Οι καπνιστές διατρέχουν 3-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ανευρύσματος της αορτής, ενώ στους υπερτασικούς άντρες τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας είναι συχνότερα και μπορεί να συνυπάρχουν με ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής.
Συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ανεύρυσμα αορτής έχουν εξαπλάσια πιθανότητα εμφάνισης ανευρύσματος. Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η διόγκωση - διάταση ενός αγγείου (συνήθως μίας αρτηρίας), άνω του 50% της φυσιολογικής διαμέτρου. Τα ανευρύσματα είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνα, διότι σπάνια προκαλούν συμπτώματα, εκτός εάν είναι πολύ μεγάλα.
Συνήθως διαγιγνώσκονται τυχαία σε απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία) που γίνονται για διερεύνηση άλλων παθήσεων. Τα στοιχεία αυτά ανέφερε σε συνέντευξη του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Αγγειοχειρουργικής, Νικόλαος Σαρατζής, ο οποίος πρόσφατα μαζί με τον καρδιοαγγειοχειρουργό, Όμηρο Χαλβατζούλη, αντιμετώπισε επιτυχώς στο Ιατρικό Διαβαλκανικό, το μεγαλύτερο παγκοσμίως ανεύρυσμα 12 εκατοστών στην υποκλείδιο αρτηρία 55χρονου ασθενή ο οποίος προσήλθε με συμπτώματα έντονης δυσκαταποσίας, δύσπνοιας και συριγμού στην ομιλία και με προϋπάρχουσα διάγνωση για όγκο.
Ο κ Σαρατζής στη συνέντευξή του εξηγεί τι είναι τα ανερύσματα και ποια είναι τα αίτια που τα προκαλούν, πόσο συχνά εμφανίζονται και πόσο επικίνδυνα είναι για τη ζωή καθώς και για τους τρόπους διάγνωσης και αντιμετώπισής τους
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
Ερ: Τι είναι τα ανευρύσματα και ποια είναι τα αίτια που τα προκαλούν;
Απ: Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η διόγκωση - διάταση ενός αγγείου (συνήθως μίας αρτηρίας), άνω του 50% της φυσιολογικής διαμέτρου. Τα ανευρύσματα μπορεί να είναι αποτέλεσμα της εκφύλισης του τοιχώματος της αρτηρίας ή να οφείλονται σε τραυματισμό των χιτώνων της. Σε ειδικές περιπτώσεις μικροβιακές φλεγμονές μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία μυκωτικών (φλεγμονωδών) ανευρυσμάτων.
Ο αγγειοχειρουργός είναι ο ειδικός για την αντιμετώπιση όλων των ανευρυσμάτων, εκτός από αυτά που αφορούν ενδοκράνιες αρτηρίες.
Ερ: Ποια είναι τα πιο συχνά , ποια τα πιο σπάνια και πόσο επικίνδυνα είναι για τη ζωή;
Απ: Τα συχνότερα ανευρύσματα είναι της κοιλιακής αορτής, της θωρακικής αορτής και της ιγνυακής αρτηρίας. Ένα από τα σπανιότερα ανευρύσματα είναι αυτό της υποκλειδίου αρτηρίας, όπως το μεγαλύτερο παγκοσμίως ανεύρυσμα 12 εκατοστών που πρόσφατα αντιμετωπίσαμε και το οποίο, ακριβώς λόγω της σπανιότητάς του, δεν είχε προηγουμένως διαγνωστεί ως τέτοιο.
Όλα τα ανευρύσματα είναι επικίνδυνα για τη ζωή του ασθενούς. Όσο αυξάνεται το μέγεθος ενός ανευρύσματος, τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος ρήξης που μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγία και μετέπειτα σε καταπληξία και θάνατο. Επίσης, ένα ανεύρυσμα μπορεί να αποτελέσει σημείο σχηματισμού θρόμβων και να οδηγήσει σε θρομβοεμβολικά επεισόδια στα σπλάγχνα, στα άκρα ή και στον εγκέφαλο.
