Ειδήσεις για όλους
Η «Μέκκα του καπνού», μέσα από μαρτυρίες και εκθέματα Καβάλα - Αυγ/11.
Η ιστορική εικόνα της Καβάλας δεν αποτυπώνεται στις πανέμορφες παραλίες της, ούτε στις όψεις των λιγοστών αρχοντικών που απέμειναν, ούτε καν στο μεσαιωνικό υδραγωγείο (Καμάρες) ή στο κάστρο στην κορυφή της παλιάς πόλης ή ίσως πάλι στο εντυπωσιακό Ιμαρέτ στη χερσόνησο της Παναγίας.
Η ιστορική εικόνα της πόλης είναι καλά κρυμμένη στις γειτονιές της, στους στενούς δρόμους που οδηγούν σε περιοχές, όπου χιλιάδες άνθρωποι εργάστηκαν σκληρά και έχυσαν τον ιδρώτα τους πάνω από την τόγκα, τους ιμάντες, τις κάσσες που "αγκάλιαζαν" τις ποικιλίες καπνού.
Την ιστορική εικόνα της πόλης μπορεί κάποιος ακόμη και να τη ? μυρίσει, καθώς περπατά σε λιθόστρωτους δρόμους, ανάμεσα στα εντυπωσιακά πετρόχτιστα καπνομάγαζα, που για περισσότερο από δυο αιώνες φιλοξένησαν μέσα τους άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών και παλαιότερα όλων των εθνοτήτων και θρησκειών, αν αναλογιστεί κάποιος πως η επεξεργασία του καπνού στην Καβάλα ξεκινάει στα 1850, όταν ακόμξ η πόλη και ολόκληρη η βόρεια Ελλάδα ήταν μια τουρκοκρατούμενη περιοχή.
Σήμερα, δυο αιώνες μετά, στην πόλη εργάζονται λιγοστοί καπνεργάτες και απασχολούνται στις εναπομείνασες καπνοβιομηχανίες, που διαθέτουν σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Η πόλη, εδώ και αρκετά χρόνια έχει ξαναβρεί το ρυθμό της, στηριζόμενη, όμως, σε διαφορετικούς πόλους ανάπτυξης.
Οι καπναποθήκες που απέμειναν ή αλλιώς καπνομάγαζα για τους παλαιότερους ντόπιους κατοίκους, παραμένουν ερημωμένες και ? βουβές, συγχρόνως όμως μεγαλοπρεπείς και πανέμορφες, δίνοντας ανάσες αισθητικής ανάμεσα στις άχαρες πολυκατοικίες. Αυτές μόνες, μαζί με τις προφορικές διηγήσεις των παλαίμαχων καπνεργατών, θυμίζουν σήμερα ότι, κάποτε, σε αυτόν τον τόπο η καπνεργασία αποτελούσε καθημερινή ζωή, ένδοξη και τυραννισμένη.
Ωστόσο, υπήρχε πάντα η ανάγκη, ο θρύλος της επεξεργασίας και της εμπορίας του καπνού να γίνει ιστορία. Η ελλιπής γνώση να γίνει πολύπλευρη μελέτη του καπνεμπορίου, του εργατικού κινήματος και της αρχιτεκτονικής των εργοστασίων.
Η στενή σχέση της Καβάλας με την καπνεργασία και το καπνεμπόριο ανέδειξε την ανάγκη να ερευνηθεί αυτή η σημαντική πτυχή της τοπικής ιστορίας. Έτσι, πολλοί μελετητές, ερευνητές, δημοσιογράφοι, ασχολήθηκαν κατά καιρούς με το ζήτημα και εξέδωσαν βιβλία ή έγραψαν άρθρα, ενώ πολλοί πολίτες ευαισθητοποιήθηκαν και ξεκίνησαν να δωρίζουν αντικείμενα, φωτογραφίες κι έγγραφα στο Δημοτικό Μουσείο Καβάλας.
