Η αποδόμηση των ακροδεξιών μύθων που αναπτύχθηκαν μετά την κρίση περί … «αδιάφθορων αξιωματικών» της επταετίας, περί «χρηστής διοίκησης», περί «οικονομικής ανάπτυξης» και «ανυπαρξίας χρέους» σε βιβλίο!
Τίτλος: «Λαμόγια στο χακί». Υπότιτλος: «Οικονομικά… θαύματα και θύματα της χούντας». Εκδόσεις: Τόπος. Συγγραφέας ο δημοσιογράφος Διονύσης Ελευθεράτος, ο οποίος σε 333 σελίδες απομυθοποιεί την οικονομική- κοινωνική πολιτική της δικτατορίας των συνταγματαρχών, αποκαλύπτοντας παράλληλα με αριθμούς και ΦΕΚ την αθλιότητα της διακυβέρνησης τους.
Καταρχάς, για το στερεότυπο περί «εκπληκτικού ρυθμού ανάπτυξης 6 %», ο συγγραφέας είναι καίριος: Η Ελλάδα είχε να επιδείξει άνοδο οικονομικού επιπέδου πολλά χρόνια πριν από το πραξικόπημα. Συγκεκριμένα, η ελληνική μέση ετήσια αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος στην δεκαετία 1950-60 ήταν 6,5% με δεδομένο ότι η χώρα, κατεστραμμένη από τον εμφύλιο, ξεκινούσε από το μηδέν.
Για το μύθευμα περί αδιάφθορων στρατιωτικών: Είκοσι μέρες μετά την επιβολή του πραξικοπήματος, με τον Αναγκαστικό Νόμο 5/1967 ( ΦΕΚ-Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως 10/5/67), οι μηνιαίες αποδοχές του πρωθυπουργού πέταξαν από τις 23.000 δραχμές στις 45.000 δραχμές. Επίσης, οι αποδοχές των υπουργών και των υφυπουργών ανέβηκαν αστραπιαίως από τις 22.000 δρχ. στις 35.000 δρχ. μαζί με τα έξοδα παραστάσεως. Επιπλέον, καθιερώθηκε ημερήσια αποζημίωση εκτός έδρας 1.000 δρχ. για τον πρωθυπουργό και 800 δρχ. για υπουργούς και υφυπουργούς. Σημειωτέον ότι όταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος εισέπραττε το παραπάνω ποσό, ο μέσος μηνιαίος μισθός των υπαλλήλων βιομηχανίας είχε προσδιοριστεί στις 4.500 δρχ.
Ο δικτάτορας … ξέχασε να αναφέρει τις αποδοχές του στο Πόθεν Έσχες των ετών 1970, 1971 και 1972. Το θυμήθηκε το 1974 όταν τον είχε ανατρέψει ο Ιωαννίδης.
Οι «απόστολοι της εξυγίανσης», δρομολογώντας την ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση δια του δοτού Σπύρου Μαρκεζίνη, μερίμνησαν για τα γηρατειά τους ψηφίζοντας το Νομοθετικό Διάταγμα 128/14-9-1973 που πρόβλεπε ισόβια συνταξιοδότηση όσων διετέλεσαν πρωθυπουργοί ή αντιπρόεδροι κυβερνήσεων, έστω και για ένα τρίμηνο. Το ίδιο ευεργέτημα δόθηκε και για όσους άσκησαν καθήκοντα υπουργού και υφυπουργού για μόλις δύο χρόνια.
Ο παπαδοπουλικός υφυπουργός Εμπορίου Μιχάλης Μπαλόπουλος, μέλος της αυτοαποκαλούμενης «επαναστατικής επιτροπής», εξέδωσε απόφαση δια της οποίας απαγόρευε τις εισαγωγές κρέατος δίνοντας τη δυνατότητα σε λίγους εμπόρους να ορίζουν τις τιμές, με αποτέλεσμα ακόμα και ο δικτάτορας Ιωαννίδης να αναγκασθεί να τον παραπέμψει στο στρατοδικείο μαζί με άλλους σαράντα κατηγορούμενους. Στη δίκη αποκαλύφθηκε ότι ο μπαλοπουλικός γενικός διευθυντής του υπουργείου Εμπορίου είχε εισπράξει μίζα 9 εκατομμύρια δρχ. ενώ το δημόσιο υπέστη ζημία 1.300.000 δρχ. από απώλεια δασμών. Η κομπίνα ήταν εξόφθαλμη. Ο δικτατορικός υπουργός τιμωρήθηκε με φυλάκιση 3,5 ετών και ο ευνοούμενος διευθυντής του με φυλάκιση 10 ετών.