Τα μικρά ανευρύσματα σπάνια υφίστανται ρήξη. Πρέπει όμως να παρακολουθούνται συστηματικά με υπερηχογράφημα. Ένα ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής 4 εκατοστών έχει ελάχιστες πιθανότητες ρήξης ενώ αν μεγαλώσει και φτάσει σε διάμετρο 7 εκατοστών, τότε ο κίνδυνος ξεπερνά το 30%.
Ερ: Σε τι οφείλονται τα ανευρύσματα; Υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή τους;
Απ: Τα περισσότερα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής που αντιμετωπίζουμε είναι συνήθως εκφυλιστικά. Στο μέσο χιτώνα του αγγείου συμβαίνουν διαταραχές σε δομικά στοιχεία όπως η ελαστίνη και το κολλαγόνο. Αυτό οδηγεί σε εξασθένηση του τοιχώματος της αρτηρίας και τη δημιουργία ανευρύσματος. Η νόσος βέβαια είναι πολυπαραγοντική. Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη δημιουργία τέτοιων ανευρυσμάτων είναι η κληρονομικότητα, το αντρικό φύλο, η ηλικία άνω των 60, το κάπνισμα και η αρτηριακή υπέρταση. Τα μετατραυματικά ανευρύσματα συμβαίνουν μετά από κάκωση κάποιας αρτηρίας που οδηγεί αρχικά σε μερική ρήξη του τοιχώματος της. Μπορούν να συμβούν στην υποκλείδιο, στην ιγνυακή, τη μηριαία αρτηρία ή ακόμη και στη θωρακική αορτή. Αρχικά μπορεί να υπάρχει ένα αιμάτωμα και με την πάροδο του χρόνου να δημιουργηθεί ανεύρυσμα.
Ερ: Τι πιθανότητα έχει κανείς να εμφανίσει κάποιο ανεύρυσμα στη διάρκεια της ζωής του;
Απ: Υπολογίζεται πως το 5% των ανδρών και το 1% των γυναικών άνω των 65 ετών, έχουν ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Οι καπνιστές διατρέχουν 3-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ανευρύσματος της αορτής. Σε υπερτασικούς άντρες τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας είναι συχνότερα και μπορεί να συνυπάρχουν με ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής. Συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ανεύρυσμα αορτής έχουν εξαπλάσια πιθανότητα εμφάνισης ανευρύσματος.
Ερ: Σε ποια σημεία εμφανίζονται τα ανευρύσματα; Εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα στους άντρες και τις γυναίκες;
Απ: Ανάλογα με την εντόπιση τους τα ανευρύσματα μπορεί να είναι της κοιλιακής αορτής, της θωρακικής αορτής, θωρακοκοιλιακά, των περιφερικών αρτηριών (ιγνυακή - μηριαία - υποκλείδια αρτηρία) και των σπλαγχνικών αγγείων (νεφρική - ηπατική - σπληνική αρτηρία).
Τα ανευρύσματα του εγκεφάλου είναι πιο συχνά στις γυναίκες, ενώ τα ανευρύσματα αορτής είναι πιο συχνά στους άντρες.
Ερ: Έχουν συμπτώματα και πως διαγιγνώσκονται;
Απ: Τα ανευρύσματα είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνα, διότι σπάνια προκαλούν συμπτώματα, εκτός εάν είναι πολύ μεγάλα. Συνήθως διαγιγνώσκονται τυχαία σε απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία) που γίνονται για διερεύνηση άλλων παθήσεων. Κάποιοι ασθενείς με μεγάλο ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής μπορεί να αναφέρουν πόνο στην οσφύ ή να ψηλαφάται το ανεύρυσμα ως παλλόμενη μάζα το ύψος του ομφαλού. Όταν υπάρχει έντονη συμπτωματολογία συνήθως είναι αποτέλεσμα των επιπλοκών του ανευρύσματος. Ένα αυξανόμενο σε διάμετρο ανεύρυσμα με πιθανότητα ρήξης ή ραγέν ανεύρυσμα εμφανίζεται με έντονο πόνο αιφνίδιας έναρξης στην οσφύ ή στην κοιλιακή χώρα, λιποθυμικό επεισόδιο και κυκλοφορική καταπληξία.
