|
| Kυριακή 5/1/25
ΤΣΟΥΝΓΚ ΤΖΟΥ ΓΙΟΥΝΓΚ
O πάμπτωχος γεωργός που διέφυγε απο την Βόρεια Κορέα και έφτιαξε την αυτοκρατορία
της Hyundai από το τίποτα,με μοναδικό περιουσιακό στοιχείο...μία
αγελάδα!
newmoney.gr
H απίστευτη ιστορία του Τσουνγκ Τζου Γιούνγκ, είναι ένα σπάνιο
“κινηματογραφικό” σενάριο για έναν απλό άνθρωπο που έγινε μεγιστάνας.
H σκηνή δεν θα μπορούσε να είναι πιο σουρεαλιστική. Βρισκόμαστε στο
1998, συγκεκριμένα στις 27 Οκτωβρίου. Το μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο
που μεταφέρει τον Τσουνγκ Τζου Γιούνγκ τίθεται επικεφαλής μιας
αλλόκοτης πομπής. Δεκάδες φορτηγά μάρκας Hyundai, με ειδικά
διαμορφωμένη καρότσα για να μεταφέρουν ως και δέκα παχιές αγελάδες το
καθένα, ακολουθούν το αυτοκίνητο σΆ ένα δρομολόγιο που κανείς δεν
περίμενε ότι θα εγκριθεί ποτέ να γίνει.
Προορισμός, η διαβόητη «Αποστρατιωτικοποιημένη Ζώνη». Ο ξερός αυτός
τόπος που ορίζει τα σύνορα ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα. Μετά
από τις τυπικές διατυπώσεις, τα αυτοκίνητα περνούν από το νότο στο
βορρά. Οι δικτυωτές πόρτες στις καρότσες των 50 φορτηγών ανοίγουν και
οι 500 αγελάδες αφήνονται ελεύθερες σΆ ένα κοντινό λιβάδι. Ο 82χρονος
τότε Τσουνγκ χαμογελάει με ικανοποίηση λίγο πριν πάρει το δρόμο της
επιστροφής. Αυτή ήταν η δεύτερη «δόση» του χρέους του. Το οποίο
ξεπλήρωσε χίλιες φορές. Ήταν ο πρώτος πολίτης που πέρασε από το νότο
στο βορρά, από τότε που χωρίστηκε η Κορέα σε δύο κράτη.
Στην κορεατική γλώσσα η λέξη «τσαεμπόλ» χρησιμοποιείται για να
περιγράψει τους μεγιστάνες. Τις οικογένειες, δηλαδή, που ελέγχουν σε
μεγάλο ποσοστό την οικονομία της χώρας. Η ιστορία τού πώς κατάφερε ο
Τσουνγκ Τζου Γιουνγκ να γίνει «τσαεμπόλ» ενώ ξεκίνησε πάμπτωχος
γεωργός μοιάζει με παραμύθι, αλλά είναι αληθινή. Κι αποτελεί θρίαμβο
της θέλησης, της σκληρής δουλειάς και της αποτελεσματικότητας.
Γεννημένος το 1915 στην μικρή πόλη Τσουσέν, στον κορεατικό βορρά, την
εποχή που ολόκληρη η χερσόνησος βρισκόταν κάτω από την στρατιωτική
κατοχή της Ιαπωνίας, ο Τσουνγκ είχε να αντιμετωπίσει μια ζωή γεμάτη
στερήσεις. Το γεγονός ότι ήταν ο μεγαλύτερος από τα επτά παιδιά του
αγρότη πατέρα του έβαλε στους ώμους του πολλές ευθύνες.
Από πολύ μικρή ηλικία βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές και το όνειρό
του να μορφωθεί και να γίνει δάσκαλος έσβησε νωρίς. Ίσα-ίσα που
τελείωσε τη βασική εκπαίδευση, μάλιστα όχι σε κανονικό σχολείο, αλλά
σΆ ένα θρησκευτικό (κονφουκιανικά τα λένε) που ανήκε σΆ ένα από τα
αδέλφια του πατέρα του.