Η λειτουργία του Δημοτικού Μουσείου Καπνού
Ένα πρώτο σημαντικό βήμα έγινε στις 5 Απριλίου 2003, όταν άνοιξε τις πόρτες του το Δημοτικό Μουσείο Καπνού, που στεγάζεται προσωρινά στον ισόγειο χώρο του πρώην Ελληνικού Οργανισμού Καπνού, ο οποίος παραχωρήθηκε στο Δήμο Καβάλας από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Το Δημοτικό Μουσείο Καπνού, ένα καθαρά θεματικό και πρωτότυπο μουσείο, αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής και ελάχιστη αναβίωση της συλλογικής μνήμης για τους εκατοντάδες χιλιάδες καπνεργάτες και τις οικογένειές τους, που εργάστηκαν σκληρά, ακόμη και με τίμημα την ίδια τους τη ζωή.
Οι χιλιάδες επισκέψεις που δέχεται το Δημοτικό Μουσείο Καπνού καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου φανερώνουν τη μοναδικότητά του, καθώς είναι ένα από τα λίγα που λειτουργούν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο μέχρι πρότινος πρόεδρος του Δημοτικού Μουσείου Καπνού, Γιάννης Βύζικας (με την εφαρμογή του νόμου "Καλλικράτη" το Δημοτικό Μουσείο Καπνού έχασε τη διοικητική αυτοτέλειά του και πέρασε στην εποπτεία της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης "ΔΗΜΩΦΕΛΕΙΑ") είναι ο άνθρωπος που αφιέρωσε μεγάλο μέρος από τον ελεύθερο χρόνο του για να συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό και να εκτεθεί στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού.
Το γεγονός ότι δεκάδες επώνυμοι και ανώνυμοι Καβαλιώτες, απόγονοι μεγάλων καπνεμπορικών επιχειρήσεων, καπνεμπορικοί σύλλογοι και σωματεία από ολόκληρη την Ελλάδας, αλλά και απλοί καπνεργάτες, έχουν μέχρι σήμερα δωρίσει στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού φωτογραφίες, έγγραφα, σπάνιο αρχειακό υλικό, παλιά μηχανήματα καπνεργασίας, χειροτεχνίες από φύλλα καπνού, έπιπλα αντίκες με τη δική τους ιστορία, βιβλία, μητρώα εργαζομένων και πολλά άλλα, που φανερώνουν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη ζωή τους ο καπνούς.
Για πάρα πολλά χρόνια ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής τους και επιθυμία τους είναι αυτές οι στιγμές, όσο δύσκολες κι αν ήταν, να μείνουν πάντα ζωντανές.
Ολόκληρος ο ισόγειος χώρος, όπου στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο Καπνού, είναι ένας χώρος αναμνήσεων και περισυλλογής. Πολλοί, ωστόσο, παρομοίαζαν τους εργάτες του καπνού ως πραγματικούς ? "σκλάβους", που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται κάτω από δύσκολες συνθήκες, ανεξάρτητα αν αυτοί οι "σκλάβοι" αμείβονταν για τη δουλειά τους.
Μαρτυρίες και αναμνήσεις
"Στις τέσσερις η ώρα το πρωί ξεκινούσαμε κάθε μέρα για τη συγκομιδή του καπνού", θυμάται η Ελισάβετ Τσολακίδου από το Παλαιοχώρι του Δήμου Παγγαίου, που για περισσότερα από σαράντα χρόνια εργάστηκε στα χωράφια με τις καλλιέργειες καπνού και δεν κρύβει ότι πρόκειται για μια από τις πιο σκληρές δουλειές που έχει κάνει στη ζωή της.
Το γεγονός ότι εργάζονταν στις καπνοκαλλιέργειες της οικογένειάς της δεν μείωνε τον κόπο και την προσπάθεια, αντίθετα μεγάλωνε την αγωνία για μια καλή σοδειά, αφού έπρεπε να ενισχυθεί το οικονομικό εισόδημα.
