ελληνική φωνή - κεντρική σελίδα  
επικοινωνία εκτύπωση
 
Εκδότης-Διευθυντής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΤΥΧΙΔΗΣ
Διευθύντρια Σύνταξης: ΑΡΤΕΜΙΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ηλεκτρονική Ενημέρωση για την Ελλάδα και τον Κόσμο - News - Nachrichten
   

Ειδήσεις για όλους

 

«Οι μετανάστες είναι πάντα η μηχανή που ανανεώνει οικονομικά και πολιτιστικά κάθε χώρα» δηλώνει ο Ελληνοκαναδός συνθέτης Χρήστος Χατζής

Οτάβα -(Ανταπόκριση Ιουστίνη Φραγκούλη)- Μαϊος/14.

Ένας Έλληνας που κοσμεί τον κόσμο με το ξαναβάφτισμα της μουσικής στην κλασική της φόρμα είναι ο συνθέτης Χρήστος Χατζής, ο οποίος ζει μόνιμα στο Τορόντο. Κορυφαίος μουσουργός και συνθέτης, καθηγητής στο Μουσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Τορόντο, ξεκίνησε από το Βόλο με το ταλέντο του, κατακτώντας την παγκόσμια μουσική σκηνή με την πληθωρική χαρισματική φύση του και την γνήσια προσήλωσή του στην υπαρξιακή αναζήτηση. Το έργο του «Κωνσταντινούπολη», τον έχει κατατάξει στους κορυφαίους συνθέτες του κόσμου χαρίζοντάς του παγκόσμια καταξίωση.
 
Παρότι μουσουργός των δυτικών ήχων, ο Χρήστος Χατζής θυμάται την Ανατολή του όταν έψελνε στην εκκλησιά του Βόλου. Ο διεθνής συνθέτης τιμάται στις 6 Ιουνίου από το Ίδρυμα Ελληνικής Κληρονομιάς του Τορόντο για το συνολικό του έργο και «χαίρεται χαράν μεγάλην».
 
 
 
-Πώς βρεθήκατε από τον Βόλο στο Ρότσεστερ και μετά στο Τορόντο;
 
 
 
-Έφυγα το 1974 για σπουδές στο Eastman School of Music του Rochester της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας μου είχε πολιτικό μητρώο με τη χούντα, ήταν για πολύ καιρό με πρόχειρη εργατική απασχόληση εξ’ αιτίας του «φακέλου» του και δεν μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά τις σπουδές μου. Με βοήθησε να φύγω η Dorothea Doig, μια σπουδαία 74-χρονη γυναίκα που ήταν και ο πρώτος φύλακας-άγγελος στη ζωή μου. Η Doig ήταν μορφωτικός σύμβουλος στο Fulbright Foundation στην Αθήνα. Όταν πήγα ξεκάρφωτος να κοιτάξω για υποτροφίες για σπουδές στην Αμερική, η Doig ανέλαβε να με βοηθήσει σαν να ήμουν δικό της παιδί. Έμαθα αργότερα ότι η ίδια είχε τελειώσει σύνθεση στο Eastman, αλλά στην αρχή του 20ου αιώνα ήταν σχεδόν αδύνατον για μια γυναίκα να εξασκήσει το επάγγελμα του συνθέτη και κατέληξε στην Αθήνα σαν σύμβουλος του μορφωτικού ιδρύματος. Είχε υποσχεθεί όμως στον εαυτό της πως δεν θα σταματούσε παρά μόνο αν έβρισκε ένα νέο άνθρωπο που θα πήγαινε στο ίδιο σχολείο για να σπουδάσει και να ολοκληρώσει το όνειρο που η ίδια δεν είχε την ευκαιρία να φέρει σε πέρας. Όλα αυτά βέβαια τα έμαθα εκ’ των υστέρων. Ο Θεός την έφερε στον δρόμο μου και εμένα στον δικό της τόσο αναπάντεχα. Αυτό για μένα έγινε χρέος προς αυτόν τον άνθρωπο και αυτή η αίσθηση χρέους μου έδωσε δύναμη πολλές στιγμές στη μετέπειτα ζωή μου όταν τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα και σκέφτηκα κάποιες στιγμές να τα παρατήσω και να κάνω κάτι άλλο. Της χρωστώ τεράστια ευγνωμοσύνη, καθώς επίσης την μόρφωσή μου και την καριέρα μου. Αμέσως μετά την αναχώρησή μου για την Αμερική, η Dorothea Doig έφυγε από την Ελλάδα και έχασα τα ίχνη της. Δεν την ξαναείδα ποτέ. Έμαθα πολλά χρόνια αργότερα από το διαδίκτυο ότι πέθανε το 2001 σε ηλικία 101 χρονών στο San Antonio του Τέξας.
 
