ελληνική φωνή - κεντρική σελίδα  
επικοινωνία εκτύπωση
 
Εκδότης-Διευθυντής: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΤΥΧΙΔΗΣ
Διευθύντρια Σύνταξης: ΑΡΤΕΜΙΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ηλεκτρονική Ενημέρωση για την Ελλάδα και τον Κόσμο - News - Nachrichten
   

Ειδήσεις για όλους

 

Αφιέρωμα Διασκέδαση και Ομογένεια: Είναι θέμα? DNA

15 Οκτωβρίου 2018 Του Χριστόδουλου Αθανασάτου Νέα Υόρκη.- Στο μεγάλο ταξίδι τους για μια νέα ζωή στις ΗΠΑ, οι Ελληνες μετανάστες, σταδιακά, προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια καθημερινότητα που θα τους κάνει να μην αισθάνονται «ξένοι» στη μακρινή νέα πατρίδα τους. Από την καθημερινότητα αυτή δεν μπορούσε να λείπει η ψυχαγωγία, η μουσική, το φαγητό και η διασκέδαση. Οι μουσικοί της Ομογένειας, είτε μετανάστες, είτε φοιτητές σε αμερικανικά Πανεπιστήμια, βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να φέρουν την κουλτούρα, το ύφος και τη νοσταλγία της ελληνικής διασκέδασης. Με το ρεμπέτικο ? που έχει μακρά Ιστορία και κατά πολλούς διαμορφώθηκε από τον Ελληνισμό των ΗΠΑ ? τη λαϊκή μουσική και το έντεχνο τραγούδι. Οι περισσότεροι εξ αυτών, έγιναν γνώριμες φιγούρες σε δεξιώσεις βαπτίσεων, γάμων και άλλων περιστάσεων. Ηγούνταν της Ορχήστρας, ξυπνούσαν μνήμες, «ξεσήκωναν» το κοινό, την ώρα που τα «μονοδόλαρα» ? ένα παρεξηγημένο, για τους μη γνωρίζοντες, φιλοδώρημα ? έρρεαν σαν βροχή στην πίστα. Στο θέμα της διασκέδασης, τα μπουζούκια είχαν την μερίδα του λέοντος. Οι παλαιότεροι, παρά τα εξαντλητικά ωράρια εργασίας και τις πολλές φορές δυσμενείς συνθήκες, έχουν να θυμηθούν ατελείωτα και αξέχαστα ξενύχτια στα «μπουζούκια» της Νέας Υόρκης. Θα μιλήσουν για την «Σπηλιά», τα «Αστέρια», το «Ακρόαμα», την «Θεσσαλονικιά», το «Sirocco», τον «Θίασο» και πολλά ακόμα, που σημάδεψαν τη νιότη των ομογενών τις προηγούμενες δεκαετίες. «Κάποτε η Αστόρια είχε τόσα μπουζουκτσίδικα, αλλά παρόλα αυτά δεν έβρισκες να κάτσεις», θυμάται στην δική του συνέντευξη, που δημοσιεύεται στο Περιοδικό του «Ε.Κ.», ο επιχειρηματίας και τραγουδιστής Διονύσης Σπήλιος, ιδιοκτήτης της «Ραφήνας». Ασφαλώς, κάθε φορά που κάποιο από τα ελληνικά μαγαζιά διασκέδασης έφερνε στη Νέα Υόρκη κάποιο «όνομα» από την ελληνική μουσική σκηνή, γινόταν το αδιαχώρητο. Οι δε εμφανίσεις Ελλήνων τραγουδιστών στο Ατλάντικ Σίτυ και άλλες περιοχές ήταν αφορμή για μαζικές μονοήμερες εκδρομές, με ορισμένους εξ αυτών να αναπτύσσουν ξεχωριστές σχέσεις με τον ελληνισμό της Αμερικής, που εξακολουθούν ακόμη να θυμούνται. Με την πάροδο των ετών, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Μαγαζιά που έμειναν στην Ιστορία, έβαλαν «λουκέτο» ή άλλαξαν χρήση. Η «ομογενειακή» νύχτα έγινε διαφορετική, «εκσυγχρονίστηκε», προέβαλε άλλες