Η κ. Τσολακίδου επισημαίνει ότι η συγκομιδή του καπνού στις περισσότερες περιπτώσεις είναι "οικογενειακή υπόθεση". ¶ντρας, γυναίκα, παιδιά ακόμα και οι παππούδες, ολόκληρη η οικογένεια μαζί ξεκινούσε για το χωράφι πολύ πριν από την ανατολή του ηλίου, ώστε και τα φύλλα του καπνού να μην μαραθούν, αλλά και η συγκομιδή να μην γίνεται κάτω από τον καυτό ήλιο.
Τα παλιότερα χρόνια οι γκαζόλαμπες και στα νεότερα οι λάμπες από τις γεννήτριες φωτίζουν το πυκνό σκοτάδι για το σπάσιμο του καπνού κι αν έβλεπες αυτά τα φώτα από μακριά έμοιαζαν με αλιευτικά σκάφη μέσα στη θάλασσα!
Είναι ένα θέαμα εντυπωσιακό, αλλά συνάμα μια εργασία πολύ σκληρή και άκρως κουραστική. Ο καπνεργάτης αναγκάζεται να σκύβει διπλά, να συλλέγει τα πατόφυλλα που ωρίμασαν νωρίτερα, τα μεσαία και τέλος τα κορυόφυλλα. Έπρεπε να τα βάζει σε τάξη, το ένα πάνω στο άλλο, να τα τοποθετεί σε κασόνια ή κοφίνια παλιότερα και να τα μεταφέρει στην αποθήκη.
Η κουραστική δουλειά θα συνεχιστεί από ολόκληρη την οικογένεια, αφού θα πρέπει να περάσουν τα φύλλα με μακριές βελόνες από τη βάση τους σε σπάγκο, μήκους ενάμισι μέτρου. Στη συνέχεια, θα κρεμαστούν από τις δυο άκρες τους σε ειδικά ξηραντήρια, τις λιάστρες, για να αποξηρανθούν τα φύλλα. Μετά, τρεις με πέντε αρμαθιές δένονται σε σχοινί από τις δυο άκρες και αποτελούν τους κοντέδες, βαντάκια, που τα κρεμούν στην οροφή των αποθηκών.
Κατά τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο, τα φύλλα των καπνών απορροφούν υγρασία από την ατμόσφαιρα και μαλακώνουν ώστε να μη τρίβονται. Τότε, αρχίζει η συσκευασία τους σε δεμάτια, η οποία ποικίλλει από τόπο σε τόπο, ανάλογα με το είδος του προϊόντος.
Σκληρή δουλειά για λίγους
Σήμερα, στο Παλαιοχώρι του Δήμου Παγγαίου, βορειοδυτικά της Καβάλας, σε μια μεγάλη περιοχή στους πρόποδες του όρους Παγγαίου, μόνο επτά οικογένειες συνεχίζουν να ασχολούνται με την καπνοκαλλιέργεια από τις συνολικά 130 που απασχολούνταν πριν από δέκα χρόνια.
Η μείωση των επιδοτήσεων, η μικρή ζήτηση των καπνών, αλλά και η έλλειψη σε εργατικά χέρια, οδήγησαν πολλές οικογένεια να εγκαταλείψουν την καπνοκαλλιέργεια και να ασχοληθούν με άλλου είδους καλλιέργειες, περισσότερο προσοδοφόρες και ξεκούραστες.
Καθώς μιλάμε με την κ. Τσολακίδου, το βλέμμα πέφτει στα χέρια τη. Η ίδια το αντιλαμβάνεται και χαμογελά. Είναι χέρια σκληρά από τη δουλειά, χέρια που έχουν ταλαιπωρηθεί για πολλά χρόνια μέσα στα χωράφια από τη συγκομιδή του καπνού. Χέρια που μοιάζουν πολύ με αυτά της Δέσποινας Ιακωβίδου, από την Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου, που εργάστηκε συστηματικά ως καπνεργάτρια από νεαρή ηλικία και συνταξιοδοτήθηκε πριν από λίγα χρόνια ως καπνεργάτρια.