Η διάγνωση του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής τίθεται με υπερηχογράφημα που είναι μια απλή ανώδυνη εξέταση. Με υπερηχογράφημα παρακολουθούμε ασθενείς με μικρά ανευρύσματα καθώς επίσης άτομα υψηλού κινδύνου όπως άντρες και γυναίκες που έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με ανεύρυσμα.
Η αξονική τομογραφία είναι απαραίτητη στους ασθενείς που πρόκειται να αντιμετωπίσουμε χειρουργικά γιατί μας δείχνει λεπτομέρειες της μορφολογίας του ανευρύσματος και τη σχέση του με τα άλλα όργανα, πληροφορίες απαραίτητες για το σχεδιασμό της επέμβασης και την επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης.
Ερ: Πως αντιμετωπίζονται;
Απ: Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη θέση και το μέγεθός τους. Τα ανευρύσματα της αορτής όταν είναι μικρά (μικρότερα από 5εκατοστά), αντιμετωπίζονται συντηρητικά με έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, διακοπή του καπνίσματος, χορήγηση στατινών ή και αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων. Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται ανά εξάμηνο για την πιθανότητα αύξησης του μεγέθους του ανευρύσματος.
Ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής άνω των 5 εκατοστών πρέπει να διορθώνονται προληπτικά. Υπάρχουν δύο επιλογές αντιμετώπισης ενός ανευρύσματος κοιλιακής αορτής: ανοικτή χειρουργική επέμβαση ή ενδαγγειακή αποκατάσταση του ανευρύσματος. Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση πλεονεκτεί γιατί δεν απαιτείται γενική αναισθησία, ο ασθενής δε μπαίνει στη μονάδα εντατικής θεραπείας και υπάρχουν ελάχιστες απώλειες αίματος. Μετεγχειρητικά κινητοποιείται πρώιμα ο ασθενής και την επόμενη μέρα μπορεί να εξέλθει του νοσοκομείου γιατί αποφεύγεται η λαπαροτομία.
Ερ: Με βάση τη βιβλιογραφία τι είδους είναι τα μεγαλύτερα ανευρύσματα που αντιμετωπίστηκαν; Αντιμετωπίσατε πρόσφατα το μεγαλύτερο ανεύρυσμα υποκλείδιας αρτηρίας; Είναι συχνά αυτού του είδους τα ανευρύσματα και ποιός είναι ο βαθμός επικινδυνότητας σε περίπτωση ρήξης;
Απ: Υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές και περιγραφές περιπτώσεων ηλικιωμένων ασθενών με μεγάλα ανευρύσματα 10 έως και 15 εκατ. σε διάμετρο που συνήθως είναι εκφυλιστικά και εντοπίζονται στην αορτή ( θωρακική ή και κοιλιακή αορτή ).
Τα ανευρύσματα της υποκλειδίου αρτηρίας είναι εξαιρετικά σπάνια και αποτελούν ποσοστό μικρότερο από 1% όλων των ανευρυσμάτων των περιφερικών αρτηριών. Ειδικά όταν έχουν ενδοθωρακική εντόπιση, όπως η περίπτωση που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα, η διάγνωση καθυστερεί γιατί δεν υπάρχουν εξωτερικά ευρήματα και τα συμπτώματα παραπλανούν όπως η δύσπνοια και ο συριγμός από μετατόπιση της τραχείας και την πάρεση του φρενικού νεύρου ή το βράγχος της φωνής από πίεση του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου. Η ρήξη ενός τέτοιου ανευρύσματος έχει κατά κανόνα κακή έκβαση λόγω της αθρόας αιμορραγίας, πίεσης της αναπνευστικής οδού από το εκτεταμένο αιμάτωμα και της δύσκολης τεχνικά χειρουργικής προσπέλασης.
Αγγέλα Φωτοπούλου
Οι καπνιστές διατρέχουν 3-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ανευρύσματος της αορτής, ενώ στους υπερτασικούς άντρες τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας είναι συχνότερα και μπορεί να συνυπάρχουν με ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής.
Συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ανεύρυσμα αορτής έχουν εξαπλάσια πιθανότητα εμφάνισης ανευρύσματος. Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η διόγκωση - διάταση ενός αγγείου (συνήθως μίας αρτηρίας), άνω του 50% της φυσιολογικής διαμέτρου. Τα ανευρύσματα είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνα, διότι σπάνια προκαλούν συμπτώματα, εκτός εάν είναι πολύ μεγάλα.
Συνήθως διαγιγνώσκονται τυχαία σε απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία) που γίνονται για διερεύνηση άλλων παθήσεων. Τα στοιχεία αυτά ανέφερε σε συνέντευξη του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Αγγειοχειρουργικής, Νικόλαος Σαρατζής, ο οποίος πρόσφατα μαζί με τον καρδιοαγγειοχειρουργό, Όμηρο Χαλβατζούλη, αντιμετώπισε επιτυχώς στο Ιατρικό Διαβαλκανικό, το μεγαλύτερο παγκοσμίως ανεύρυσμα 12 εκατοστών στην υποκλείδιο αρτηρία 55χρονου ασθενή ο οποίος προσήλθε με συμπτώματα έντονης δυσκαταποσίας, δύσπνοιας και συριγμού στην ομιλία και με προϋπάρχουσα διάγνωση για όγκο.
Ο κ Σαρατζής στη συνέντευξή του εξηγεί τι είναι τα ανερύσματα και ποια είναι τα αίτια που τα προκαλούν, πόσο συχνά εμφανίζονται και πόσο επικίνδυνα είναι για τη ζωή καθώς και για τους τρόπους διάγνωσης και αντιμετώπισής τους
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
Ερ: Τι είναι τα ανευρύσματα και ποια είναι τα αίτια που τα προκαλούν;
Απ: Ως ανεύρυσμα χαρακτηρίζεται η διόγκωση - διάταση ενός αγγείου (συνήθως μίας αρτηρίας), άνω του 50% της φυσιολογικής διαμέτρου. Τα ανευρύσματα μπορεί να είναι αποτέλεσμα της εκφύλισης του τοιχώματος της αρτηρίας ή να οφείλονται σε τραυματισμό των χιτώνων της. Σε ειδικές περιπτώσεις μικροβιακές φλεγμονές μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία μυκωτικών (φλεγμονωδών) ανευρυσμάτων.
Ο αγγειοχειρουργός είναι ο ειδικός για την αντιμετώπιση όλων των ανευρυσμάτων, εκτός από αυτά που αφορούν ενδοκράνιες αρτηρίες.
Ερ: Ποια είναι τα πιο συχνά , ποια τα πιο σπάνια και πόσο επικίνδυνα είναι για τη ζωή;
Απ: Τα συχνότερα ανευρύσματα είναι της κοιλιακής αορτής, της θωρακικής αορτής και της ιγνυακής αρτηρίας. Ένα από τα σπανιότερα ανευρύσματα είναι αυτό της υποκλειδίου αρτηρίας, όπως το μεγαλύτερο παγκοσμίως ανεύρυσμα 12 εκατοστών που πρόσφατα αντιμετωπίσαμε και το οποίο, ακριβώς λόγω της σπανιότητάς του, δεν είχε προηγουμένως διαγνωστεί ως τέτοιο.
Όλα τα ανευρύσματα είναι επικίνδυνα για τη ζωή του ασθενούς. Όσο αυξάνεται το μέγεθος ενός ανευρύσματος, τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνος ρήξης που μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγία και μετέπειτα σε καταπληξία και θάνατο. Επίσης, ένα ανεύρυσμα μπορεί να αποτελέσει σημείο σχηματισμού θρόμβων και να οδηγήσει σε θρομβοεμβολικά επεισόδια στα σπλάγχνα, στα άκρα ή και στον εγκέφαλο.
Τα μικρά ανευρύσματα σπάνια υφίστανται ρήξη. Πρέπει όμως να παρακολουθούνται συστηματικά με υπερηχογράφημα. Ένα ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής 4 εκατοστών έχει ελάχιστες πιθανότητες ρήξης ενώ αν μεγαλώσει και φτάσει σε διάμετρο 7 εκατοστών, τότε ο κίνδυνος ξεπερνά το 30%.
Ερ: Σε τι οφείλονται τα ανευρύσματα; Υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή τους;
Απ: Τα περισσότερα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής που αντιμετωπίζουμε είναι συνήθως εκφυλιστικά. Στο μέσο χιτώνα του αγγείου συμβαίνουν διαταραχές σε δομικά στοιχεία όπως η ελαστίνη και το κολλαγόνο. Αυτό οδηγεί σε εξασθένηση του τοιχώματος της αρτηρίας και τη δημιουργία ανευρύσματος. Η νόσος βέβαια είναι πολυπαραγοντική. Παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη δημιουργία τέτοιων ανευρυσμάτων είναι η κληρονομικότητα, το αντρικό φύλο, η ηλικία άνω των 60, το κάπνισμα και η αρτηριακή υπέρταση. Τα μετατραυματικά ανευρύσματα συμβαίνουν μετά από κάκωση κάποιας αρτηρίας που οδηγεί αρχικά σε μερική ρήξη του τοιχώματος της. Μπορούν να συμβούν στην υποκλείδιο, στην ιγνυακή, τη μηριαία αρτηρία ή ακόμη και στη θωρακική αορτή. Αρχικά μπορεί να υπάρχει ένα αιμάτωμα και με την πάροδο του χρόνου να δημιουργηθεί ανεύρυσμα.
Ερ: Τι πιθανότητα έχει κανείς να εμφανίσει κάποιο ανεύρυσμα στη διάρκεια της ζωής του;
Απ: Υπολογίζεται πως το 5% των ανδρών και το 1% των γυναικών άνω των 65 ετών, έχουν ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Οι καπνιστές διατρέχουν 3-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ανευρύσματος της αορτής. Σε υπερτασικούς άντρες τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας είναι συχνότερα και μπορεί να συνυπάρχουν με ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής. Συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ανεύρυσμα αορτής έχουν εξαπλάσια πιθανότητα εμφάνισης ανευρύσματος.
Ερ: Σε ποια σημεία εμφανίζονται τα ανευρύσματα; Εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα στους άντρες και τις γυναίκες;
Απ: Ανάλογα με την εντόπιση τους τα ανευρύσματα μπορεί να είναι της κοιλιακής αορτής, της θωρακικής αορτής, θωρακοκοιλιακά, των περιφερικών αρτηριών (ιγνυακή - μηριαία - υποκλείδια αρτηρία) και των σπλαγχνικών αγγείων (νεφρική - ηπατική - σπληνική αρτηρία).
Τα ανευρύσματα του εγκεφάλου είναι πιο συχνά στις γυναίκες, ενώ τα ανευρύσματα αορτής είναι πιο συχνά στους άντρες.
Ερ: Έχουν συμπτώματα και πως διαγιγνώσκονται;
Απ: Τα ανευρύσματα είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνα, διότι σπάνια προκαλούν συμπτώματα, εκτός εάν είναι πολύ μεγάλα. Συνήθως διαγιγνώσκονται τυχαία σε απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία) που γίνονται για διερεύνηση άλλων παθήσεων. Κάποιοι ασθενείς με μεγάλο ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής μπορεί να αναφέρουν πόνο στην οσφύ ή να ψηλαφάται το ανεύρυσμα ως παλλόμενη μάζα το ύψος του ομφαλού. Όταν υπάρχει έντονη συμπτωματολογία συνήθως είναι αποτέλεσμα των επιπλοκών του ανευρύσματος. Ένα αυξανόμενο σε διάμετρο ανεύρυσμα με πιθανότητα ρήξης ή ραγέν ανεύρυσμα εμφανίζεται με έντονο πόνο αιφνίδιας έναρξης στην οσφύ ή στην κοιλιακή χώρα, λιποθυμικό επεισόδιο και κυκλοφορική καταπληξία.
