|
| Πέμπτη 5/12
Ανρί Μπορλάν
Πέθανε σε ηλικία 97 ετών ο συγγραφέας του βιβλίου-μαρτυρία για το Ολοκαύτωμα «Ευχαριστώ που επέζησες»
AΠΕ-ΜΠΕ,protothema.gr,zougla.gr
Ήταν ο μόνος που επέζησε από τα 6.000 εβραιόπουλα κάτω των 16 ετών που εκτοπίστηκαν από τη Γαλλία στο ¶ουσβιτς το 1942. Για πολλά χρόνια ο Ανρί Μπορλάν, ο οποίος απεβίωσε σήμερα σε ηλικία 97 ετών, σιωπούσε. Μόνο σε μεγάλη ηλικία πια έγινε «αφηγητής» ώστε «όλος ο κόσμος να γνωρίσει» τη φρίκη τού Ολοκαυτώματος.
Ήταν το νούμερο 51055… Εκείνος, που στην εφηβεία του έζησε τρία χρόνια στην κόλαση, έκρυβε για πολύ καιρό τους πέντε αριθμούς, το τατουάζ που του είχαν κάνει στο αριστερό χέρι, όπως γινόταν με όλους τους εκτοπισμένους που δεν στέλνονταν αμέσως στους θαλάμους αερίων.
Έπειτα από δεκαετίες σιωπής, πείστηκε ότι είχε «ιερό καθήκον» να καταθέσει τη μαρτυρία του για «αυτό το ανήκουστο, αδιανόητο έγκλημα».
Ο Χιρς Μπορλάν γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1927 στο Παρίσι και ήταν το τέταρτο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας. Ο μεγαλύτερος, ο Λεόν, δυσφόρησε με το όνομα του νεογέννητου, που δεν «ακουγόταν» γαλλικό και αποφάσισε ότι στο εξής όλοι θα αποκαλούσαν τον μικρό αδελφό του «Ανρί».
Οι γονείς του, Εβραίοι μεν αλλά όχι θρήσκοι, ήταν ένα ζευγάρι που το ένωσε «η αγάπη και η εξορία». Η μητέρα, η Ρασέλ Μπεζνός, διέφυγε με την οικογένειά της από την τσαρική Ρωσία, το αντισημιτικό μίσος και τα πογκρόμ. Ο πατέρας Αρόν ήταν ράφτης από την Οδησσό της Ουκρανίας και ονειρευόταν πάντα να ζήσει στη Γαλλία, τη χώρα που «υπερασπίστηκε τον Ντρέιφους, έναν άγνωστο Εβραίο αξιωματικό».
Η οικογένεια ζούσε μια ήσυχη ζωή στο 13ο διαμέρισμα του Παρισιού, μια λαϊκή συνοικία. «Ο πατέρας μου ήθελε να είμαστε Γάλλοι. Ξέραμε ότι ήμασταν Εβραίοι, ότι καταγόμασταν από μετανάστες, αλλά κυρίως ότι είμαστε Γάλλοι», αφηγήθηκε ο ίδιος ο Ανρί Μπορλάν στο βιβλίο-μαρτυρία που εκδόθηκε το 2012.
Από τον Αύγουστο του 1939 έφυγαν στο Μεν-ε-Λουάρ, στη δυτική Γαλλία. Για να προφυλαχθούν τα παιδιά, τα οποία ήδη φοιτούσαν σε καθολικό σχολείο, βαπτίστηκαν. Ο μικρός Ανρί απέκτησε βαθιά πίστη και μάλιστα ήθελε να γίνει ιερέας. Τελικά, αφού τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές, πήγε μαθητευόμενος στον μηχανικό αυτοκινήτων τού χωριού.
Αυτή η ανέμελη ζωή πήρε τέλος στις 15 Ιουλίου 1942, όταν ένα γερμανικό καμιόνι μάζεψε κάποια από τα μέλη της οικογένειας. Ο Ανρί ήταν 15 ετών, ενός μηνός και 10 ημερών. Μαζί με τον πατέρα του, τον αδελφό του Μπερνάρ, 17 ετών και την αδελφή του Ντενίζ, 21 ετών, τους πέταξαν σε υπερφορτωμένα βαγόνια για μεταφορά ζώων. Παραζαλισμένοι, κατάπληκτοι, δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι τους οδηγούσαν στην εξόντωσή τους.