"Τα καλά χέρια, δηλαδή τα έμπειρα, ήταν πολύτιμα στην καπνεργασία για τους καπνέμπορους", τονίζει η κ. Ιακωβίδου και θυμάται πολλές από τις στιγμές που πέρασε ως εργαζόμενη σε διαφορετικές βάρδιες μέσα στα καπνομάγαζα πολλών εταιρειών. "Η δουλειά ήταν συλλογική και απαιτούσε προσοχή όσον αφορά τη διαλογή των φύλλων που ταξινομούνταν ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητά τους", μας λέει.
Και αν η εργασία του καπνοπαραγωγού ή του καπνεργάτη ήταν σκληρή και δύσκολη, η δουλειά του μεσίτη καπνού ήταν εξίσου απαιτητική, αλλά σίγουρα περισσότερο καθαρή. Ο μεσίτης του καπνού ήταν ο συνδετικός κρίκος της καπνοπαραγωγής και του καπνεμπορίου. Οι μεσίτες ήταν υπάλληλοι των καπνεμπορικών επιχειρήσεων, που ασχολούνταν με τις αγορές του προϊόντος.
Ο Αντώνης Θεοχαρίδης, 73 χρονών σήμερα, από τη Χρυσούπολη του Δήμου Νέστου, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως μεσίτης για λογαριασμό γνωστής καπνοβιομηχανίας. Καθώς ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του, τονίζει πως για να γίνει κάποιος μεσίτης απαιτούνταν καλή γνώση του είδους, μόρφωση, ευστροφία, αλλά και αντοχή, αφού ήταν υποχρεωμένοι ακόμη και με αντίξοες συνθήκες να επισκέπτονται απομακρυσμένα χωριά για να δημιουργούν σχέσεις με τους καπνοπαραγωγούς και να επιλέγουν έτσι τα καλύτερα είδη.
"Ο μεσίτης", επισημαίνει ο κ. Θεοχαρίδης, "ήταν το μάτι και το αυτί της επιχείρησης, ήταν αυτός που εξασφάλιζε καλής ποιότητας καπνά στις επιχειρήσεις που τους εμπιστεύονταν". ¶ψογοι στην εμφάνιση, ακόμη και σε εποχές δύσκολες οικονομικά, όπως την Κατοχή, οι μεσίτες έδιναν την εντύπωση ανθρώπων, που εγγυώνται τη σίγουρη, αλλά και άμεση πληρωμή του κόπου και του ιδρώτα των καπνοπαραγωγών.
Τα καλύτερα καπνά των Βαλκανίων
Είναι γεγονός πως η καπνεργασία και το καπνεμπόριο έδωσαν μια μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση στην πόλη, που ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Σημαντικοί παράγοντες ήταν η ζήτηση των μακεδονικών καπνών, η παρουσία των προσφύγων που ήρθαν το 1922, που αυξάνει σημαντικά τα εργατικά χέρια, το λιμάνι της Καβάλας και η παρουσία στην πόλη πολλών προξενικών αρχών από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που η Καβάλα γίνεται το μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας ευγενών καπνών στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Τουλάχιστον είκοσι ξένες εταιρείες και τριάντα ελληνικές εμπορίας καπνού δραστηριοποιούνται στην Καβάλα αυτή την εποχή. Στην επεξεργασία του καπνού απασχολούνταν 15.000 εργάτες άνδρες και γυναίκες, δηλαδή το 80% του εργατικού δυναμικού της πόλης, ενώ το 50% των καπνεργατών της χώρας βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Καβάλα. Τα παραπάνω στοιχεία δικαιολογούν απόλυτα το χαρακτηρισμό "Μέκκα του καπνού", που είχαν δώσει στο παρελθόν αρκετοί στην πόλη.