Σε απόρρητο έγγραφο του αρχηγού της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στις 9-5-1973, ο αρχηγός της Μιχάλης Ρουφογάλης ενημέρωνε εμπιστευτικά τον Παπαδόπουλο ότι τα χορηγηθέντα από τους υπουργούς σε ημέτερους δάνεια έφθασαν το δυσθεώρητο ύψος του 1.519.000.000 δρχ., δηλαδή ενάμιση δισεκατομμύριο! Και τα υπό έγκριση σε ευνοούμενους επιχειρηματίες ήταν άλλο ένα ενάμιση δις! .Για την ακρίβεια ήταν 1.492.000 δρχ., μεταξύ των οποίων 152.000.000 δρχ. σε εταιρεία συγγενών του Πατακού. Δηλαδή οι δικτάτορες έδωσαν «θαλασσοδάνεια» που αντιστοιχούσαν στο ασύλληπτο ποσό των 3 δισ. δρχ. το οποίο αντιστοιχούσε στο 1,1% του τότε ΑΕΠ.
Ο ίδιος βέβαια ο Ρουφογάλης, μαζί με τη γυναίκα του Ντέλα, η οποία ήταν μοντέλο, αποτελούσαν το προκλητικό δίδυμο του life style της εποχής, με αποτέλεσμα, ο θεωρητικός της χούντας και εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» Σάββας Κωνσταντόπουλος να γράψει σε επιστολή του προς τον διαμένοντα στο Παρίσι Κωνσταντίνο Καραμανλή περί «αποπνικτικής ατμόσφαιρας σκανδάλων» του καθεστώτος Παπαδόπουλου σημειώνοντας : «Μεγάλην ζημίαν του έκαμε η σύζυγος και ο ταξίαρχος Μ. Ρουφογάλης με εντυπωσιακούς γάμους, θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξη πλούτου κ.λπ.».
Οι ανεξέλεγκτες προμήθειες στον στρατό έδιναν και έπαιρναν. Σύμφωνα με κοινή υπουργική απόφαση των Παπαδόπουλου - Μακαρέζου και Ανδρουτσόπουλου της 28ης Φεβρουαρίου 1969, «ένοπλαι δυνάμεις της χώρας προμηθεύονται τα αναγκαιούντα αυταίς καύσιμα άνευ διενεργείας διαγωνισμού»…
Οι αντιστασιακές συντάξεις δινόταν αφειδώς στους λεγόμενους εθνικόφρονες. Με το νομοθετικό διάταγμα 179/1969 «περί εθνικής αντιστάσεως» δόθηκαν συντάξεις ακόμα και σε ταγματασφαλίτες συνεργάτες των Ναζί. Τα ευεργετήματα του άρθρου 19 αφορούσαν όχι μόνο την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου αλλά και την στεγαστική αποκατάσταση, την εισαγωγή τέκνων σε σχολές, την προαγωγή στο δημόσιο και την παροχή σε αγρότες αποξηραμένων εκτάσεων των δημόσιου.
Όσον αφορά την οικογενειοκρατία: Ο ένας αδερφός του Παπαδόπουλου, ο Χαράλαμπος, πριν από το πραξικόπημα υπήρξε απλώς εισηγητής στο υπουργείο Εμπορίου αλλά μετά αναδείχθηκε σε διευθυντή στο υπουργείο Προεδρίας και διορίστηκε γενικός γραμματέας στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ο άλλος αδερφός, ο Κωνσταντίνος, διορίστηκε γενικός γραμματέας του υπουργείο Προεδρίας, περιφερειακός διοικητής της Αττικής, υπουργός παρά τω πρωθυπουργό και στρατιωτικός ακόλουθος.
Με το Νομοθετικό Διάταγμα 802, περί ευθύνης υπουργών, προβλεπόταν στο άρθρο 48 παρ. 1 πως το υπουργικό συμβούλιο εξομοιωνόταν με την «Βουλή», καθώς η επόμενη παράγραφος προέβλεπε ότι: «Τας αρμοδιότητας του επιτρόπου της Βουλής και των κατηγόρων ασκούν τα μέλη της κυβερνήσεως εκλεγόμενα υπό ταύτης». Έτσι, τυχόν παραπομπή σε δίκη μελών θα υποστηριζόταν από κατήγορο υπουργό ο οποίος θα εκλεγόταν από τη δικτατορική κυβέρνηση. Η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου διευκόλυνε την γρήγορη παραγραφή των αδικημάτων ορίζοντας : «Εγκλήματα, περί ων το παρόν, δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας της συγκλήσεως εις σώμα της εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου Βουλής, παραγράφονται άμα τη συγκροτήσει ταύτης».
Και για το θρυλούμενο μηδενικό χρέος: Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψεύδος. Το συνολικό δημόσιο χρέος από 32 δισ. δρχ. που το παρέλαβε η δικτατορία το 1966 το εκτόξευσε στα 114 δισ. δρχ. το 1974!