Από την πρώιμη εφηβική ηλικία ο Τσουνγκ είχε τάσεις φυγής. Και ήταν
τόσο πειστικός, που όλες τις φορές παρέσυρε κι άλλους συγχωριανούς του
παρόμοιας ηλικίας να φύγουν μαζί του για την ανεπτυγμένη πρωτεύουσα
Σεούλ. Όχι μία, αλλά τέσσερις φορές (!) μέσα σε τρία χρόνια, από τα 15
ως τα 18 του, προσπάθησε να φύγει. Στην αρχή με τα πόδια, μετά
σκαρφαλώνοντας κρυφά σΆ ένα κάρο και, στο τέλος, κλέβοντας από τον
ίδιο του τον πατέρα μια αγελάδα, την οποία πούλησε για να εξασφαλίσει
ένα εισιτήριο τρένου. Εκείνη την ώρα που πουλούσε την αγελάδα, ο
Τσουνγκ υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι κάποτε θα ξεπλήρωνε το χρέος επί
χίλια. Και στάθηκε συνεπής στην υπόσχεσή του, άσχετα αν η δωρεά του
κατέληξε σε άγνωστους αγρότες κι όχι στην οικογένειά του.
Στην τελευταία του προσπάθεια απόδρασης, όταν ήταν πια 18 ετών και
είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την οικογένεια (κατά το
κορεατικό έθιμο), βρέθηκε κατώτερος υπάλληλος- αχθοφόρος σΆ ένα
κατάστημα που πουλούσε ρύζι. Οι ικανότητές του ήταν τέτοιες που μέσα
σε έξι μήνες είχε γίνει υπεύθυνος του καταστήματος. Έπαιρνε μόνος του
πρωτοβουλίες και εκτός από το να κουβαλάει έκανε πωλήσεις και
συνεννοήσεις με μεσάζοντες. Έδειχνε να έχει μεγάλες προοπτικές, αλλά
τον θέρισε η ιαπωνική κατοχή. Οι Ιάπωνες επέβαλλαν εξοντωτικούς
ελέγχους στα τρόφιμα και ουσιαστικά απαγόρεψαν στους Κορεάτες να
διευθύνουν τέτοιες επιχειρήσεις.
Αποφασισμένος πια να πετύχει, ο Τσουνγκ στράφηκε το 1940 στους λίγους
τομείς που είχαν αφήσει ελεύθερους οι Ιάπωνες και κατέληξε στις
επισκευές αυτοκινήτων. Το πρώτο συνεργείο του το έφτιαξε με δάνειο από
το πρώην αφεντικό του, το οποίο ξεπλήρωσε μόλις στον πρώτο χρόνο. Το
συνεργείο ξεκίνησε με 20 άτομα προσωπικό και μέσα σε οκτώ μήνες είχε
70.
Τρία χρόνια αργότερα, κι ενώ φαινόταν πια ότι οι Ιάπωνες δεν θα τα
έβγαζαν πέρα στον ΒΆ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δουλειές του Τσουνγκ είχαν
ανοίξει λόγω της πολεμικής προσπάθειας. Ο ίδιος, πάντως, κοιμόταν στο
πάτωμα του συνεργείου(!) μαζί με τους πιο φτωχούς από τους μηχανικούς
του και μοιραζόταν μαζί τους το ίδιο φαγητό. Όσα χρήματα έβγαζε, τα
αποθήκευε σΆ ένα παλιό στρώμα. Όταν το 1943 η ιαπωνική διοίκηση τού
επίταξε το συνεργείο για να το χρησιμοποιήσει για τον πόλεμο, ο
Τσουνγκ είχε αποθηκεύσει ήδη πάνω από 50.000 γεν -ένας καλός μηνιαίος
μισθός εκείνη την εποχή δεν ξεπερνούσε τα 40 γεν.
