Με Κύπριο κτήτορα, Κυπρία ηγουμένη και άλλες πέντε Κύπριες -από τις συνολικά δέκα αδελφές- η Ελληνορθόδοξη Μονή Μάρθας και Μαρίας, στην ιστορική Βηθανία, είναι σήμερα ένα από τα σημαντικά προσκυνήματα της Αγίας Γης.
Το χωριό Βηθανία βρίσκεται 4 χιλιόμετρα ανατολικά της Ιερουσαλήμ, πάνω στον δρόμο προς την Ιεριχώ. Στα αραβικά ονομάζεται «Αζαρία» (από το Ελληνικό Λαζαρείο, εκκλησία των βυζαντινών χρόνων πάνω στον τάφο του Λαζάρου) και πάνω στον τάφο του Λαζάρου υπάρχει μουσουλμανικό τέμενος.
Η Μονή Μάρθας και Μαρίας ονομάζεται και «Μονή της Προϋπάντησης», γιατί εδώ προϋπάντησαν τον Χριστό οι αδερφές Μάρθα και Μαρία, όταν πήγε εκεί για να αναστήσει τον νεκρό Λάζαρο.
Η Μονή είναι απέριτη, μέσα σε καταπράσινο κήπο. Οικοδομήθηκε το 1879 από τον Κύπριο Αρχιμανδρίτη Σπυρίδωνα (μετέπειτα Πατριάρχη Αντιοχείας) στα ερείπια παλαιότερης Μονής. Επιγραφή πάνω από τη δυτική πύλη αναφέρει: «Ο παρών Ιερός Ναός, σωρός ερειπίων υπάρχων πρότερων, ανεσκάφη, εκαθαρίσθη και ευρυχωρότατος ωκοδομήθη ευσεβεί ζήλω καιν δαπάνη του Αρχιμανδρίτου του Παναγίου Τάφου κ. Σπυρίδωνος του Κυπρίου φιλοτίμω συνδρομή των Ορθοδόξων χριστιανών εν έτει 1879, επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιεοροθέου του Α΄ και ετιμήθη επ΄ονόματι του Σωτήρως ημών Ιησού Χριστού ως κείμενος εν Βηθανία επί του τόπου ένθα υπνήντησαν αυτόν αι αδελφαί του Λάζαρου Μάρθα και Μαρία και εξεφώνησε το "εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή"».
Στο δεξιό μέρος του ναού σώζεται βράχος, που έχει σχήμα ράχης όνου. Σε αυτόν, σύμφωνα με την παράδοση, κάθισε ο Χρισός πριν μπει στη Βηθανία.
Ηγουμένη της Μονής είναι η μοναχή Ευπραξία από την Κύπρο, η οποία βρίσεται εκεί από το 1955. Οι άλλες Κύπριες μοναχές είναι οι αδελφές Μακαρία, Μητροδώρα, Μαρία και Μιχαηλία. Στη Μονή ζουν ακόμη πέντε μοναχές από την Ελλάδα, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Λόγω τού ότι το μοναστήρι είναι καταμεσής μουσουλμανικής γης, ενίοτε δέχεται το μένος φανατικών. Οι μοναχές ζουν σε αντίξοεες συνθήκες και αγωνίζονται να διαφυλάξουν το ιστορικό αυτό προσύνημα.
Η ηγουμένη Ευπραξία, όταν επισκεφθήκαμε τη Μονή, εξέφρασε ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια, που είχαν οι μοναχές από τον πρώην πρέσβη της Κύπρου στο Ισραήλ, Τάσο Τζιωνή. Σήμερα, συμπαραστάτης της είναι το στέλεχος του κυπριακού προξενείου στη Ραμάλα, Τάκης Δημοσθένους.
Ο Σπυρίδων (σσ. το λαϊκό του όνομα είναι Αναστάσιος Ευθυμίου) ήταν ο τρίτος -κατά τους νεότερους χρόνους- Κύπριος Πατριάρχης Αντιοχείας, μετά τον Συλβέστρο και τον Ανθέμιο. Επίσης, έμελε να είναι και ο τελευταίος Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας, αφού έπονταν Άραβες Πατριάρχες.
Γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Νικόλαος Πραιτωρίου της Πάφου το 1839 και το 1845 πήγε στην Παλαιστίνη και μπήκε στο ελληνικό σχολαρχείο Ιεροσολύμων. Το 1873 έγινε πρεσβύτερος, γνωρίζοντας αραβικά και ρωσικά. Αφιέρωσε υπέρ του ποιμνίου του την περιουσία, που κληρονόμησε από τον θείο του, Μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιο. Αγόρασε με δικά του έξοδα την ιστορική Βηθανία και έχτισε το μοναστήρι. Το 1884 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος τον χειροτόνησε Αρχιεπίσκοπο Θαβωρίου. Παρότι δεν είχε μεγάλη ακαδημαϊκή μόρφωση, αφού δεν φοίτησε σε θεολογική σχολή, ήταν, σύμφωνα με τον μακαριστό ιστορικό της Εκκλησίας, αρχιμανδρίτη Παύλο Εγγλεζάκη, «έμπειρος ιεράρχης, μετριοπαθής, θαραλλέος, δραστήριος, φιλόκαλλος και ιδιαίτερα καλλίφωνος».
Η πολιτεία του Σπυρίδωνος, κατά τη σύντομη παρουσία του στον θρόνο Αντιοχείας, χαρακτηρίστηκε από την πρόσκληση προς τη Ρωσική Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Εταιρεία να επεκτείνει τη δράση της στη Συρία, παραδίδοντας σε αυτήν το παρθεναγωγείο Δαμασκού με σκοπό την ενδυνάμωση της ορθοδοξίας στη Συρία.
Όμως, η Παλαιστινιακή Εταιρεία δεν εκπροσωπούσε απλώς μια ορθόδοξη φιλανθρωπική οργάνωση με στόχο την παροχή εκπαίδευσης στους ντόπιους ορθοδόξους και τη διευκόλυνση του προσκυνήματος Ρώσων προσκυνητών στους Αγίους Τόπους. Είχε και στόχο τις στενές σχέσεις με τη ρωσική πολιτική και τα ρωσικά προξενεία στην περιοχή και ευνοούσε γενικά την ανάδειξη ντόπιων αραβόφωνων. Οι σχέσεις του Σπυρίδωνος με τους Ρώσους επιδεινώθηκαν σημαντικά κατά το 1897. Η αντιπαράθεση αυτή επρόκειτο να είναι μοιραία για την παραμονή του στον πατριαρχικό θρόνο και εντέλει οδηγήθηκε σε παραίτηση, διότι δε διέθετε πλέον κανένα στήριγμα. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Γεράσιμος, που τον στήριζε στις επιλογές του είχε αποβιώσει το 1896. Εξάλλου, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 είχε περιορίσει στο ελάχιστο τις καλές προθέσεις της Πύλης που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να υποστηρίξει τον Αντιοχείας απέναντι στους Ρώσους.
Μετά την παραίτησή του ο Σπυρίδων δεν κατάφερε να πείσει τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμνιανό να του επιτρέψει να ζήσει στη Μονή της Βηθανίας, της οποίας ήταν κτήτωρ. Ως τόπος διαμονής του ορίστηκε το μετόχι του Παναγίου Τάφου στον Νεοχώριο του Βοσπόρου, όπου μετέβη το 1898.
Το 1908 η Ελλάδα πρότεινε ως διέξοδο για την εκκλησιαστική κρίση στην Κύπρο την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου του πρώην Αντιοχείας Σπυρίδωνος. Όμως το θέμα δεν προχώρησε, γιατί εκδηλώθηκαν αντιδράσεις από μερίδα Κυπρών με το επιχείρημα ότι ο Σπυρίδων είχε εργαστεί υπέρ των Ρώσων.
Κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα το 1921 και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Κρημνού στη Χάλκη, μετόχι του Παναγίου Τάφου. Δίπλα του είναι ο τάφος του Πατριαρχου Ιεροσολύμων Νικοδήμου, ο οποίος τον είχε χειροτονήσει επίσκοπο.