 
 
 
 
-Πώς ανακαλύψατε τη μουσική; Πώς ξεκίνησαν όλα;
 
 
 
-Πήγαινα στο Ελληνικό Ωδείο του Μπάμπη Κεχαΐδη στον Βόλο από την Δ’ Δημοτικού, αν θυμάμαι καλά. Έκανα ακορντεόν και αργότερα θεωρητικά, αλλά δεν ήξερα σχεδόν καθόλου τα μεγάλα έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν υπήρχε τηλεόραση, και το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ στα FM δεν έφτασε στον Βόλο παρά όταν ήμουν ήδη έφηβος. Όταν τελικά έφτασε, και άκουσα για πρώτη φορά την μουσική του Johann Sebastian Bach δήλωσα στους γονείς μου ότι ο σκοπός της ζωής μου θα είναι να υπηρετήσω τη μουσική αυτή με όλες μου τις δυνάμεις. Για μένα δεν ήταν θέμα μάθησης αλλά μυσταγωγίας. Από τότε ήδη άρχισα να ανιχνεύω το Θείο και το Ανθρώπινο μέσα από την μουσική σκέψη και πράξη. Η παράδοση ήταν ένα εφόδιο αλλά δεν άφησα ποτέ καμία παράδοση, θρησκευτική, εθνική ή μουσική, να γίνει εμπόδιο στην προσωπική εξερεύνηση της Αλήθειας — με κεφαλαίο «Α». Ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια είχα αντιληφθεί ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη γενικά είχαν γονατίσει πολιτισμικά κάτω από το βάρος της παράδοσής τους. Στα χρόνια της χούντας που μεγάλωσα η μόρφωση είχε παραμορφωθεί σε επίσημη προγονολατρεία. Ήθελα πνευματική ελευθερία, κάτι που θα μπορούσα να βρω μόνο στην Βόρειο Αμερική εκείνα τα χρόνια και ήμουν ήδη φευγάτος στο μυαλό μου πολύ πριν την αναχώρησή μου το 1974. Στην Αμερική βίωσα την πρώτη μου πνευματική και διανοητική έκρηξη/σοκ που με έδωσε όλα τα σημεία αναφοράς που ακόμη ανιχνεύω.
 
 
 
 
 
-Ποιοί συνθέτες σας μαγεύουν μετά από τόσα χρόνια μουσικών ακουσμάτων;
 
 
 
-Οι πρώτη λατρεία μου ήταν ο Bach. Μετά ήρθε ο Beethoven, ο Bela Bartok και ο Claude Debussy. Αργότερα, πλήθος επιρροών. Όταν πρωτοήρθα στην Αμερική διαπίστωσα πως δεν ήξερα σχεδόν καθόλου σύγχρονο κλασικό ρεπερτόριο αλλά και πολύ λίγο παραδοσιακό κλασικό. Ήταν σαν να προσγειώθηκα από τον Άρη. Αντίθετα η θεωρητική μου κατάρτιση ήταν τόσο προηγμένη που με προώθησαν κατ’ ευθείαν στο τρίτο πανεπιστημιακό έτος. Ο πρώτος μου καθηγητής σύνθεσης με έστειλε στην βιβλιοθήκη με μία πολυσέλιδη λίστα από σημαντικά έργα από τον 14ο μέχρι τον 20ο αιώνα με την εντολή να μην βγω από την βιβλιοθήκη μέχρι να τα ακούσω όλα και να μελετήσω τις παρτιτούρες. Το έκανα, αλλά όχι με χρονολογική σειρά. Άκουγα και μελετούσα πρώτα ότι μου κέντριζε την προσοχή. Το μυαλό μου βρισκόταν σε μια συνεχή υπερένταση και δεν έχει ηρεμήσει ακόμη. Λόγω αυτής της ανάκατης και έντονης κατανάλωσης μουσικής πληροφορίας, η μουσικές μου εμπειρίες συνδέονται με παράξενους τρόπους και όχι με μια ιστορική συνέχεια. Όλα είναι παρόντα, όλα μέρη μιας σύγχρονης συζήτησης χωρίς χρονική φορά και σχέσεις αιτίου και αιτιατού. Άρχισα επίσης να μαθαίνω και άλλη μουσική: την jazz, pop και rock, και αργότερα στο Buffalo τους συνθέτες του αφηρημένου εξπρεσιονισμού (John Cage, Morton Feldman, κτλ.) αλλά παράλληλα και τους Έλληνες συνθέτες του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού που μου ήταν σχεδόν άγνωστοι στην Ελλάδα. Στο επίκεντρο της προσοχής μου όμως ήταν ο μοντερνισμός. Το νέο μου ίνδαλμα για αρκετά χρόνια ήταν ο Ιάννης Ξενάκης και ο Morton Feldman με τον οποίον έκανα και το διδακτορικό μου. Αργότερα στο Τορόντο δούλεψα στις «μπουάτ» της Danforth Avenue και εκεί πρωτόμαθα την έντεχνη λαϊκή και δημοτική μουσική. Από τότε οι μουσικές μου εμπειρίες και ενδιαφέροντα δεν έχουν όρια και δεν σκοντάφτουν στα διάφορα χαρακώματα.
 