Αυτή η γεμάτη στερήσεις τριετία έδωσε στον Τσουνγκ το απαραίτητο
κεφάλαιο για να σκεφτεί τι θα κάνει. Το 1946, μετά την απελευθέρωση
της χερσονήσου από την Ιαπωνία, δεν χρειάστηκε πολύ για να διαλέξει
πλευρά. ΠαρΆ ότι καταγόταν από τον βορρά της Κορέας, μετακόμισε
οικογενειακώς στη Σεούλ κι αποφάσισε να ασχοληθεί με τις κατασκευές.
Για να αποκτήσει, μάλιστα, πρόσβαση στα ανώτερα κλιμάκια έκλεισε
συναντήσεις με τις αμερικανικές αρχές (που διοικούσαν το νότιο τμήμα)
και τους πρότεινε να χρηματοδοτεί ο ίδιος τα μεγάλα έργα που ήταν
απαραίτητο να επισκευαστούν, μέχρι να εγκριθούν τα σχετικά κυβερνητικά
δάνεια, για να μην υπάρξει καθυστέρηση! Κανείς άλλος δεν ήθελε ή δεν
μπορούσε να το κάνει. Ο Τσουνγκ έγινε ο αγαπημένος των τοπικών αρχών
του ΟΗΕ και των πρώτων νοτιοκορεατικών κυβερνήσεων, οι οποίες ανέλαβαν
την ανοικοδόμηση της χώρας.
ΓιΆ αυτό χρειαζόταν μια εταιρεία. Και την έφτιαξε την επόμενη χρονιά
(1947) μΆ ένα όνομα που σήμαινε πολλά για εκείνον. Hyundai στα
κορεατικά είναι σύνθετη λέξη κι αποτελείται από δύο χαρακτήρες και
σημαίνει «Σύγχρονη Εποχή». Οι πρώτες δραστηριότητές της ήταν η
κατασκευή ασφαλτοστρωμένων δρόμων, αλλά σύντομα επεκτάθηκε και
ειδικεύτηκε στα μεγάλα κτίρια και άλλες κατασκευές. Επί σχεδόν 20
χρόνια η Hyundai έφτιαξε σχεδόν όλο το οδικό δίκτυο της χώρας και πάνω
από τα μισά μεγάλα κτίρια της χώρας, από εργοστάσια πυρηνικής
ενέργειας μέχρι αθλητικά στάδια.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Τσουνγκ ήταν ότι δεν φοβόταν να επεκταθεί
σΆ έναν τομέα όπου δεν είχε εμπειρία. Έτσι το 1966 αποφάσισε να
ασχοληθεί με την παραγωγή αυτοκινήτων και στις αρχές του 1970 ανέλαβε
για λογαριασμό της κυβέρνησης να χτίσει τα μεγαλύτερα ναυπηγεία του
πλανήτη στην περιοχή του Ουλσάν, παρΆ ότι δεν είχε καθόλου εμπειρία.
Η ιστορία των ναυπηγείων είναι ξεχωριστή. Έχοντας ξεκινήσει τη δουλειά
το 1973, υπέγραψε συμβόλαιο να παραδώσει το πρώτο πλοίο πέντε χρόνια
αργότερα. Κι όμως, το παρέδωσε στα τρία χρόνια, το 1976. Ο Τσουνγκ
μετακόμισε στο Ουλσάν και επιτηρούσε καθημερινά τις εργασίες, ανέπτυξε
μάλιστα κι ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα όπου τα κτίρια των ναυπηγείων
κατασκευάζονταν παράλληλα με το πρώτο πλοίο. Αυτό το συμβάν ουσιαστικά
του άνοιξε την πόρτα της εμπιστοσύνης στον διεθνή εφοπλισμό, αφού
αποδείχτηκε ότι μπορεί να κάνει την ίδια καλή δουλειά γρηγορότερα από
τους άλλους.
