Mνήμη, αυτή η άθλια γεροντοκόρη. Την πιάνει συχνά η μανία να πετά βότσαλα βαριά στην ακύμαντη επιφάνεια της βαλτωμένης καθημερινότητας. Ρυτιδιάζουν οι σκέψεις, μεταφέρονται οι κυματισμοί…
Άλλοτε πάλι, σα παστρική κυράτσα, ανοίγει διάπλατα τα σεντούκια και τα συρτάρια και πετάει στο ξέστρωτο κρεβάτι της θύμησης, ανάκατα τα κιτρινισμένα παλιά «προικιά», τα πλουμιστά μα και τα λερά. Τα φορεμένα κατάσαρκα, ποτισμένα από την αντρική μυρωδιά του κορμιού του, σωρό κουβάρι. Τα τακτοποιημένα, μαζί με τα τσαλακωμένα. Τα τσακωμένα, με τα τσιτωμένα…
Η αλήθεια τότε, χτυπά δυνατά. Όπως πέφτει ένα βότσαλο, στρογγυλό και βαρύ, στου βυθού την άμμο και χώνεται βαθιά. Σα πόνος από γυναίκα που απρόσμενα στράφηκε εναντίον του γιατί ένοιωθε απειλούμενη από ένα μυαλό που δεν κατάφερνε να μπει στους λαβυρίνθους του. Κι αυτό… δεν του το συγχώρησε ποτέ! Παλιά, μνησίκακη έχθρα. Παραμόνευε, κατέγραφε όλα του τα αδύναμα σημεία κι ήξερε πως και πότε να εφορμήσει. Κατέστρωνε τις απρόβλεπτες επιθέσεις της και τα γιουρούσια στα μισογκρεμισμένα τείχη των αντιστάσεών του, ψύχραιμη, οργανωμένη, άγρια και δραστικά εκδικητική.
Οι στίχοι του Ελύτη, του ήρθαν στο νου και πετάχτηκε από το καναπεδάκι. «Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς;…» Βάλθηκε να βηματίζει πέρα δώθε, σαν κάτι να ήθελε να ξορκίσει, ή κάτι να πρόσμενε, που αργούσε να φτάσει… Κρατώντας ως σημαία τα «όχι» που βρήκε το θάρρος να αρθρώσει.
Ξαφνικά, του ήρθε η διάθεση να μυρίσει άρωμα νύχτας, ανάκατο με το βαρύ αχό των άστρων. «Όρθιος θέλω να βλέπω τα δέντρα» σχηματίστηκε η φράση στο μυαλό του. «Να νιώθω παράλληλος στον κορμό τους, να αισθάνομαι την εναρμόνιση μέσα από του σκοταδιού το φίλτρο…».
Παρ’ όλες τις κρύφιες ενοχές για εκείνα που δεν είχε κάνει μα τα κουβαλούσε σα βαρίδια στο μυαλό, παρά τα πολλαπλά «πρέπει-δεν πρέπει», εμπρός του -αν και όχι εντελώς αντικριστά- μα σε κάποια απόσταση, έτσι που να παραλλάσσονται όσα έβλεπε από κείνον, ανοιγόταν το είδωλό του σε ιδεατό καθρέφτη.
Είδε τις γραμμές του προσώπου, το χνάρι της ύπαρξής του στο χωροχρόνο και στα μάτια του την αναίτια προσμονή και τη μεγάλη θλίψη. Κάτι όφειλε να ξεπληρώσει ή να τελειώσει. Να προσφέρει και να νοιώσει. Στον εαυτό του και τους άλλους. Ή… την άλλη.
Πήρε μια έκφραση αδημονίας. Ήθελε να θυμηθεί. Πιο πολλά, πιο σημαντικά, πιο αιχμηρά, μα με κάθε λεπτομέρεια. Να ανασύρει από το βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού τα βότσαλα της ύπαρξής του, με πάνω τους βεντουζωμένα πλοκάμια σκέψεων. Αυτά να αυλακώνουν το δέρμα των χεριών του, να απλώνονται σα μαλλιά γυναικεία στο μαξιλάρι του, με δική τους ζωή, δική τους θέληση.