 
 
 
 
-Πώς θα αποκαλούσατε τις δικές σας συνθέσεις;
 
 
 
-Δεν υπάρχει ορισμός. Αν και το υπόβαθρο είναι κλασικό, έχω συνεργαστεί και συνθέσει νέα έργα για κλασικούς σολίστες και σύνολα, από την διεθνώς γνωστή βιολινίστρια Hilary Hahn και την Συμφωνική του Montreal μέχρι σχετικά άγνωστους αλλά ταλαντούχους νέους μουσικούς, ιθαγενείς τραγουδιστές όπως η Tanya Tagaq και οι Northern Cree Singers, καθώς επίσης και με λαϊκούς τραγουδιστές, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, rap singers, DJs και ηλεκτρονική μουσική. Δεν υπάρχει είδος μουσικής που να μη με ενδιαφέρει και να μην θέλω να ασχοληθώ μαζί του. Έχω πολύ πιο νεανικά μουσικά ενδιαφέροντα από πολλούς εικοσάχρονους μαθητές μου στο Πανεπιστήμιο του Toronto όπου διδάσκω σύνθεση, κάτι που είναι περίεργο και γι’ αυτούς και για μένα. Αυτή τη στιγμή γράφω τη μουσική για ένα μπαλέτο για την 75 επέτειο του Royal Winnipeg Ballet πάνω στο θέμα των κακόφημων Residential Schools σε συνεργασία με τον γνωστό Καναδό συγγραφέα Joseph Boyden και τον εκπληκτικό χορογράφο Mark Godden. Είναι ανάθεση του ομοσπονδιακού Truth and Reconciliation Commission και το τραγικό θέμα του με κρατάει ξύπνιο τις περισσότερες νύχτες. Η αισθητική γκάμα της μουσικής είναι τόσο πλατιά που είναι αδύνατο να την προσδιορίσω με κάποιο συγκεκριμένο όρο.
 
 
 
 
 
-Ποιά θεωρείτε μεγαλύτερη καταξίωση στη ζωή σας; Ποιό είναι το αγαπημένο δικό σας έργο;
 
 
 