Τεράστιες περιουσίες και συνδικαλιστικό κίνημα
Οι έμποροι δημιούργησαν τεράστιες περιούσιες μέσα σε ελάχιστο διάστημα, ενώ γα τους καπνεργάτες οι συνθήκες εργασίας ήταν δύσκολες. Βασικά τους προβλήματα, η φυματίωση που προκαλείται από τους κλειστούς και ανήλιους χώρους (καπνομάγαζα) της καπνεργασίας αλλά και η εποχικότητα του επαγγέλματος, αφού η επεξεργασία διαρκεί από την ¶νοιξη μέχρι το Φθινόπωρο. Αυτό, όμως, που κυρίως έμεινε ζωντανό γεγονός ως ιστορία είναι το συνδικαλιστικό κίνημα των καπνεργατών και η αριστερή πολιτική τους τοποθέτηση, που χαρακτήριζε την πόλη για περίπου σαράντα χρόνια.
Κάνοντας μια επίσκεψη στο Δημοτικό Μουσείο Καπνού, ο επισκέπτης βρίσκει στοιχεία για την πρώτη καπνεργατική απεργία, που έγινε το 1896 με οικονομικά αιτήματα. Σε μια από τις προθήκες του μουσείου φυλάσσεται το καταστατικό του πρώτου στα Βαλκάνια καπνεργατικού σωματείου μετά τις συνδικαλιστικές ελευθερίες που παρείχε στους εργαζόμενους το τουρκικό Σύνταγμα του 1908.
Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στην Καβάλα οργανώνονται και δυο ακόμα καπνεργατικά σωματεία, η "Καπνεργατική Ένωση Καβάλας" και η "Πρόοδος", με έντονες διαφορές πολιτικής και τακτικής μεταξύ τους.
Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1920 γίνονται στην Καβάλα τρεις μεγάλες απεργίες. Όλες χαρακτηρίζονται από μαζικότητα, αλληλεγγύη, δυναμισμό, αλλά και από έντονες συγκρούσεις με την αστυνομία, τραυματισμούς και δολοφονίες εργατών.
Σε ανάμνηση αυτών των μεγάλων καπνεργατικών αγώνων και τιμώντας τη μνήμη όσων καπνεργατών έχασαν τη ζωή, αλλά και το σύνολο των καπνεργατών, που με τον ιδρώτα τους συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του τόπου, ο Δήμος Καβάλας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ανέθεσε τη φιλοτέχνηση μιας χάλκινης σύνθεσης που δεσπόζει στην πλατεία Καπνεργάτη μπροστά στο εντυπωσιακό κτίσμα της Δημοτικής Καπναποθήκης, που χτίστηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ως καπναποθήκη του Τούρκου καπνεμπόρου Κιζί Μιμίν.
Το κτίριο αποτελεί παράδειγμα οθωμανικού νεοκλασικισμού (ψευδοκίονες, κιονόκρανα, γείσα), με χρήση και στοιχείων μπαρόκ, όπως η επιβλητική επίστεψη της στέγης, με τα τέσσερα στέμματα. Στο κτίριο αυτό, που έχει ανακαινιστεί εσωτερικά εκ βάθρων, θα στεγαστεί στο μέλλον το Δημοτικό Μουσείο Καπνού και το Δημοτικό Λαογραφικό Μουσείο.
Η ιστορία του καπνού και η συμβολή που είχε η συγκεκριμένη καλλιέργεια στην ανάπτυξη του τόπου αποτυπώνεται σε κάθε γωνιά του εκθεσιακού χώρου. Σίγουρα, όμως, τα βλέμμα των επισκεπτών κεντρίζει η αναβίωση της κλασικής επεξεργασίας καπνού με την κατασκευή εκθεσιακών δειγμάτων. Πρόκειται για μια ειδικότητα που τείνει να εξαφανιστεί και το Δημοτικό Μουσείο Καπνού αποτελεί το μοναδικό φορέα στον ευρωπαϊκό χώρο που συνεχίζει την παραδοσιακή αυτή τεχνική, ενώ και η λειτουργία μηχανημάτων εμπορικής επεξεργασίας του καπνού στον εκθεσιακό χώρο αποτελούν μια μοναδική εμπειρία για τον επισκέπτη.
<< Πίσω
|
|
|