«…Τα περιστέρια πετούσαν καθώς η σκιά μου τα τρόμαζε. Ξέχασα τα ψώνια της μάνας μου και στάθηκα να χαζέψω τον αητό μιας σταματημένης μοτοσυκλέτας στον κεντρικό δρόμο. Εκείνα τα χρόνια, των νιάτων μου, το μόνο που ονειρευόμουνα ήταν να να πάρω οπωσδήποτε μηχανή. Να κατεβαίνω στην παραλία. Να την κλειδώνω έξω από τα στέκια της εποχής και να μπαίνω μέσα, σαν αρχηγός. Να έχει το κάθε βήμα, βαρύ νόημα. Όπως στις ταινίες…»
Κινήθηκε παρομοίως. Πίεζε το κορμί του να θυμηθεί την παλιά υποκριτική στάση. Αυτήν του αήττητου. Μα η παιδική του καρδιά έμενε χωρίς κοθόρνους, χωρίς υποβολείς. Είχε ανάγκη από ένα χέρι κι ένα χάδι. Μόνος φωτισμός οι αμυδρά σχηματιζόμενες εικόνες που σχηματοποιούνταν τμηματικά.
Περιχαράκωσε συμβολικά τον ζωτικό του χώρο, όπως ορίζει ένα κυνηγιάρικο σκυλί την απαράβατη ζώνη του. Όπως το κολεόπτερο αφήνει το στίγμα του στο άνθος που τρύγησε, για να δηλώσει το τετελεσμένο της κυριότητάς του και να μην χρονοτριβήσουν κι άλλοι στο στήμονα.
Το βράδυ κυμάτιζε λιγάκι αυτάρεσκα, με χρυσαφιές ανταύγειες ενός δύοντος αρτ ντεκό ήλιου, σπαράγματα ελληνικής φύσης και κίτρινες μαρμαρυγές (ή μαργαρίτες ήταν;) εδώ κι εκεί. Με αναφορές στο κόκκινο, ανάμεσα σε αυτό που οι ζωγράφοι αποκαλούν του καδμίου κι εκείνο της φιλοσοφικής λίθου ή της προσωπικής του λήθης.
«Κάποτε πίστευα ότι κάποιοι, είμαστε πλασμένοι από τη στόφα των «άλλων». Φτιαγμένοι από εκείνο το παλιό αντρικό στοιχείο που ο λόγος είχε μπέσα. Της γενιάς πατεράδων και παππούδων, υλικό. Με σεβασμό και ευγένεια ορθόπλωρη-όχι πλαστή και καμπυλόγραμμη. Από ιδέες που θα μας έδιναν φτερά. Με έμαθαν εκείνοι οι παλιοί πως ο άντρας είναι μαχητής. Να κυνηγώ το τέλειο μα και τον εαυτό του. Να γεμίζω απαλά φτερά τα μαξιλάρια της διαβίωσης για να απλώνουν τα καλοθρεμμένα τους εγώ οι γύρω μου. Μα ξεχνούσα να αναπαύω που και που κι εγώ το πνεύμα μου το ανήσυχο, της καρδιάς μου τα θέλω…»
«Έχω ξεχάσει πια τις λεπτομέρειες» παραδέχτηκε. « Κι όμως, θυμάμαι ένα άρωμα, που διαπότιζε την εφηβεία μου κι ακόμη, το μυρίζω…»
Δαγκώθηκε. Με τη χαρακτηριστική εκείνη φιγούρα που έδινε στην όψη του μια παιδικότητα, σα χαμίνι που γέμισε λάσπες από το παιχνίδισμα στις βροχονερένιες γούρνες του δρόμου, μα παρά τα μαλώματα της μαμάς, το απόλαυσε τόσο που ανυπομονεί να το ξανακάνει. Συνοφρυώθηκε κι αμέσως έγινε μάλλον θαμπός, ελαφρά οξειδωμένος.
Ο χρόνος, έμενε σχεδόν ακίνητος. Σα να έβλεπε το όνειρο κάποιου άλλου. Και σα να του ζωγράφιζε ρολόι στο χέρι.
Ξύπνησε. Και το ξύπνημα, κάποιες μοναχικές μέρες, πιο βαρύ κι από τον ύπνο του ήταν. Ανοίγοντας τα μάτια, από τα βλέφαρά του κατρακύλησαν μαζεμένα τα όνειρα τόσων ημερών. Μια κούραση σκίρτησε και απλώθηκε στα πάντα σε εγρήγορση μέλη. Η ανάσα της θλίψης που είχε φωλιάσει μέσα του για καιρό, ακόμη διεκδικούσε επικυριαρχία.
