Ένα από τα «άγνωστα κομμάτια» της ελληνικής μετανάστευσης, που είναι ταυτισμένο με τη ζωή και τον θάνατο ενός ανυπότακτου Κρητικού, που έγινε θρύλος για τον κόσμο του εργατικού κινήματος της Αμερικής στις αρχές του περασμένου αιώνα, αναδεικνύει με βαθιά έρευνα και μαρτυρίες το ντοκιμαντέρ «Παλικάρι - Ο Λούης Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου», το οποίο προβλήθηκε σε ειδική εκδήλωση στο Δημοτικό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (CUNY), στο Μανχάταν.
Εκατό χρόνια μετά, η ιστορία του Λούη Τίκα ζωντανεύει για πρώτη φορά μέσα από μια ολοκληρωμένη παραγωγή, με συνεντεύξεις και ντοκουμέντα που φέρνουν στο φως η σεναριογράφος και παραγωγός Λαμπρινή Χ. Θωμά και ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας.
Όπως αναφέρθηκε, «η σφαγή του Λάντλοου και η δολοφονία του Έλληνα μετανάστη και συνδικαλιστή Λούη Τίκα (Ηλία Σπαντιδάκη) αποτελεί μία από τις κομβικές στιγμές του αμερικανικού εργατικού κινήματος και ενώνει, έναν ολόκληρο αιώνα μετά, τις ΗΠΑ του 1914 με τις εργατικές και μεταναστευτικές διεκδικήσεις της Ελλάδας και όλου του κόσμου του 2014».
Σημειώνεται ότι η Σφαγή του Λάντλοου υπήρξε μία από τις αιματηρότερες επιθέσεις της εργοδοσίας και του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Έγινε στις 20 Απριλίου του 1914 στην ομώνυμη πόλη του Κολοράντο και ήταν το αποκορύφωμα της εργατικής καταπίεσης των 12.000 ανθρακωρύχων της περιοχής.
Η Λαμπρινή Θωμά και ο Νίκος Βεντούρας αναζήτησαν τις μνήμες, την ιστορία και την κληρονομιά του Λούη Τίκα και του Λάντλοου στο Κολοράντο, και μίλησαν με κορυφαίους ιστορικούς, καλλιτέχνες και απογόνους ανθρακωρύχων, καταγράφοντας τα σημάδια που άφησε στο σώμα της εργατικής Αμερικής «μία τραγωδία που πολλοί προσπάθησαν να κάνουν να ξεχαστεί».
Το «Παλικάρι» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Εκτός από τη Νέα Υόρκη, έχουν γίνει προβολές σε Ντιτρόιτ, Νόρφολκ (Βιρτζίνια), Σαν Φρανσίσκο, Σικάγο και Κάνσας Σίτι. Στη Νέα Υόρκη θα προβληθεί ξανά τις επόμενες μέρες, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως είχε γίνει και στο Σικάγο.
Μετά την προβολή στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αναφέρθηκαν στο ντοκιμαντέρ και απάντησαν σε ερωτήσεις του κοινού οι δυο βασικοί συντελεστές του και οι καθηγητές Stanley Aronowitz (CUNY) και Κωστής Καρπόζηλος (Πρίνστον).
Η Λαμπρινή Θωμά μίλησε για το πώς ξεκίνησε η ιδέα και πώς έγινε η παραγωγή του ντοκιμαντέρ, επισημαίνοντας: «Μαζί με τον Νίκο είχαμε έρθει στην Αμερική το 2007 και όταν βρισκόμασταν κοντά στο Λάντλοου, λίγες μέρες πριν αναχωρήσουμε, διαβάσαμε σ' ένα μπλοκ ένα άρθρο "Ποιος θυμάται τον Λούη Τίκα;", και διαπιστώσαμε ότι αυτό το μέρος βρισκόταν στο δρόμο μας, κάπου κοντά στον Ντένβερ του Κολοράντο. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε να βρούμε τον τάφο του. Και βρήκαμε τη μνήμη ολοζώντανη. Από τότε, αρχίσαμε να σκεφτόμασταν ότι κάτι πρέπει να γίνει. Η αλήθεια είναι ότι με ταινίες δεν είχαμε σχέση. Εγώ είμαι δημοσιογράφος, ο Νίκος ήταν ο φωτογράφος μου, έτσι δουλεύαμε μαζί. Αλλά αποφασίσαμε ότι έπρεπε αυτή η ιστορία να βγει προς τα έξω. Προσπαθήσαμε να βρούμε χρηματοδότες, δεν βρήκαμε. Εγώ το λέω αυτό ότι "έχουμε κάνει ένα ντοκιμαντέρ σε δεκαοκτώ άτοκες δόσεις". Πήραμε τον εξοπλισμό, ήρθαμε εδώ στις ΗΠΑ, μαζί με χρήματα που μας δάνεισε ένας φίλος, ο Παναγιώτης Ανδρεόπουλος, για τα έξοδα στην Αμερική, ο οποίος είναι άνεργος και ήταν άνεργος όταν μας δάνεισε τα χρήματα και το έκανε γιατί είχε συγκινηθεί από την ιστορία».
Στη συνέχεια, η σεναριογράφος και παραγωγός του ντοκιμαντέρ ανέφερε: «Ήρθαμε λοιπόν ξανά στην Αμερική, κάναμε τα γυρίσματα σε σαράντα μέρες και δουλέψαμε γύρω στους τρεις μήνες πυρετωδώς, όλα σχεδόν μόνοι μας. Τη μουσική έκανε ο αδελφός του Νίκου, ενώ ένας συνάδελφος μάς βοήθησε λίγο με την οργάνωση παραγωγής. Το όλο εγχείρημα το λέμε "χειροποίητο"».
