Η οικογένεια Υψηλάντη καταγόταν από τα Ύψαλα, κωμόπολη της Τραπεζούντας, από όπου πήραν και το όνομα Υψηλάντηδες. Όταν ο Αλέξιος Κομνηνός ίδρυσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας το 1204, η οικογένεια ακολούθησε τον νέο Αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος Κομνηνός ήταν εγγονός της δυναστείας των Κομνηνών του Βυζαντίου. Όταν ο Ανδρόνικος σκοτώνεται το 1185 και χάνει τον θρόνο από τη δυναστεία των Αγγέλων, οι εγγονοί του Αλέξιος και Δαυίδ λίγο μετά φεύγουν στον Πόντο και ιδρύουν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.Μετά την άλωση της Τραπεζούντας, το 1461, ο Αντίοχος ή Τριαντάφυλλος, κατ΄ άλλους ιστορικούς, Υψηλάντης εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη με τον γιο του και έτσι μια νέα Φαναριώτικη πια οικογένεια θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στα πράγματα της εποχής εκείνης. Γόνος αυτής της οικογένειας είναι ο Κωνσταντίνος, πατέρας των αγωνιστών της Επανάστασης.
Ο Αλέξανδρος και ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν γιοι του Κωνσταντίνου, ο οποίος διετέλεσε μέγας διερμηνεύς της Πύλης και στη συνέχεια το 1802 έγινε ηγεμών της Μολδοβλαχίας. Η Βλαχία και η Μολδαβία ήταν ανατολικές παραδουνάβιες περιοχές στις οποίες η οθωμανική αυτοκρατορία είχε την επικυριαρχία. Ηγεμόνες σ΄ αυτές τις περιοχές διορίζονταν Φαναριώτες. Κατηγορήθηκε όμως σαν ρωσόφιλος και αποπέμφθηκε το 1806. Είχε ευρύτατη παιδεία και ήταν μουσικός και ποιητής. Πέθανε από συγκοπή στο Κίεβο το 1816.
Μητέρα τους ήταν η δεύτερη σύζυγος του Κωνσταντίνου η Ελισάβετ, κόρη του Μεγάλου Λογοθέτη Κωνσταντίνου Βακαρέσκου, από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Ρουμανίας. Όταν ξέσπασε η ελληνική Επανάσταση έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό. Ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που μυήθηκαν στην φιλική εταιρεία. Την αποκαλούσαν «Πρωτομάνα των Φιλικών» και από το σπίτι της ξεκίνησε η Επανάσταση στην Μολδοβλαχία.
Στη Φαναριώτικη εφημερίδα «Ήλιος» των αδελφών και ποιητών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου διαβάζουμε σε αφιέρωμα της 11ης Φεβρουαρίου του 1859: «…Συγκεντρωμένοι την 11η Φεβρουαρίου 1821 εις το αρχοντικόν των Υψηλαντών εις το Κίσνοβον της Ρωσίας ήσαν οι τέσσερις αδελφοί (ο Αλέξανδρος, ο Νικόλαος, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος) και οι δύο γραμματείς, ο Κοζανίτης Γ.Λασσάνης και ο Γ.Τυπάλδος και έγραφαν την προκήρυξιν, η οποία θα εξεδίδετο προς το έθνος, ευθύς ως θα εκηρύσσετο η επανάστασις από την Μολδαβίαν. Η σύνταξις της προκηρύξεως ήτο προς το τέλος, προτού όμως τεθεί η υπογραφή, ο Αλέξανδρος είπε: «είναι και κάτι άλλο», εσηκώθη και εισήλθε εις το παρακείμενον δωμάτιον της μητέρας του, η οποία ήτο εκεί με τον μικρότερον αδελφόν του, δεκατεσσάρων ετών, τον Γρηγόριον. «Μητέρα,είπε προς την αρχόντισσαν Ελισάβετ, η σωτηρία της πατρίδος πιθανόν να απαιτήσει και την θυσίαν του κτήματός μας της Κοζνίτσας, το οποίο επί σαράντα ακόμα χρόνια θα αποδίδει πενήντα τέσσαρες χιλιάδες ρούβλια τον χρόνον στο σπίτι σου. Προσφέρεις αυτό το κτήμα μητέρα εις την πατρίδα;». Η αρχόντισσα δάκρυσε και είπεν: «Εγώ προσφέρω εσάς παιδιά μου και θα λυπηθώ τα δύο εκατομμύρια ρούβλια;». Μετά τα λόγια αυτά της μητέρας του Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπέγραψε την προκήρυξη και κήρυξε την επανάσταση στο Ιάσιο στις 21 Φεβρουαρίου. Η ηθική και υλική συμβολή στον αγώνα της Ελισάβετ ήταν τόση, που ο Αλέξανδρος συγκινημένος είπε στους άλλους φιλικούς : Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».
Μοναδικός προστάτης της οικογένειας είχε απομείνει ο Δημήτριος, ο οποίος είχε εύθραυστη υγεία και για αυτό είχε παραιτηθεί από τον ρωσικό στρατό. Η Ελισάβετ είχε απομείνει πια με τον ανήλικο Γρηγόρη και τα τρία κορίτσια της, ο Δημήτριος είχε παραμείνει στο κτήμα στο Κίσνοβο της Ρωσίας και τους φρόντιζε .Οι τρεις γιοι ο Αλέξανδρος, ο Νικόλαος και ο Γεώργιος είχαν ήδη ενταχθεί στον αγώνα της ανεξαρτησίας, πολέμησαν στη μάχη του Δραγατσανίου στον ιερό λόχο και μετά την ήττα ακλουθήσανε τον Αλέξανδρο στις φυλακές της Βιέννης. Όταν τελικά αποφυλακίστηκαν το 1928, ο μεν Αλέξανδρος πέθανε πολύ σύντομα, ο δε Νικόλαος με κατεστραμμένη υγεία πέθανε στα 1837 σε ηλικία 37 ετών. Ο μόνος από τους 4 αδελφούς αγωνιστές της Επανάστασης που έζησε περισσότερο ήταν ο Γεώργιος, ο οποίος επέστρεψε στην Ρωσία. Το 1843 ήρθε στην Ελλάδα, αλλά απογοητευμένος επέστρεψε στην Ρωσία, όπου πέθανε το 1874 σε ηλικία 52 ετών.
Ο φιλικός Αναγνωστόπουλος σκέφτηκε να στείλει τον Δημήτριο στην Πελοπόννησο σαν εκπρόσωπο του Αλέξανδρου. Σε μια συνάντηση στο κτήμα της οικογένειας στο Κίσνοβο με παρουσία και των φιλικών Ξάνθου και Τυπάλδου, ζήτησαν από την Ελισάβετ την άδεια της για το σχέδιο τους.
Η Ελισάβετ συγκινημένη είπε: «Αν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολή αυτού του παιδιού μου, που μου έμεινε, ας το στερηθώ και αυτό. Ας πάει με την ευχή μου».
Η Ελισάβετ και η κόρης Μαρία πρόσφεραν στον αγώνα όσα χρήματα είχαν, καθώς και τα πολύτιμα κοσμήματα τους, οικογενειακά κειμήλια όλα. Η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδος της ανακοινώνει με επιστολή το 1829 τον θάνατο του Δημητρίου. Να τι απάντησε η Ελισάβετ:
«Προς τον εξοχώτατον πρόεδρον της Δ΄κατά συνέχειαν εθνικής των Ελλήνων συνελεύσεως Κύριον Πανούτσον Νοταράν. Η πατριώτης Ελισάβετ Κωνσταντίνου Υψηλάντη,1833 Ιανουαρίου 24 εν τη παρά τον Νίστρον Μεγάλη Κοσνίτση. Όταν η πάσχουσα πατρίς επροσκάλεσεν τα αληθή τέκνα της, οι υιοί μου κατά χρέος έτρεξαν αμέσως προς την φωνήν της, τους επρόπεμψα με τας ευχάς των αρχαίων Ελληνίδων… επέπρωτο να στερηθώ πρότερον τον πρωτότοκον μου Αλέξανδρον, τώρα τον Δημήτριόν μου, όστις κατά τούτο εστάθη ευτυχέστερος, ότι είδε στεφανωμένους τους αγώνες του με την τελείαν ανεξαρτησίαν της φίλης πατρίδος και ετάφη εις αυτήν, δια την οποία δεν εφείσθη το αίμα του… Αυτό μόνον ημπόρεσε να επιθέσει μάλαγμα εις την πληγήν των μητρικών σπλάχνων μου, πληγήν βαθύτατη μ΄ολην την προς την γλυκυτάτην πατρίδα αφωσίωσίν μου… Είθε η εκατόμβη των μελών της οικογενείας μου να φέρει την παύσιν των παρελθόντων δεινών και αρχήν ακαταπαύστου ευδαιμονίας της κοινής μητρός. Δι΄ αυτήν χρωστούν και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μου να θυσιάσωσι την εσχάτην ρανίδα του αίματός των…». Ο Δημήτριος έδωσε την τελευταία μάχη της ανεξαρτησίας στην Πέτρα της Βοιωτίας το 1828. Με την έλευση του Ι. Καποδίστρια ο Δ. Υψηλάντης διορίστηκε στρατάρχης του στρατού και ανέλαβε την οργάνωσή του και τη μετατροπή του σε τακτικό στρατό με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Πέθανε στο Ναύπλιο το 1832. Προς τιμήν του μια πόλη στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ πήρε το όνομα του, είναι η πόλη Ypsilanti.
Οι Υψηλάντηδες προσέφεραν ό,τι είχαν και δεν είχαν για τον ιερό αγώνα. Ήταν αγνοί, τίμιοι, ανιδιοτελείς, γενναίοι. Δεν έμοιαζαν με τους Φαναριώτες, που ήρθαν στην Ελλάδα για τα αξιώματα και τη δόξα, όπως Μαυροκορδάτοι, Νέγρηδες, Καρατζάδες, οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνον για την εξουσία και προκάλεσαν τους ολέθριους εμφυλίους πολέμους του Αγώνα.
Στη σπουδαία αυτή Ελληνίδα ταιριάζει νομίζω ο στίχος του εθνικού μας ποιητή από τους ελεύθερους πολιορκημένους «Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ‘ το λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ‘ όνομάτους μνέω».
Πηγή schooltime.gr