Κοίταξε έξω από την παρηγορητική καλύπτρα της κάμαρης. Χάθηκε στην άγρια ησυχία και σκέφτηκε πως όσα του συμβαίνουν είναι τόσο συνήθη, τόσο προβλεπόμενα, που έπαψαν να τον ελκύουν. Άνθρωποι χάρτινοι και διαφανείς, όχι μόνο να τους διαβάζει στο λεπτό μα και να βλέπει ως την πίσω σελίδα. Άνθρωποι αριθμοί, με τα μυστικά τους ολοφάνερα στα μάτια. Άνθρωποι αρπακτικά, με νύχια γαμψά μα χωρίς σκέψης φτερά. Πράγματα καθημερινά που μπορεί για τους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο να είναι συμβατά, επιθυμητά, ίσως και προσδοκίες, όχι όμως για κείνον.
«Δικά μου είναι, μόνο τούτα έχω. Κι αν με ταράζουν είναι το μέτρο μου και βάσει τούτων θα κριθώ», λέει η εσωτερική του φωνή. «Μόνο που θέλω… θέλω κάποτε, σε χρόνο πιο αληθινό, όλα αυτά να εξηγηθούν και εκεί να κάνω την αποκατάστασή μου. Και να πω και να ειπωθώ… και να πάρω και να παρθώ… να αλώσω και να αλωθώ… Μια για πάντα, ή… για πάντα…»
Ξαφνικά του ήρθε η διάθεση να σηκωθεί και να πάει στο παράθυρο να δει πέρα μακριά. Του αρέσει να ταξιδεύει μακριά. Να χτυπιέται από κυματισμό έντονο, να βλέπει, να νιώθει σκληρός σαν το κατάρτι της θέλησης και με το πνεύμα του σαν ιστίο τεζαρισμένο και ανοιχτό, να το φυσούν δυνατοί άνεμοι για να σαλπάρει η καρδιά.
Τι φοβάται και τι νιώθει, είναι το ίδιο: Πως κάτι του λείπει, πως κάτι θέλει. Μα, αν το βρει, θα το αντιληφθεί πως ήταν αυτό που έψαχνε; αναρωτιέται. Μήπως το προσπεράσει, το απολέσει, το αγνοήσει; Κι αν το βρει και το αποκτήσει, πως είναι σίγουρος πως θα διατηρήσει τη στίλβη του για καιρό και δεν θα ξεθωριάσει; Πως δεν θα γίνει σαν κι εκείνα που πόντισε μεσοπέλαγα, καιρό πριν, βγάζοντάς τα από τη ζωή του;
Χάνει συχνά κομμάτια όσων αποτελούσαν κάποτε στοιχεία του. Τα πετάει στην αποθήκη, ανάκατα με σπασμένα μάρμαρα και μαρμαρωμένα συναισθήματα. Θέλει να ξεχάσει. Κι όμως θυμάται. Κλείνει την ένταση του ήχου στις μελωδίες που αγαπά, μα οι συγχορδίες αντηχούν στου μυαλού τα πλήκτρα…
Κρότος!
Σαν ένα κομμάτι του σύμπαντος που κόπηκε κάποτε εντός του, να έπεσε ξάφνου από τον ουρανό και σα βότσαλο να βυθίστηκε μέσα του. Απλώθηκε ο κυματισμός σα κηλίδα αίματος από μια χρόνια πληγή που αιμορραγούσε ακόμη.
Βούτηξε στο μέσα του για να το ξαναβρεί, να το ανασύρει, να το αγγίξει. Του ξέφευγε και κυλιόταν στην άμμο. Το διεκδίκησε αφήνοντάς το να φύγει, συνεχίζοντας το προκλητικό του τρύπωμα στην άμμο. Κι όμως… σαν άνοιξε τη χούφτα του, είδε πως είχε κουρνιάσει από μόνο του εκεί. Και χαμογέλασε, γιατί αυτό το καθαρό βότσαλο διατηρούσε του ήλιου τη θερμότητα και του ζέσταινε, ήδη, τη ψυχή….