«Αγαπημένη μου μαμά, φαίνεται ότι φεύγουμε στην Ουκρανία για τον θερισμό», έγραψε βιαστικά ο Ανρί σε ένα σημείωμα που έφτασε απρόσμενα στον προορισμό του, χάρη σε έναν σιδηροδρομικό υπάλληλο.
Τρεις ημέρες αργότερα, όταν άνοιξαν οι πόρτες του τρένου, βρέθηκαν στο Μπιρκενάου, στην Πολωνία και την κόλαση. Τα ουρλιαχτά στα γερμανικά, τα γαυγίσματα των σκύλων, η γύμνια, το ξύρισμα του κεφαλιού και του σώματος, το τατουάζ, η δυσωδία της καιόμενης σάρκας… Μετά, η ριγωτή στολή, τα απάνθρωπα καταλύματα, οι «καπό», οι ατελείωτες ημέρες εξαντλητικής δουλειάς, ο συνεχής φόβος, τα χτυπήματα, οι ψείρες, ο τύφος, η δυσεντερία, η πείνα.
«Η πείνα για κάποιον που τρώει ελάχιστα επί εβδομάδες είναι μια πείνα που τον κυριεύει ολοσχερώς. Δεν είναι δυστυχισμένος, είναι λιμασμένος, είναι όλος μια πείνα. Η απελπισία ήταν για εκείνους που τρέφονταν καλά», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα.
Μεταφέρεται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, επιζεί από θαύμα και δραπετεύει στις 3 Απριλίου 1945 από το Μπούχενβαλντ τής Γερμανίας, λίγο πριν φτάσουν οι Αμερικανοί.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, δεν λέει τίποτα για τις ωμότητες που βίωσε. Στη μητέρα του, της δίνει μόνο να καταλάβει ότι δεν θα πρέπει να περιμένει την επιστροφή του πατέρα, ούτε του Μπερνάρ και της Ντενίζ. Είναι νεκροί. Δεν του κάνουν ερωτήσεις. Μιλά για τα στρατόπεδα μόνο με τους αγαπημένους του «συνεκτοπισμένους συντρόφους». Αφοσιώνεται στις σπουδές του, γίνεται γιατρός και παντρεύεται μια νεαρή Γερμανίδα, όχι Εβραία, φανατικά αντιναζίστρια.
Όταν πια βγαίνει στη σύνταξη και πολλοί από τους συντρόφους του έχουν ήδη πεθάνει, αναλαμβάνει τον ρόλο του «αφηγητή». Και αφηγείται, ξανά και ξανά, ακατάπαυστα.
Μια μέρα που μιλούσε σε μια τάξη γυμνασίου «ξέσπασε σε λυγμούς» όταν είδε έναν από τους εφήβους να γράφει με δυσανάγνωστα, μικρά γράμματα: «ευχαριστώ που επέζησες».
Αυτήν τη φράση επέλεξε για τίτλο του βιβλίου-μαρτυρία που κυκλοφόρησε το 2012.
|
|
|
|
ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!
|
Όλα τριγύρω
αλλάζουνε και όλα
στα ίδια μένουν...
ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία».
Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με
την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια
έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την
αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να
την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων
- εραστών και της εξουσίας...
ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του
80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και
πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης,
σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα
το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής
μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε
θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο
τόπος και εκείνη η γενιά.
ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές
«μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις
ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον
περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που
χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών
ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα
ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της
...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι
στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους,
για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως
της όποιας εκλογικής αναμέτρησης...
ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν
δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον
από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία
επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα
κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν
υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική
σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική
εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι
σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που
ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι
πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που
...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων»
ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον
δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν
παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για
δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει...
ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια
και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. ¶ραγε τι ζητούσα και
γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που
είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την
δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του
Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής
τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι
περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους
«τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές
τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...
|
Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας
|
Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>
|
|
|
|
|