Καταλήγοντας, πρόσθεσε: «Για μένα πλέον ο Λούης Τίκας είναι δικός μου άνθρωπος, τον αισθάνομαι κομμάτι μου πια. Όταν συναντήσαμε την εγγονή του από αδελφή, στα 85 της χρόνια, στο Ρέθυμνο, ένιωθα ότι βλέπω τη θεία μου, τη μάνα μου. Μάλιστα, μου είπε μια κουβέντα που δεν την είχα σκεφτεί μέχρι τότε, γιατί μιλούσα για τον ήρωα. Μου είπε "η μάνα του έφυγε με τον καημό του". Παρότι είμαι μάνα και εγώ, έχοντας μέσα μου "του ήρωα την εικόνα", δεν είχα σκεφτεί ότι αυτή η μάνα, που έζησε μετά τον γιο της, που έχασε το παιδί της στα ξένα, που δεν το φίλησε νεκρό καν, πώς μπορεί να ένιωθε. Και πρέπει να πω και το λέω συχνά ότι είχα χάσει κάπως το "ανθρώπινο στοιχείο" για λίγο και με βοήθησε να το ξαναβρώ. Όσον αφορά το γενικότερο μήνυμα από την ιστορία του Λούη Τίκα, είναι σήμερα πάρα πολύ επίκαιρο. Όχι μόνο γιατί χάνουμε εργατικά δικαιώματα και για το πώς θα αντιμετωπίσουμε το θέμα των μεταναστών, γιατί όλα αυτά υπάρχουν μέσα στην ιστορία του, αλλά ακόμη και για το τι μπορεί να φέρει η αποτυχία ενός αγώνα. Μετά τη δολοφονία του Τίκα και μετά τα επεισόδια στην περιοχή, εκδηλώθηκε αύξηση της Κου-Κλουξ-Κλαν για δυο δεκαετίες. Έρχεται λοιπόν κάτι ρατσιστικό, κάτι άγριο. Οι αναλογίες είναι καταπληκτικές. Γι' αυτό, εμείς στο ντοκιμαντέρ δεν επενέβημεν καθόλου. Αφήσαμε τους ιστορικούς και τους απογόνους να μιλούν. Αποφύγαμε τους Έλληνες απογόνους ώστε να δείξουμε πόσο ευρεία ήταν η αποδοχή του. Δεν θέλαμε να φανεί σαν μια ελληνική υπόθεση, γιατί ο ίδιος είχε ξεφύγει πολύ απ' αυτό. Πρέπει να ήταν πολύ χαρισματικός άνθρωπος. Ένας ακόμη λόγος ήταν για να καταλάβουμε όλοι πώς μπορούμε να αντισταθούμε μαζί, αλλά και ο καθένας μας χωριστά. Είναι μια καταπληκτική ιστορία για την Ελλάδα του σήμερα».
Από τη δική του πλευρά, ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας δήλωσε :
«Ζώντας αυτή την προετοιμασία και κατά τις προβολές, αυτό που μένει είναι ότι νιώθεις πλέον ότι είσαι συνδεδεμένος με τον Λούη Τίκα και όλη αυτή την ιστορία. Ότι αυτή η ιστορία μιλάει και σε μας σήμερα και μας αποκαλύπτει πράγματα από το παρελθόν μας, αλλά δείχνοντας και το μέλλον για το τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε και πόσο επίκαιρο είναι αυτό το θέμα, με ό,τι συμβαίνει στον τόπο μας με τη Χρυσή Αυγή, που υπάρχει αντιστοιχία με την Κου-Κλουξ-Κλαν ή με τον ρατσισμό της εποχής και με τα εργατικά δικαιώματα που τότε ήταν χαμένα, κερδήθηκαν και τώρα ξανά χάνονται, καθώς και με τη μετανάστευση. Με όλα αυτά τα θέματα, λοιπόν, βρήκαμε ότι δεν είναι απλώς μια ιστορία του παρελθόντος, είναι μια ιστορία που μιλά για μας σήμερα. Και δεν είναι μόνο ελληνικό πρόσωπο, είναι πρόσωπο διεθνές. Ο Λούης Τίκας ήταν ένας Έλληνας, αλλά έγινε αρχηγός του καταυλισμού από δώδεκα χιλιάδες άτομα, μέσα από δεκατέσσερις διαφορετικές γλώσσες που ομιλιόντουσαν εκεί και πάρα πολλές εθνικότητες. Κατάφερε και τους ένωσε όλους. Γι' αυτό, στην ταινία επιλέξαμε να μη δώσουμε τόσο έμφαση στο ελληνικό στοιχείο, φυσικά είναι αναπόφευκτο μέρος της ιστορίας αφού ήταν ένας Κρητικός, ένας Έλληνας, αλλά μιλήσαμε με Ιταλούς, Ιρλανδούς απογόνους των ανθρακωρύχων, που ήταν συνάδελφοι του Τίκα και έδωσαν την ιστορία από άλλες εθνικότητες. Δηλαδή, είναι μια ιστορία που ενώνει διαφορετικούς πολιτισμούς. Μετανάστες από διάφορες χώρες συναντήθηκαν εκεί και ζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας».