματα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, σαν γκεστ σε λίγες έστω σκηνές. Τον χορό των «αστέρων» σέρνει με κέφι και με ένα μονίμως ειρωνικό χαμόγελο ο Ρέιφ Φάινς, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί, συνθέτοντας με τις αντιφατικές πλευρές του Γκούσταβ έναν απολαυστικό ήρωα. Σαν βγαλμένα από εικονογραφημένο βιβλίο, τα σκηνικά και τα κοστούμια, οι κομμώσεις και οι σχολαστικά επιλεγμένοι φυσικοί χώροι, χάρη στον εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής. Ένας σχεδόν εξωπραγματικός κόσμος σε παστέλ χρώματα. Μπορεί το κινηματογραφικό σύμπαν του Άντερσον να φέρει την ξεχωριστή υπογραφή του, όμως δεν είναι κτισμένο εκ του μηδενός. Σαφείς οι αναφορές στο εξπρεσιονιστικό σινεμά του μεσοπολέμου, στη βιεννέζικη ζωγραφική των αρχών του 20ου αιώνα, στον φροϋδισμό, στην τρελή κωμωδία, ακόμη και στον διάσημο Αυστριακό συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, λογοτεχνικό είδωλο του σκηνοθέτη. Το κοκτέιλ «δένει» με μια διακριτική δόση μελαγχολίας. Αποτέλεσμα μια παραμυθένια κωμική όπερα, ένα πανέξυπνο και χαριτωμένο, αλλά καθόλου εξεζητημένο έργο, που βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.

300: η άνοδος της αυτοκρατορίας **

(300: Rise of an Empire)

Ιστορική - Διάρκεια 102'

Σκηνοθεσία: Νόαμ Μούρο

Παίζουν: Σάλιβαν Στέιπλετον, Ευα Γκριν, Λένα Χίντεϊ, Ροντρίγκο Σαντόρο, Χανς Μάθισον

Οι Έλληνες παίρνουν την εκδίκησή τους μετά την ηρωική πτώση του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και η παραγωγός εταιρεία ποντάρει σε θεαματική εμπορική επιτυχία, ανάλογη με αυτήν που γνώρισαν οι «300». Από την αρχική ταινία έχουν απομείνει ζωντανοί η Γοργώ, χήρα του Σπαρτιάτη βασιλιά, ο τερατόμορφος Εφιάλτης και ο Ξέρξης, ο εκπρόσωπος του βαρβαρικού Κακού, σκεπασμένος από την κορυφή ως τα νύχια με σκουλαρίκια και αλυσίδες, ζωντανή διαφήμιση του piercing. Δυο νέα πρόσωπα προστίθενται, οι αντίπαλοι στον πόλεμο που συνεχίζεται στη θάλασσα. Η αιμοσταγής «σκύλα» Αρτεμισία, επικεφαλής του περσικού στόλου και ο Θεμιστοκλής, αδιάφορος μποντιμπιλντεράς, με μια μόνιμη απειλή στο βλέμμα. Με εξαίρεση την Εύα Γκριν που κλέβει την παράσταση ως «κακιά» της ιστορίας, μιμούμενη τις εκφράσεις και τον τόνο της φωνής της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, οι υπόλοιποι ηθοποιοί ωχριούν μπροστά στα ψηφιακά εφέ. Πραγματικός χαμός γίνεται στα τρικυμισμένα πελάγη, κάτω από σκοτεινούς δυσοίωνους ουρανούς, με πλοία να εμβολίζονται και πολεμιστές να αλληλοσφάζονται ξανά και ξανά. Δεν μας ενόχλησαν τόσο οι αναχρονισμοί (όπως η χρήση του υγρού πυρός αρκετούς αιώνες πριν από το Βυζάντιο), ούτε κάποιες αναφορές σε σύγχρονους «βάρβαρους» Ασιάτες (το πρόγραμμα περιλαμβάνει και άνθρωπο-βόμβα που εκρήγνυται), όσο η επανάληψη της βίας για τη βία. Το αδιάκοπο μακελειό, οι αποκεφαλισμοί, οι ακρωτηριασμοί και οι τόνοι αίματος που εκτινάζονταν επάνω στα ειδικά 3D γυαλιά μας. Ας ελπίσουμε μόνο ότι τη ναυμαχία της Σαλαμίνας -πιστό αντίγραφο της κερδοφόρας αισθητικής πατέντας του Ζακ Σνάιντερ που είναι εδώ παραγωγός- δεν θα διαδεχθεί το Νο 3 με την αναπαράσταση της μάχης των Πλαταιών.

Πέρα από τη λογική *** ½

(A perdre la raison)

Δραματική - Διάρκεια 111'