-Είναι σαν να σε ρωτούν ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου παιδί. Το πιο γνωστό μου έργο μέχρι στιγμής είναι το πολύτεχνο έργο μου «Κωνσταντινούπολη» που έχει ταξιδέψει όλον τον κόσμο, αλλά πιστεύω πως το νέο μπαλέτο μου θα έχει ακόμη μεγαλύτερη απήχηση, ειδικά όταν θα κάνει διεθνή περιοδεία του χρόνου. Σχετικά με καταξίωση, θα έπρεπε να επισημάνω ότι καταξίωση για μένα εξακολουθεί να είναι η προσωπική ανίχνευση της Αλήθειας μέσω της μουσικής, της πνευματικότητας και της προσωπικής σχέσης με το Θείο. Αυτού του είδους η καταξίωση μετράει. «Όλα τ’ άλλα είναι καπνός». Εξωτερικά, τα έργα μου που θεωρώ πως με καταξιώνουν, σαν άνθρωπο πρώτα και καλλιτέχνη μετά, είναι αυτά που ίσως λειτουργήσουν σαν καταλύτης στον ακροατή για να αφουγκραστεί το Θείο που κρούει βαθιά μέσα του (ότι όνομα και αν έχει το Θείο για τον συγκεκριμένο άνθρωπο) και να του ανοίξει τον πόρτα. Παρόμοια καταξίωση αισθάνομαι επίσης με έργα που φέρνουν στο προσκήνιο αιτήματα και στεναγμούς αδικημένων ανθρώπων και ειδικά των δικών μας ιθαγενών. Αν μπορέσω να γίνω ένα έστω και μικρό μεγάφωνο για τον πόνο τους, αυτό είναι ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα προς την συμφιλίωση κατά τη γνώμη μου.
 
 
 
 
 
-Υπάρχουν φορές που δεν μπορείτε να συλλάβετε μια σύνθεση; Και τότε πως νιώθει ο συνθέτης;
 
 
 
-Λόγω του γεγονότος ότι με ενδιαφέρουν πολλά πράγματα σπάνια βρίσκομαι σε θέση που αντιμετωπίζω πρόβλημα σύλληψης. Αντίθετα, βρίσκω πολλές αναθέσεις άσκοπες, με την έννοια ότι δεν βοηθούν την πνευματική μας ανάπτυξη με κάποιο τρόπο, και δεν τις δέχομαι. Ίσως είναι και ένας από τους λόγους που δεν γράφω μουσική για κινηματογράφο αν και είχα αρκετές προσφορές και δυο-τρεις φορές για γνωστά κινηματογραφικά έργα. Η θέση μου στο πανεπιστήμιο που μου εξασφαλίζει τα προς το ζην, μου επιτρέπει να μη αφήνω οικονομικές πιέσεις να επηρεάζουν τις επιλογές μου. Όταν το θέμα είναι σωστό, ακόμη και αν δεν μπορώ να το συλλάβω αρχικά, θα φωτιστεί με προσευχή και πίστη. Αυτή η πίστη, εκτός από λίγα χρόνια στα τέλη της εφηβείας μου, δεν μ’ έχει εγκαταλείψει ποτέ, άσχετα αν είμαι συνεχώς ανάξιος αυτής της σχέσης με τον Θεό.
 
 
 
 
 
-Για τους αναλφάβητους της μουσικής τι έχετε να πείτε; Γι αυτούς που δεν γνωρίζουν σολφέζ και μουσική ανάγνωση;
 
 
 
-Ένα πράγμα μόνο: Τυχεροί!!! Θα χρειαστεί πολύς χώρος για να εξηγήσω γιατί αυτού του είδους ο «αναλφαβητισμός» στην μουσική μπορεί να γίνει δύναμη για τον ακροατή. Ο Βρετανός νευροψυχολόγος Iain McGillchrist έχει κάνει μια δυναμική κατατομή αυτού του φαινομένου στο πρωτοποριακό του βιβλίο «The Master and His Emissary: The Divided Brain and the Making of the Western World». Η βαθιά εμπειρία της μουσικής είναι έντονη μόνο όταν δεν μπερδεύεται με αυτή ο «αλφαβητισμός» μας. Το μόνο που απαιτεί η μουσική, όπως και η θρησκεία, είναι αγνή και ανοιχτή καρδιά. Ο Χριστός δεν πρότεινε θεολογία στους μαθητές του αλλά την αγνή καρδιά ενός μικρού παιδιού που έστησε μπροστά τους. Αυτό που λέμε «καρδιά» και «αγαπάμε με την καρδιά μας» είναι μια μορφή αλληγορίας για το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μας που είναι συνδεδεμένο μαζί της και είναι υπεύθυνο για τις σημαντικές ανθρώπινες εμπειρίες. Ο αλφαβητισμός, που είναι παράγωγο του Broca’s Area του αριστερού ημισφαιρίου, έχει παντελή άγνοια των βαθιών μηνυμάτων που περνούν μεταξύ μας μέσω της αγάπης και της μουσικής.
 
 
 
 
 
-Ένας κόσμος με μουσική παιδεία θα ήταν ένας καλύτερος κόσμος;
 
 
 
-Ναι και όχι. Ναι, γιατί μια κοινωνία, ένας λαός, ένα κράτος που θεωρεί την μουσική και την μουσική παιδεία σημαντικά στοιχεία της σχέσης μεταξύ των πολιτών πιστεύει στην συνοχή του όλου και όχι σε μια κοινωνία που είναι απλά ένα σύνολο των επί μέρους, που διέπεται μόνο από νόμους που θα είναι πάντα γεμάτοι παράθυρα για τους προνομιούχους, τους έξυπνους και τους επιτήδειους. Όχι, γιατί αν πιστεύουμε πως η παιδεία είναι προϋπόθεση για την μουσική εμπειρία τότε ήδη έχουμε φτωχύνει πολύ το νόημα της μουσικής εμπειρίας. Συχνά αυτοί που αισθάνονται δάκρυα στα μάτια τους μετά από μια αξιόλογη μουσική εμπειρία δεν είναι άνθρωποι που είναι εκπαιδευμένοι μουσικά.
 
 
 
 
 
-Πόσο δύσκολη ήταν η καταξίωση ενός Έλληνα στον δύσκολο χώρο της κλασικής μουσικής; Υπήρξε εμπόδιο η ταυτότητά σας;
 
 
 
-Νομίζω το αντίθετο. Όταν έρχεσαι σε ένα κοινωνικό σύνολο απ’ έξω, όπως όλοι οι μετανάστες, έχεις την ικανότητα να αντιληφθείς πράγματα και καταστάσεις που δεν είναι εύκολο για τα αυτόχθονα μέλη αυτού του συνόλου να τα συνειδητοποιήσουν. Έρχεσαι μέσα με δικό σου, διαφορετικό στίγμα, άρα έχεις κάτι πολύτιμο να προσφέρεις στο νέο σου κοινωνικό περιβάλλον. Για εμένα προσωπικά, από τα πρώτα μου χρόνια στον Καναδά την δεκαετία του 1980, είχα αντιληφθεί πως η καναδική πολιτιστική ταυτότητα που οι Καναδοί μουσικοί διανοούμενοι πάσχιζαν να καθιερώσουν ήταν ουσιαστικά βόρειο-ευρωπαϊκή. Σαν κλασικός συνθέτης, μαθητής μεγάλων μορφών της αμερικανικής μουσικής έγινα δεκτός από το CBC και άλλους οργανισμούς κλασικής μουσικής χωρίς σοβαρά εμπόδια. Η μάχη άρχισε όταν άρχισα να μιλώ ενάντια στη μουσική αποικιοκρατία και στην πολιτιστική απομόνωση των μειονοτήτων. Η απομόνωση αυτή βέβαια μέχρι ένα βαθμό είχε σαν αίτιο κεντρομόλες δυνάμεις μέσα στις ίδιες τις εθνικές κοινότητες και όχι μόνο την αθόρυβη και ανεπίσημη πολιτική του κράτους. Σαν μειονότητα, δεν είναι δυνατόν να διατηρήσουμε ζωντανά τα πολιτιστικά μας στίγματα φυτεύοντάς τα σε μια γλάστρα. Θα πρέπει να σπάσουμε την γλάστρα για να πιάσουν ρίζες στον κήπο όπου θα γίνουν μεταλλαγές, ζυμώσεις, αντιπαραθέσεις και τελικά ο κήπος θα αποκτήσει νέα ταυτότητα, εν μέρει χάρη στη δική μας συνεισφορά. Για πολλά χρόνια ούτε ο Καναδάς αλλά ούτε και οι επί μέρους εθνικές κοινότητες είχαν τέτοιου είδους διάθεση και το αποτέλεσμα ήταν ένας επίσημος πολυπολιτισμός σαν όνομα αλλά όχι σαν πράξη. Μετά από δεκαετίες ζυμώσεων τώρα δημιουργείται μια νέα, δυναμική και αξιοζήλευτη πολιτιστική καναδική ταυτότητα, κάτι για το οποίο και εγώ και πολλοί άλλοι δημιουργοί σ’ αυτή τη χώρα παλέψαμε για πολλά χρόνια για να βλαστήσει. Είναι δυστυχώς μια αφομοιωτική διεργασία που η Ελλάδα σαν πλειοψηφία, εξαιρουμένων σημαντικών επί μέρους προσπαθειών, έχασε την ευκαιρία να ενεργοποιήσει τα χρόνια των μεταναστευτικών πιέσεων πριν την οικονομική καταστροφή του 2009. Οι μετανάστες είναι πάντα η μηχανή που ανανεώνει οικονομικά και πολιτιστικά κάθε χώρα. Εμείς δυστυχώς μέσα στην ελληνική επικράτεια δεν ξεπεράσαμε ποτέ το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της χούντας και το αποτέλεσμα τώρα είναι να έχει γίνει η Χρυσή Αυγή τρίτο πολιτικό κόμμα σε μια χώρα που έχασε πάνω από 400.000 πολίτες στα χέρια των ναζί, και να αποκτούν τέτοια πολιτική δύναμη με μόνη σημαία την ανικανότητά μας σαν λαός να αφομοιώσουμε το δυναμικό των μεταναστών. Για μια χώρα που αποχαυνώνονταν συνεχώς με την κατανάλωση και την προγονολατρεία, δεν μάθαμε σχεδόν τίποτε από την αφομοίωση των Ρωμαίων κατακτητών από τους υποτελείς Έλληνες, και από άλλες παρόμοιες αφομοιώσεις στην μεταγενέστερη ιστορία μας. Έχω δώσει επανειλημμένα συνεντεύξεις στον ελληνικό Τύπο τα τελευταία είκοσι χρόνια και δεν έχω χάσει ευκαιρία να κρούσω τον κώδωνα κινδύνου σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Συνήθως το κείμενο «κόβεται» αλλά εγώ δεν παύω να κάνω το καθήκον μου σαν μετανάστης.
 
 
 
 
 
-Σας κυνηγούν οι «ερινύες» της Ανατολής (οι ήχοι της δηλαδή) ή είστε απολύτως συντονισμένος με τη Δύση;
 
 
 
-Οι ήχοι της Ανατολής δεν είναι ερινύες. Κάθε άλλο. Σαν παιδί και έφηβος έκανα δέκα χρόνια ισοκράτης στο ψαλτήρι στον ναό της Μεταμόρφωσης στον Βόλο και η βυζαντινή μουσική είναι στο αίμα μου καθώς επίσης και η μουσική της Μέσης Ανατολής. Τώρα πλέον έχω βαφτιστεί σε όλα τα ποτάμια του κόσμου, και ζητώ πανανθρώπινες αλήθειες μέσα στη μουσική. Αλλά οι παιδικές σου ρίζες δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ. Από εκεί αντλείς και παίρνεις δύναμη να απλώσεις τα κλωνάρια σου όσο πιο μακριά μπορείς για αγκαλιάσεις όλο τον κόσμο. Έχω παίξει με ρεμπέτικες κομπανίες (ακορντεόν) και έχω συνεργαστεί με Αιγύπτιους και Μεσανατολίτες μουσικούς. Πέρα απ’ αυτά όμως, η διαλεκτική «Ανατολή-Δύση» δεν έχει πλέον νόημα. Είναι ένας όρος ευρωποκεντρικός που πρέπει να τον ξεπεράσουμε. Για έναν Ιάπωνα, «Ανατολή» είναι η Αμερική και «Δύση» η ..Κίνα.
 
 
 
 
 
-Ποιά είναι τα επόμενα σχέδιά σας; Σκοπεύετε να δώσετε ρεσιτάλ στην Ελλάδα; Κι αν ναι, που θα ήταν το ιδανικό σημείο;
 
 
 
-Τα τελευταία χρόνια είχα έντονη συναυλιακή δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αρκετές συναυλίες με την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, και ένα πρόσφατο CD με τα κοντσέρτα μου για φλάουτο με τον διάσημο Γάλλο φλαουτίστα Patrick Gallois και την ΚΟΘ υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ. Το CD έχει κυκλοφορήσει στη σειρά Naxos Canadian Classics, και νομίζω είναι η πρώτη φορά που ελληνική συμφωνική ορχήστρα έχει δισκογραφική πρεμιέρα στην Βόρειο Αμερική. Ο Αλέξανδρος έχει διευθύνει όλα τα σημαντικά συμφωνικά μου έργα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, μάλιστα πριν δυο χρόνια διηύθυνε την ΚΟΘ στο κοντσέρτο μου για όμποε στο Ηρώδειο σαν μέρος του Φεστιβάλ Αθηνών. Πέρσι επίσης διετέλεσα σαν συνθέτης στο νέο φεστιβάλ κλασικής μουσικής «Ευμέλεια» στον Βόλο, πρώτη φορά σαν συνθέτης στην γενέτειρά μου μετά από 25 χρόνια. Δεν υπάρχουν σχέδια για αυτή την σαιζόν αλλά πολλά αλλάζουν την τελευταία στιγμή στην Ελλάδα τώρα που τα πολιτιστικά είναι πλέον πολύ δύσκολη υπόθεση. Ελπίζω οι μουσικές επαφές με την γενέτειρα μου να συνεχιστούν, αλλά αυτό δεν εξαρτάται από εμένα.
 
 
 
 
 
-Πώς περνάει τις μέρες του ένας συνθέτης;
 
 
 
-Από τον περασμένο Ιανουάριο μέχρι την πρεμιέρα του μπαλέτου τη 1η Οκτωβρίου: 12-14 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα μπροστά από τον υπολογιστή μου στο στούντιο συνθέτοντας. Εξουθενωτικά πολλή δουλειά. Τον Σεπτέμβριο επιστρέφω στο πανεπιστήμιο μετά από απουσία έξι μηνών αλλά πρέπει να βρίσκομαι στο Winnipeg για ένα σημαντικό διάστημα τον Οκτώβριο για το μπαλέτο και την ηχογράφησή του σε CD. Αμέσως μετά φεύγω για μια τουρνέ στην Κίνα και τον Νοέμβριο στο Banff Centre for the Performing Arts όπου θα διδάξω pop Songwriting και arranging. Δόξα τω Θεώ που υπάρχει το διαδίκτυο και μπορώ να βρίσκομαι σε συνεχή επαφή με τους μαθητές μου από οποιαδήποτε απόσταση.
 
 
 
 
 
-Πώς προσλάβατε τον απόηχο της κρίσης χρέους ως Έλληνας στον Καναδά;
 
 
 
-Έχω οικογένεια στον Βόλο και φίλους σε όλη την Ελλάδα και γνωρίζω καλά το ανθρώπινο κόστος των οικονομικών ανακατατάξεων αυτή την εποχή της οικονομικής «παγκοσμιοποίησης», που μόνο για παγκοσμιοποίηση δεν πρόκειται. Οι περισσότεροι Καναδοί που γνωρίζω βλέπουν το φαινόμενο σαν ανθρώπινη τραγωδία. Ανησυχώ περισσότερο για το πώς αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα, όπου παίζονται πολλά και από πολλές πλευρές.
 
Πρώτα απ’ όλα, η δική μου θέση προς το διεθνές τραπεζιτικό σύστημα είναι ότι πρόκειται για μια διεθνή, και δυστυχώς νόμιμη, μορφή ληστείας. Ο έλεγχος αυτής της Λερναίας Ύδρας έχει πλέον χαθεί διεθνώς και όχι μόνο στην Ελλάδα. Για κάθε ένα κεφάλι που κόβεις ξεπετάγονται πολλά άλλα. Όλα αυτά είναι συμπτώματα πιστεύω της πνευματικής μας διάβρωσης και του εγωκεντρισμού που ενδυναμώνεται συνεχώς από μια συνεχή εγκοσμιοποίηση, μια συνεχή άρνηση της πνευματικής διάστασης του ανθρώπου. Χωρίς αυτή τη διάσταση, είμαστε ο καθένας «για πάρτη του» και το αποτέλεσμα είναι οι υλικά κερδισμένοι και οι υλικά χαμένοι: το 1% και το 99%. Τελικά είμαστε όλοι πνευματικά χαμένοι.
 
Για τους Έλληνες αυτή η οικονομική και πολιτική υψικάμινος έχει επίσης και μια πνευματική διάσταση. Σαν τους τρείς νέους στην ιστορία του Δανιήλ που δεν δέχτηκαν να προσκυνήσουν εγκόσμιους αυτοκράτορες και παρέμειναν ανεπηρέαστοι από την φωτιά της υψικάμινου, έτσι και η δική μας υψικάμινος είναι ένα τεστ χαρακτήρα που πρέπει να τον ξαναβρούμε σαν άτομα και σαν έθνος για να επιβιώσουμε και να προκόψουμε. Αυτή η στάση όμως προϋποθέτει προσωπική και αυτόβουλη θυσία, όχι θυσία που επιβάλλεται στους αβόλευτους από του βολεμένους. Αλλά και στην δεύτερη περίπτωση ο Χριστός, που έζησε μέσα σε ένα κλίμα παρόμοιας (ίσως και χειρότερης) πολιτικής και οικονομικής καταπίεσης, είναι το τέλειο παράδειγμα προς μίμηση. Οι πολιτικοί μας είναι η δική μας εικόνα στον καθρέπτη. Αν δεν αλλάξουμε εμείς, αυτοί δεν θα αλλάξουν επίσης. Αν δει κανείς αυτή την κατάσταση με αυτόν τον τρόπο τότε δεν μιλάμε πλέον για πρόβλημα Ελλάδας αλλά για ένα πανανθρώπινο πρόβλημα. Οι σειρήνες των πιστωτικών καρτών και του χρέους τραγουδούν παντού. Κανείς δεν ξέρει που θα συμβεί η επόμενη . . . «Ελλάδα».
 
 
 
 
 
-Οι μεγάλοι Έλληνες συνθέτες του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού είναι στη δύση τους. Ποιοί ανατέλλουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού; Ποιούς ξεχωρίζετε;
 
 
 
-Οφείλω να ομολογήσω πως δεν παρακολουθώ όλο τα φάσμα. Μου αρέσει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης που γνώρισα προσωπικά πριν δυο χρόνια και άκουσα μια συναυλία του με την ΚΟΘ στη Καλαμαριά. Είμαι σίγουρος πως στη πολιτιστική χοάνη της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας θα σφυρηλατηθεί ξανά ποιοτικό τραγούδι που θα δώσει κουράγιο σ’ αυτούς που θα έχουν το θάρρος να ψάξουν και να ξαναβρούν το πνευματικό τους κέντρο. Για μένα, στα δύσκολα χρόνια της δικής μου ζωής, το τραγούδι που μου έδινε πάντα δύναμη ήταν το «Μυστικό Τοπίο» από τον δίσκο «Τραπεζάκια Έξω» του Διονύση Σαββόπουλου. Ακόμη και τώρα το θεωρό ένα ποιητικό αριστούργημα.
 
 
 
 
 
-Υπάρχει ελπίδα για την κλασική μουσική την εποχή του ραπ και της υποκουλτούρας;
 
 
 
Η «υποκουλτούρα» έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Είναι η χοάνη μέσα από την οποία θα βγουν τα νέα και δυναμικά μουσικά ιδιώματα. Το ρεμπέτικο ήταν υποκουλτούρα στο μυαλό του Βενιζέλου που προτιμούσε τα μουσικά παράγωγα της επτανησιακής (αστικής) σχολής. Η ιστορία μας απέδειξε το ρεμπέτικο σημαντική μουσική μορφή και τις επτανησιακές καντάδες αισθητά κατώτερες. Το ρεμπέτικο τελικά ήταν αυτό που στέριωσε ρίζες. Το ραπ είναι κάτι παρόμοιο, όχι το εμπορικό «σκυλο-ραπ» αλλά το αρχικό ιδίωμα που αποτέλεσε έκφραση καταπιεσμένων νέων ανθρώπων που βρήκαν διέξοδο στην μουσική να τραγουδήσουν τα προβλήματα τους. Ο όρος «κλασική μουσική» για μένα σημαίνει απλά κάθε είδος μουσικής που επιβιώνει το τεστ του χρόνου. Για να επιβιώσει η κλασική μουσική, θα πρέπει να αγκαλιάσει κάθε αυθεντική ανθρώπινη μουσική έκφραση και να της δώσει νέα διάσταση ώστε να γίνει πανανθρώπινη. Τελικά, όλοι αυτοί οι τεχνητοί διαχωρισμοί (rap, κλασική, pop, jazz, folk, world) δεν σημαίνουν τίποτε πια. Η μουσική είναι ..μουσική: η ενασχόληση των μουσών.-
 
 
 

<< Πίσω


 
 
Ειδήσεις για όλους | Θέματα | Τουριστικό Ρεπορτάζ | Ιατρικά Θέματα | Παρουσίαση Βιβλίων | Επικοινωνία