απαιτήσεις και πολλά από τα «εκ των ων ουκ άνευ» των «χρόνων της αθωότητας» άρχισαν να θεωρούνται ξεπερασμένα. Οι επαγγελματίες της διασκέδασης και οι ιδιοκτήτες χώρων με ζωντανά μουσικά σχήματα, είτε πρόκειται αμιγώς για «μπουζούκια», είτε για ρεστοράν, δεν φαίνεται να ανησυχούν ότι ο χώρος θα αντιμετωπίσει περαιτέρω προβλήματα επιβίωσης. Εάν υπάρχει ένα στοιχείο που αλλάζει ? και εν μέρει δυσκολεύει ? την κατάσταση, είναι πως η νεότερη γενιά στρέφεται προς άλλα μουσικά είδη και αφήνει σε δεύτερη μοίρα το ελληνικό. «Σε ορισμένες βαπτίσεις ή γάμους, έχουμε και DJs, εκτός από την Ορχήστρα», επισημαίνει ο Διονύσης Μοσχόπουλος, γιος του ιδιοκτήτη της ταβέρνας «Λατέρνα», Ανδρέα Μοσχόπουλου, καταδεικνύοντας του λόγου το αληθές. Παράλληλα, δεν είναι πλέον το ίδιο σπάνια η παρουσία γνωστών Ελλήνων τραγουδιστών στην Ομογένεια. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ότι το «Melrose Ballroom» ανακάτεψε σε μεγάλο βαθμό την «τράπουλα» της ελληνικής διασκέδασης, φέρνοντας πιο κοντά, σε απόσταση και χρόνο, «μεγάλα» ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής. Πλέον ο ομογενής της Νέας Υόρκης δεν χρειάζεται να διανύσει χιλιόμετρα για να παρακολουθήσει συναυλίες στο Ατλάντικ Σίτυ ή αλλού, αλλά μπορεί να ζήσει την «αθηναϊκή νύχτα» στην «καρδιά» της Αστόριας. Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές μουσικές βραδιές εξακολουθούν να αποτελούν «πόλο έλξης». Οι εκδηλώσεις που παραδοσιακά διοργανώνονται στην Πλατεία Αθηνών το καλοκαίρι έχουν σταθερή επιτυχία, ενώ το ίδιο πρότυπο ακολουθούν και οι ομογενείς σε άλλες περιοχές, όπως είναι το Γκρίνπορτ στο τέλος του καλοκαιριού. Εκτός από τη λαϊκή διασκέδαση, υπάρχουν και φορείς του εντέχνου τραγουδιού, όπως είναι η Χορωδία του Παγκυπρίου με τον Φύτο Στρατή, που διοργανώνει μεγάλα μουσικά αφιερώματα, αλλά και γνωστούς μουσικούς, όπως ο Σεραφείμ Λάζος, ο Γρηγόρης Μανινάκης κ.ά. «Παλιά, πριν από πέντε χρόνια, διάλεγα εγώ σε ποιο μαγαζί θα πάω. Μετά από τόσα χρόνια δεν υπάρχουν πολλά μαγαζιά. Παρότι υπάρχουν παιδιά με σπάνιο ταλέντο, δεν υπάρχει μέρος να πάνε να τραγουδήσουν. Πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν ότι δεν είναι απαραίτητη η μουσική σε ένα εστιατόριο», είναι το παράπονο του κ. Λάζου, του ανθρώπου που σύστησε τις «μπουάτ» στην ομογένεια. Οπως όμως προκύπτει από την έρευνα του «Ε.Κ.», υπάρχουν ακόμη ομογενείς που επενδύουν στη διασκέδαση ή και επιχειρήσεις που περνάνε στην επόμενη γενιά. Αλλωστε, το «ελληνικό DNA», αποδεδειγμένα, θα επιζητήσει την ελληνική μουσική, ανεξαρτήτως εποχής ή συνθηκών. ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ

<< Πίσω


 
 
Ειδήσεις για όλους | Θέματα | Τουριστικό Ρεπορτάζ | Ιατρικά Θέματα | Παρουσίαση Βιβλίων | Επικοινωνία