Σκηνοθεσία: Γιοακίμ Λαφός

Παίζουν: Εμιλί Ντεκέν, Ταχάρ Ραχίμ, Νιλς Άρεστρουπ

Από το Βέλγιο, ένα λεπτοδουλεμένο ψυχολογικό δράμα με τραγική κατάληξη ευριπίδειων διαστάσεων. Η ταινία παίρνει την αρχική ιδέα από ένα αποτρόπαιο έγκλημα που συνέβη στις Βρυξέλες, πριν από μερικά χρόνια, και εξετάζει τα αίτια πίσω από το γεγονός. Άποψη του σκηνοθέτη: στη φαινομενικά εξελιγμένη, αλλά βαθιά συντηρητική βελγική κοινωνία, ο πατέρας-αφέντης έχει μεταμφιεσθεί σε καλοσυνάτο προστάτη, με πολιτισμένο λόγο και εκλεπτυσμένη συμπεριφορά. Μία τέτοια σύγχρονη μετάλλαξη της πατριαρχικής εξουσίας καταδυναστεύει τη Μιριέλ, όταν εγκαθίσταται μετά τον γάμο της με τον Μουνίρ στο σπίτι του Αντρέ, θετού πατέρα του μαροκινού συζύγου της. Ο καλός γιατρός παρέχει τα πάντα στους νεαρούς προστατευομένους του και έτσι εξασφαλίζει το δικαίωμα να ελέγχει κάθε πτυχή της ζωής τους, από το πού θα μείνουν μέχρι το πώς θα μεγαλώσουν τα τέσσερα παιδιά που αποκτούν το ένα μετά το άλλο. Ουσιαστικά, ο Αντρέ απομακρύνει την ταπεινής καταγωγής δασκάλα από τον αδύναμο Μουνίρ, τον οποίο υπεραγαπά (και όχι μόνο πατρικά), όπως υπαινίσσεται ένας χαρακτήρας. Η οικονομική εξάρτηση από τον πεθερό και η ανικανότητα του άνδρα της να απαλλαγεί από αυτή την οικογενειακή μέγγενη οδηγούν τη Μιριέλ σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Η κατάθλιψη είναι το πρώτο στάδιο της πορείας της προς την παραφροσύνη. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί με απερίφραστη στοργή την ηρωίδα στη βασανιστική κάθοδο στον Άδη, τον δικό της και των άλλων. Μέσα σε ένα νοσηρό ανδροκρατούμενο περιβάλλον, η γυναίκα είναι το πρώτο θύμα. Η ταινία, αφού ερευνά το πρόβλημα από όλες τις πλευρές, αποφαίνεται και καταγγέλλει με τρόπο που σοκάρει. Ανατριχιαστική η τελευταία σκηνή, παρόλο που δεν βλέπουμε να συντελείται το έγκλημα. Αδυσώπητη η ματιά του Γιοακίμ Λαφός. Όσο σκληρή είναι η κοινωνική πραγματικότητα που περιγράφει. Ιδιαίτερα απαιτητικός ρόλος για την Εμιλί Ντεκέν (την πρωταγωνίστρια στη «Ροζέτα» των αδελφών Νταρντέν), αφού θα πρέπει να κάνει μια ηρωίδα με ακραία συμπεριφορά να κερδίσει τη συμπάθειά μας. Η ταινία το πετυχαίνει δραματουργικά και η Ντεκέν το κατορθώνει με την ερμηνεία της (βραβεύτηκε στο Un Certain Regard, στο 62ο Φεστιβάλ Καννών). «Ευαίσθητη και δύσκολη γυναίκα» όπως λέει ένα τραγούδι, σε μια κορυφαία στιγμή. Και άτυχη εξ αιτίας της ιδιαιτερότητάς της, προσθέτουμε εμείς.

Φως μετά το σκοτάδι **

(Post tenebras lux)

Δραματική - Διάρκεια 114'

Σκηνοθεσία: Κάρλος Ρεϊνάδας

Παίζουν: Αδόλφο Χιμένες, Ναταλία Ασεβέδο, Ρουτ Ρεϊνάδας, Ελεαζάρ Ρεϊνάδας

Ο Κάρλος Ρεϊνάδας, ο αποκαλούμενος «κακό παιδί του μεξικανικού κινηματογράφου», ύστερα από τρεις προβοκατόρικες ταινίες μυθοπλασίας (το «Japon» του άγγιζε τα όρια του σκληρού πορνό) υπογράφει ένα καθαρά πειραματικό έργο με αυτοβιογραφικές αναφορές. Το στόρι: ένα εύπορο ζευγάρι από την πόλη εγκαθίσταται, με τα δυο του παιδιά, σε ένα πλούσιο αγροτόσπιτο και δυσκολεύεται να προσαρμοσθεί στη φύση και τους ανθρώπους της. Αυτό και μόνο. Πλοκή δεν υπάρχει, επειδή η ταινία αποτελείται από ασύνδετες μεταξύ τους ενότητες, όπου οι ηθοποιοί μιλούν μπροστά στην κάμερα για τα προβλήματά τους, ταλαιπωρούν τα ζώα ή έχουν ερωτικές φαντασιώσεις. Ένας αγώνας ράγκμπι δεν κολλάει με τίποτα με ένα όργιο σε παρισινό χαμάμ, ενώ τα δυο τρισχαριτωμένα παιδάκια του Ρεϊνάδας σε πρωταγωνιστικούς ρόλους περιφέρονται ασκόπως στην πολυτελέστατη αγροικία του σκηνοθέτη. Είναι σαν να βλέπει κανείς το home movie μιας άγνωστης σε αυτόν οικογένειας και να φεύγει, από την προβολή, μπερδεμένος. «Σκιές μετά το σκοτάδι» θα έπρεπε να είναι ο τίτλος. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, στο όνομα της πρωτοποριακής τέχνης.


 



 

ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!

Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα στα ίδια μένουν... ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία». Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων - εραστών και της εξουσίας... ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του 80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης, σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο τόπος και εκείνη η γενιά. ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές «μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της ...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους, για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως της όποιας εκλογικής αναμέτρησης... ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που ...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων» ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει... ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Άραγε τι ζητούσα και γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους «τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...

Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας

Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>


 




Ειδήσεις για όλους | Θέματα | Τουριστικό Ρεπορτάζ | Ιατρικά Θέματα | Παρουσίαση Βιβλίων | Επικοινωνία