Πλέον το Hyundai Group είναι χωρισμένο σε τρεις μεγάλες εταιρείες, που
ασχολούνται με τη λιανική πώληση, τη βαριά βιομηχανία και τα
αυτοκίνητα. Ο Τσουνγκ τοποθέτησε μέλη της οικογένειάς του (απέκτησε 11
παιδιά, 8 γιους και 3 κόρες, με τον μακρόχρονο γάμο του) σε καίριες
θέσεις, αλλά έδωσε ευκαιρίες ανάδειξης και σε αξιόλογους υπαλλήλους,
όπως την είχε πάρει κι αυτός όταν ήταν μικρός.
Σήμερα η Hyundai Motor Group έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο
πετυχημένες αυτοκινητοβιομηχανίες παγκοσμίως. Ξεκινώντας από απλά
μοντέλα όπως το Pony του 1975 και το Excel το 1986, παρουσίασε μοντέλα
προσιτά οικονομικά για μαζικές πωλήσεις, αλλά αξιόπιστα στον τομέα της
μηχανής. Η εταιρεία πούλησε περίπου 4 εκατομμύρια αυτοκίνητα σΆ όλο
τον κόσμο, έκανε τζίρο 224,1 δις δολάρια και απασχολεί περίπου 293.000
υπαλλήλους.
Ο Τσουνγκ ήταν ο πρώτος «τσαεμπόλ» της Νότιας Κορέας που κοίταξε προς
το βορρά, προφανώς λόγω και καταγωγής. Είχε την άποψη ότι μόνο μέσω
της οικονομικής ανάπτυξης της Βόρειας Κορέας μπορεί να γίνει κάποτε
πραγματικότητα η ένωση των δύο κρατών. Από τη δεκαετία του 1960 ακόμα
είχε επαφές με το καθεστώς της Βόρειας Κορέας, με σκοπό να αναλάβει
έργα ανάπτυξης. Ήταν από τους ένθερμους υποστηρικτές της «Ηλιόλουστης
Πολιτικής», όπως ονομάστηκε αργότερα η ειρηνική προσέγγιση των δύο
χωρών. Η ιδέα του για τουριστική αξιοποίηση του βουνού Κουμγκάν στο
βορρά έγινε πραγματικότητα ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το 2001. Η
εταιρεία του, μάλιστα, ανέλαβε εξ ολοκλήρου να κατασκευάσει τις
τουριστικές υποδομές.
|
|
|
|
ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ!
|
Όλα τριγύρω
αλλάζουνε και όλα
στα ίδια μένουν...
ΛΕΕΙ μια λογική ότι, «μεγαλύτερη και από τη σοφία είναι η εμπειρία».
Διότι δεν πρέπει μόνο να είναι κανείς σοφός για να καταλάβει ότι με
την εξουσία «παίζουν» πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι εραστές (κατά μια
έννοια «νταβατζήδες» οι οποίοι και δεν επιτρέπουν σε άλλους να την
αγγίξουν), αλλά θα πρέπει να είναι κανείς και αρκετά έμπειρος ώστε να
την έχει ζήσει για χρόνια αυτήν την στενή σχέση μεταξύ των παραγόντων
- εραστών και της εξουσίας...
ΕΙΠΑ τις προάλλες να θυμηθώ τα παλιά και τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του
80, πήρα το αμάξι και τον δρόμο για την Κάρλα, με μουντό καιρό και
πολύ αέρα για να παρακολουθήσω τα εγκαίνια της δημιουργίας της λίμνης,
σχεδόν έναν αιώνα από την αποξήρανσή της. Ιστορικό γεγονός λέω, δεν θα
το χάσω, ποιός ξέρει κάποιοι άλλοι απόγονοι της δικής μας εποχής
μπορεί να την ... αποξηράνουν πάλι, ψάχνοντας ίσως για λύσεις σε
θέματα διατροφικών αναγκών, ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα έχει ανάγκη ο
τόπος και εκείνη η γενιά.
ΕΙΔΑ λοιπόν στην Κάρλα, τι άλλο; νερά...πολλά νερά... Τις γνωστές
«μπάρες» της δεκαετίας του 90, να γίνονται ταμιευτήρες και δυο τρεις
ταμιευτήρες μαζί να σχηματίζουν σήμερα μια μικρή λίμνη. Τον
περιφερειάρχη να ομιλεί στο βήμα για την σπουδαιότητα του έργου, που
χρειάστηκε δεκαετίες να υλοποιηθεί (και την συμβολή βεβαίως πολλών
ανθρώπων της εξουσίας, της κεντρικής και της τοπικής). Είδα πλειάδα
ανθρώπων της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, (ακόμα και της
...παραδιοίκησης) είδα σπουδαίους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
βοήθησαν στην επιτάχυνση εκταμίευσης των πόρων, να συμμετέχουν όλοι
στη γιορτή, κυρίως χειροκροτώντας ή φωτογραφιζόμενοι (ανα)μεταξύ τους,
για τον εμπλουτισμό του κοινωνικού βιογραφικού τους ενόψει ενδεχομένως
της όποιας εκλογικής αναμέτρησης...
ΜΠΡΟΣΤΑ από τους φωτογράφους, μια ομήγυρη «παραγόντων» με γύρισαν
δεκαετίες πίσω. Οι ίδιοι άνθρωποι τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα πλέον
από τον χρόνο, έπιαναν θέσεις απέναντι από τις κάμερες με μια μαεστρία
επαγγελματική, που απέκτησαν από την πολυετή ενασχολησή τους με τα
κοινά. Πάει λέω...Ή εγώ γέρασα και τους βλέπω όλους ίδιους, ή δεν
υπάρχουν νέοι στον τόπο αυτό να δώσουν άλλη ζωντάνια, άλλη προοπτική
σε ότι έχει σχέση με την ανάπτυξη ακόμα και με την πολιτική
εκπροσώπηση. Δήμαρχοι δεκαετιών, παλιοί πρόεδροι κοινοτήτων, σύμβουλοι
σιτεμένοι από τον χρόνο, πολιτικοί και διευθυντές υπηρεσιών που
ξέχασαν να συνταξιοδοτηθούν, όλοι εκείνοι οι «πολιτευτές», αλλά και οι
πρωτοκλασάτοι κομματάνθρωποι - «ιδιαίτεροι» όλων των χώρων, που
...σταφίδωσε τα πρόσωπά τους ο χρόνος, «γυρολόγοι των εκδηλώσεων»
ιδίως των εγκαινίων (μετα φαγητού παρακαλώ), προσδοκώντας τουλάχιστον
δημοσιότητα, δεν λένε ακόμα να εγκαταλείψουν, να αποτραβηχτούν
παραχωρώντας τις θέσεις τους σε νέους ανθρώπους, ορεξάτους για
δουλειά, πιο δυνατούς να χαράξουν το μέλλον που άλωστε τους ανήκει...
ΔΕΝ είχε τελειώσει η τελετή των εγκαινίων εκεί στα παρακάρλια χωράφια
και μελαγχόλησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής. ¶ραγε τι ζητούσα και
γω εκεί; Πάνε πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα από την πρώτη σύσκεψη που
είχα παρακολουθήσει τότε ως ρεπόρτερ της «Ελευθερίας» για την
δημιουργία της λίμνης αλλά και την (στα χαρτιά ακόμη) εκτροπή του
Αχελώου! Οι παλιοί «παράγοντες» πρέπει να κλείσουν τον κύκλο της ζωής
τους στα κοινά. Κρίμα όμως, γιατί από μόνοι τους δεν το κάνουν ποτέ οι
περισσότεροι. Η εξουσία είναι μια πλούσια ερωμένη, κρατά ομήρους τους
«τσιμπιμένους» μαζί της. Οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τέλος σ´αυτές
τις σχέσεις είναι οι ψηφοφόροι. Κανείς άλλος...
|
Γράφει ο Δημοσιογράφος Χρήστος Τσαντήλας
|
Αναλυτικά στη σελίδα "Θέματα" >>
|
|
|
|
|