Η διάγνωση του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής τίθεται με υπερηχογράφημα που είναι μια απλή ανώδυνη εξέταση. Με υπερηχογράφημα παρακολουθούμε ασθενείς με μικρά ανευρύσματα καθώς επίσης άτομα υψηλού κινδύνου όπως άντρες και γυναίκες που έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με ανεύρυσμα.
Η αξονική τομογραφία είναι απαραίτητη στους ασθενείς που πρόκειται να αντιμετωπίσουμε χειρουργικά γιατί μας δείχνει λεπτομέρειες της μορφολογίας του ανευρύσματος και τη σχέση του με τα άλλα όργανα, πληροφορίες απαραίτητες για το σχεδιασμό της επέμβασης και την επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης.
Ερ: Πως αντιμετωπίζονται;
Απ: Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη θέση και το μέγεθός τους. Τα ανευρύσματα της αορτής όταν είναι μικρά (μικρότερα από 5εκατοστά), αντιμετωπίζονται συντηρητικά με έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, διακοπή του καπνίσματος, χορήγηση στατινών ή και αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων. Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται ανά εξάμηνο για την πιθανότητα αύξησης του μεγέθους του ανευρύσματος.
Ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής άνω των 5 εκατοστών πρέπει να διορθώνονται προληπτικά. Υπάρχουν δύο επιλογές αντιμετώπισης ενός ανευρύσματος κοιλιακής αορτής: ανοικτή χειρουργική επέμβαση ή ενδαγγειακή αποκατάσταση του ανευρύσματος. Η ενδαγγειακή αντιμετώπιση πλεονεκτεί γιατί δεν απαιτείται γενική αναισθησία, ο ασθενής δε μπαίνει στη μονάδα εντατικής θεραπείας και υπάρχουν ελάχιστες απώλειες αίματος. Μετεγχειρητικά κινητοποιείται πρώιμα ο ασθενής και την επόμενη μέρα μπορεί να εξέλθει του νοσοκομείου γιατί αποφεύγεται η λαπαροτομία.
Ερ: Με βάση τη βιβλιογραφία τι είδους είναι τα μεγαλύτερα ανευρύσματα που αντιμετωπίστηκαν; Αντιμετωπίσατε πρόσφατα το μεγαλύτερο ανεύρυσμα υποκλείδιας αρτηρίας; Είναι συχνά αυτού του είδους τα ανευρύσματα και ποιός είναι ο βαθμός επικινδυνότητας σε περίπτωση ρήξης;
Απ: Υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές και περιγραφές περιπτώσεων ηλικιωμένων ασθενών με μεγάλα ανευρύσματα 10 έως και 15 εκατ. σε διάμετρο που συνήθως είναι εκφυλιστικά και εντοπίζονται στην αορτή ( θωρακική ή και κοιλιακή αορτή ).
Τα ανευρύσματα της υποκλειδίου αρτηρίας είναι εξαιρετικά σπάνια και αποτελούν ποσοστό μικρότερο από 1% όλων των ανευρυσμάτων των περιφερικών αρτηριών. Ειδικά όταν έχουν ενδοθωρακική εντόπιση, όπως η περίπτωση που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα, η διάγνωση καθυστερεί γιατί δεν υπάρχουν εξωτερικά ευρήματα και τα συμπτώματα παραπλανούν όπως η δύσπνοια και ο συριγμός από μετατόπιση της τραχείας και την πάρεση του φρενικού νεύρου ή το βράγχος της φωνής από πίεση του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου. Η ρήξη ενός τέτοιου ανευρύσματος έχει κατά κανόνα κακή έκβαση λόγω της αθρόας αιμορραγίας, πίεσης της αναπνευστικής οδού από το εκτεταμένο αιμάτωμα και της δύσκολης τεχνικά χειρουργικής προσπέλασης.
Αγγέλα Φωτοπούλου