Ένας στενός και ανηφορικός επαρχιακός δρόμο, μέσα σε δάση οξιάς, πάνω στις νότιες πλαγιές του Γράμμου, αποκαλύπτει το πιο ορεινό ίσως χωριό στην Ελλάδα, την Αετομηλίτσα.
Πρόκειται για ένα βλαχοχώρι, που ζωντανεύει πέντε μήνες τον χρόνο, καθώς πέφτει σε «χειμερία νάρκη» από τις αρχές του Οκτώβρη και «ξυπνά» τον Μάιο.
Ο πληθυσμός του μετακινείται, καθώς είναι όλοι κτηνοτρόφοι. Κάθε Φθινόπωρο και 'Ανοιξη παίρνουν την παραδοσιακή τους «βλαχόστρατα», για να εγκατασταθούν μαζί με τα κοπάδια τους είτε στα χειμαδιά της Λάρισας και της Μακεδονίας είτε στον Γράμμο στα πατρικά τους μέρη για το καλοκαίρι.
Μαζί με τους κατοίκους «μετακινείται» και το κοινοτικό γραφείο. Το καλοκαίρι, λειτουργεί σ' ένα παραδοσιακό κτίριο στην κεντρική πλατεία στην Αετομηλίτσα, ενώ τους χειμερινούς μήνες μεταφέρεται στη Λάρισα.
Πίσω στο χωριό, μένουν δύο άνθρωποι-φύλακες του τόπου και των περιουσιών. Πρόκειται για έναν ηλικιωμένο συνταξιούχο και έναν Αλβανό, οι οποίοι πληρώνονται από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους. Τα σπίτια είναι σιδερόφραχτα, ενώ ορισμένα για μεγαλύτερη ασφάλεια έχουν στις πόρτες και τα παράθυρα τοποθετημένες λαμαρίνες.
Τον τελευταίο χρόνο έχασαν 40 ζώα, άλογα και αγελάδες, από τα μονοπάτια των αφύλακτων συνόρων, όπως ειδικά υπογραμμίζουν. Τόσο το χωριό όσο και η γύρω περιοχή αποτελούν πεδίο δράσης των Αλβανών, που μπαίνουν και αρπάζουν με ευκολία ζώα και τα οδηγούν στην Αλβανία.
«Ένα άλογο στην Αλβανία κοστίζει 1500 ευρώ για να το αγοράσεις. Οι επιτήδειοι δίνουν 100 ή 200 ευρώ σ' έναν ζωοκλέφτη, για το πάρει από τη περιοχή μας και να το οδηγήσει σε αλβανικό έδαφος» εξηγεί ένας 75χρόνος κτηνοτρόφος, που έχασε πριν λίγο καιρό πέντε ζώα.
Ορισμένοι μάλιστα ενημέρωσαν και στις αλβανικές αρχές στην Κορυτσά, που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά, για την παράνομη δραστηριότητα στα σύνορα, χωρίς ωστόσο να δουν κάποιο αποτέλεσμα. Λύση στο πρόβλημα, υποστηρίζουν, πως μπορεί να δοθεί μόνο εάν γίνει διάνοιξη ενός δρόμου συνόρων, ώστε να γίνονται περιπολίες που θα βάλουν φρένο στην ζωοκλοπή.
Τα βοσκοτόπια στην Αετομηλίτσα καλύπτουν έκταση 45.000 στρεμμάτων, ενώ τα γιδοπρόβατα και οι αγελάδες ανέρχονται σε 12.000. Η κτηνοτροφία βρίσκεται σε συνεχή άνοδο με παραγωγή ντόπιων προϊόντων της Αετομηλίτσας, όπως τυριά, με πρώτο το βλάχικο μανούρι «ούρδα» και αγνά νόστιμα κρέατα.
Μέχρι το 1929 είχε το χωριό είχε το σλάβικο όνομα Ντένισκο, δηλαδή προσήλιο, ονομασία που προσδιορίζει τη γεωγραφική του θέση. Είναι το βορειότερο χωριό του νομού Ιωαννίνων και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα.
Ο οικισμός με το παραδοσιακό χρώμα, τα καλντερίμια, τις πλακοστρωμένες πλατείες και τα πέτρινα τοιχία, που απλώνεται σε υψόμετρο 1380-1490 μέτρων, ξαναχτίστηκε μετά το 1960 πάνω στα συντρίμμια που άφησε πίσω του το πέρασμα του εμφυλίου πολέμου.
Η Αετομηλίτσα αποτελεί αφετηρία για διαδρομές στα αλπικά και υποαλπικά τοπία του Γράμμου. Ακόμη και τον χειμώνα είναι επιλογή πολλών ορειβατικών ομάδων, ενώ στην άκρη του χωριού λειτουργεί καταφύγιο.
Το βλαχοχώρι, απέχει 113 χιλιόμετρα από τα Γιάννενα. Στο 96ο χιλ. της Εθνικής οδού Ιωαννίνων - Κοζάνης, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, υπάρχει η πινακίδα «Αετομηλίτσα 17».